Υπάρχει μια άβολη αλήθεια που καμία κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει ακόμη να αντιμετωπίσει και η πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ την ανέδειξε ξανά. Η εργασία στην Ελλάδα παραμένει ο πιο φορολογημένος και επιβαρυμένος τομέας της οικονομίας. Υπήρχε ως πρόβλημα πριν από την κρίση. «Εκτινάχθηκε» όμως το ύψος της στη διάρκεια των προγραμμάτων στήριξης. Εκτοτε, τι κι αν μειώθηκαν οι εισφορές από τη σημερινή κυβέρνηση, το πρόβλημα είναι ξεκάθαρο ότι δεν λύθηκε. Απλώς κρύφτηκε για λίγο κάτω από το χαλί της «ζεστής» αγοράς.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, από τον φόρο εισοδήματος των μισθωτών ο ελληνικός προϋπολογισμός εισπράττει ετησίως 13,6 δισ. ευρώ, ή αλλιώς το 6% του ΑΕΠ. Από τις εισφορές των εργαζομένων 13,5 δισ. ευρώ, ήτοι το 6% του ΑΕΠ και από εισφορές των εργοδοτών 11,8 δισ. ευρώ, δηλαδή το 5,2% του ΑΕΠ. Συνολικά οι επιβαρύνσεις στην εργασία φθάνουν στο 17,2% του ΑΕΠ. Καμία άλλη παραγωγική δραστηριότητα δεν πληρώνει τόσο.
Και για να καταλάβουμε το μέγεθος, ο μέσος όρος των 31 χωρών-μελών ΟΟΣΑ στις εισφορές είναι 8,8% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα φτάνει το 11,2%. Δηλαδή, περίπου 30% υψηλότερη επιβάρυνση από τον μέσο ανεπτυγμένο κόσμο.
Ουσιαστικά, έχουμε χτίσει μια οικονομία όπου ο μισθωτός και η μικρή, η μεσαία ή η μεγάλη επιχείρηση πληρώνουν το κράτος. Δεν φορολογείται υπερβολικά το κεφάλαιο. Δεν φορολογείται υπερβολικά η περιουσία. Φορολογείται υπερβολικά η εργασία, εκεί όπου παράγεται ο εγχώριος πλούτος και βέβαια το μεγαλύτερο μέρος των φόρων. Από εκεί δημιουργείται ο χώρος για να χρηματοδοτείται το κράτος, να πληρώνονται οι συντάξεις, να επιδοτούνται οι αγρότες. Τουλάχιστον θα περίμενε κανείς ότι θα είχαμε φροντίσει αυτόν που μας πληρώνει, να έχουμε εξασφαλίσει ένα ανταγωνιστικό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη επίπεδο επιβαρύνσεων. Αντ’ αυτού, συνεχίζουμε τον πρωταθλητισμό σε φόρους και εισφορές.
Σήμερα όλοι αναγνωρίζουν ότι η οικονομία είναι «ζεστή». Ο τουρισμός δουλεύει, οι υπηρεσίες ανεβαίνουν, η απασχόληση κρατιέται. Ομως αυτό είναι το επικίνδυνο σημείο. Τώρα που φαίνεται πως όλα πάνε καλά, δεν φαίνεται το πραγματικό ρίσκο. Στην πρώτη στραβή, στην πρώτη ύφεση στην Ευρώπη, στην πρώτη χρονιά κακού τουρισμού, στην πρώτη αύξηση επιτοκίων, οι επιχειρήσεις θα νιώσουν ξανά το βάρος.
Και τότε, όπως πάντα, το κόστος εργασίας γίνεται ο εύκολος στόχος. «Παγώνουν» οι προσλήψεις, κόβονται οι βάρδιες, αυξάνεται η αδήλωτη εργασία. Είναι ξεκάθαρο ότι οι μειώσεις εισφορών που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια ήταν σημαντικές, αλλά όχι αρκετές. Για να γίνει η εργασία πραγματικά ανταγωνιστική, για να αντέξουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στο επόμενο σοκ, χρειάζεται πιο βαθιά, πιο αποφασιστική μείωση.

