Την αποκατάσταση σε σημαντικό βαθμό του συλλογικού εργατικού δικαίου που ίσχυε πριν από την εφαρμογή των μνημονίων για θέματα όπως η προστασία των προβλέψεων μιας συλλογικής σύμβασης μετά τη λήξη της και έως ότου υπογραφεί κάποια νέα, αλλά και η επέκταση μιας υπογραφείσας σύμβασης στο σύνολο των εργαζομένων του κλάδου περιλαμβάνει η εθνική κοινωνική συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και του υπουργείου Εργασίας, που υπεγράφη χθες. Βέβαια, οι συζητήσεις και διαπραγματεύσεις διήρκεσαν τουλάχιστον επτά μήνες, πολλές φορές μάλιστα εν μέσω εντάσεων και διαφωνιών, όμως τελικά έπειτα από αμοιβαίες υποχωρήσεις προέκυψε συμφωνία, που χαρακτηρίστηκε από τους υπογράφοντες ιστορική. Κι όπως κάθε συμφωνία που αποτυπώνεται στα χαρτιά, μένει να κριθεί στην πράξη, καθώς βάζει στο προσκήνιο των εξελίξεων την ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εργαζομένων και εργοδοτών, να συνάψουν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που θα καλύπτουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους.
Αλλωστε, πρακτικά, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν θα δουν άμεσα κάποια αλλαγή στους μισθούς τους. Ούτε θα επανέλθουν επιδόματα που κόπηκαν κατά τα μνημονιακά χρόνια ούτε θα υπογραφούν αυτόματα ΣΣΕ που θα προβλέπουν εξαιρετικά υψηλά ποσοστά αυξήσεων στους μισθούς. Αλλά θα γίνουν πιο εύκολες και πιο ουσιαστικές οι διαπραγματεύσεις, προκειμένου να δείξει ο καθένας –εργοδότες, εργαζόμενοι αλλά και κυβέρνηση– εάν είναι ουσιαστική η διάθεση να συμβάλουν θεσμικά και ουσιαστικά στην προσπάθεια αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας για τις επιχειρήσεις.
Αναλυτικά, οι αλλαγές που αποτυπώθηκαν σε πάπυρο και θα εμφανιστούν εντός του Δεκεμβρίου στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης που έχει δεσμευθεί να παρουσιάσει η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως (βάσει της κοινοτικής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς) προκειμένου στις αρχές του 2026 να συμπεριληφθούν και σε νομοσχέδιο, αφορούν τους εξής άξονες:
Αξονας 1ος. Αλλαγές στην επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, ώστε πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι να καλύπτονται από αυτές. Σήμερα, εκτιμάται ότι μόλις ένας στους πέντε εργαζομένους, ήτοι περίπου 20%, καλύπτεται από κάποια ΣΣΕ και στόχος είναι το ποσοστό αυτό να αυξηθεί στο 80%. Οπως άλλωστε έχει διαπιστωθεί, όσοι εργαζόμενοι καλύπτονται από ΣΣΕ αμείβονται σημαντικά υψηλότερα από όσους δεν καλύπτονται, που είναι και η συντριπτική πλειονότητα. Στην κατεύθυνση αυτή:
α) Μειώνεται στο 40% η πρόβλεψη ότι μια ΣΣΕ μπορεί να επεκταθεί μόνο εφόσον δεσμεύει εργοδότες που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος.
Σήμερα, μόλις το 20% των εργαζομένων καλύπτεται από κάποια ΣΣΕ και στόχος είναι το ποσοστό αυτό να αυξηθεί στο 80%.
β) Δημιουργείται νέα δυνατότητα για την επέκταση Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, καθώς το ποσοτικό κριτήριο του 40% δεν θα εξετάζεται καθόλου όταν τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας συνυπογράφουν εθνικοί κοινωνικοί εταίροι, δηλαδή η ΓΣΕΕ και κάποιος από τους υπόλοιπους θεσμικούς συνομιλητές, δηλαδή ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ ή ΣΒΒΕ. Ετσι, θα «ξεμπλοκάρουν» συζητήσεις μεταξύ των εκπροσώπων ενός κλάδου και της αντίστοιχης π.χ. ομοσπονδίας εργαζομένων, με την παρέμβαση των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ηδη υπάρχουν 15 κλαδικές ΣΣΕ που έχουν κατατεθεί στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ) με αίτημα για επέκταση στο σύνολο των εργαζομένων στους κλάδους που αφορούν, όμως οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν εκπροσωπούν το 50% των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να παραμένουν στο συρτάρι του υπουργείου Εργασίας. Από τις αρχές Ιανουαρίου (μετά την ψήφιση του νόμου) εφόσον επανακατατεθούν οι συγκεκριμένες ΣΣΕ, υπογεγραμμένες από τη ΓΣΕΕ και κάποιον εκπρόσωπο των εργοδοτών, θα επεκταθούν χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το 40%.
γ) Δίνεται η δυνατότητα στη ΓΣΕΕ να μπορεί να συνάπτει ή να συνυπογράφει κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας επικουρικά, εφόσον προσκληθεί από μέλος της να το κάνει. Για την πρόβλεψη αυτή υπήρξαν αντιδράσεις κυρίως από σωματεία εργαζομένων στα οποία έχουν την πλειοψηφία παρατάξεις με μικρή δύναμη στους κόλπους της ΓΣΕΕ.
δ) Προβλέπεται απλοποίηση των διαδικασιών για εγγραφή στα μητρώα οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών (ΓΕΜΗΣΟΕ και ΓΕΜΗΟΕ αντιστοίχως) ώστε να ενισχυθεί η εγγραφή σε αυτά και κατά συνέπεια η δυνατότητα επέκτασης συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Σήμερα, λόγω τεχνικών και γραφειοκρατικών προβλημάτων, πολλές συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν μείνει εκτός μητρώου, ενώ δεν είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις που τεχνηέντως εργοδοτικές οργανώσεις μένουν εκτός μητρώου, προκειμένου να μη δεσμεύονται από την όποια συμφωνία.
Αξονας 2ος. Παρέχεται πλήρης προστασία των εργαζομένων μετά τη λήξη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και μέχρι την υπογραφή νέας συλλογικής ή ατομικής σύμβασης. Στην πράξη, όλοι οι όροι μιας ΣΣΕ εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη λήξη της. Αρχικά δίνεται παράταση τριών μηνών στη διάρκειά της και στη συνέχεια εξακολουθούν να ισχύουν όλοι οι όροι της ΣΣΕ, μέχρι τη σύναψη νέας συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας. Καταργείται δηλαδή η μνημονιακή ρύθμιση για τη μερική μετενέργεια που ισχύει από το 2012 και επαναφέρεται το προμνημονιακό καθεστώς της πλήρους μετενέργειας. Επίσης, καλύπτονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και όσοι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται κατά την τρίμηνη παράτασή της.
Αξονας 3ος. Θεσπίζονται ταχύτερες διαδικασίες για την επίλυση διαφορών μέσω του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Συγκεκριμένα, προβλέπεται ένας μηχανισμός προελέγχου των προϋποθέσεων που ήδη ισχύουν για τη μονομερή προσφυγή στη μεσολάβηση και στη διαιτησία από τριμελή επιτροπή που θα συσταθεί στον Οργανισμό. Επίσης, καταργείται ο δεύτερος βαθμός διαιτησίας του ΟΜΕΔ για τη γρηγορότερη επίλυση διαφορών, ενώ διατηρείται η δυνατότητα δικαστικής προσβολής της διαιτητικής απόφασης.
Τη συμφωνία υπέγραψαν στο σύνολό τους οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ και ΣΒΒΕ) και η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως, με όλους να συμφωνούν πως η κοινωνική συμφωνία επιφέρει πολλαπλά οφέλη για εργαζομένους και επιχειρήσεις, καθώς οδηγεί στη σύναψη και επέκταση περισσότερων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, δημιουργεί ένα ασφαλές και προβλέψιμο εργασιακό περιβάλλον, προστατεύει τα δικαιώματα των εργαζομένων ακόμη και μετά τη λήξη Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, προστατεύει τους νεοπροσλαμβανομένους, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για περαιτέρω αύξηση μισθών και παροχών, ενισχύει τον υγιή ανταγωνισμό και διασφαλίζει τη νομιμότητα με σαφή προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και κατά την επέκτασή τους.
ΑΠΟΨΕΙΣ
Επανέρχεται η καθολική μετενέργεια της ΣΣΕ
Του Γιάννη Καρούζου*
Η εθνική κοινωνική συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης αποτελεί ένα σημαντικό και ιστορικής αξίας γεγονός. Το πρόσημό της είναι ανεπιφύλακτα θετικό.
Οι παρεμβάσεις έχουν μια σημειολογική σημασία, κυρίως ως προς το γεγονός ότι καταργούνται μνημονιακές διατάξεις, αλλά αφορούν και την τσέπη των εργαζομένων.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις ισχύουσες μνημονιακές διατάξεις, η συλλογική σύμβαση εργασίας ή η διαιτητική απόφαση ισχύει για τρεις μήνες από τη λήξη της και μετά ο εργοδότης μπορεί να προβεί σε οριζόντια μείωση των μισθών, που αγγίζει το 35%-40%. Με την ψήφιση του σχετικού νόμου επανέρχεται η ομαλή και καθολική μετενέργεια της ΣΣΕ, που σημαίνει στην πράξη ότι όταν λήγει μια σύμβαση ή μια διαιτητική απόφαση, δεν θα υπάρχει ανατροπή στα μισθοδοτικά καθεστώτα των εργαζομένων. Θα εξακολουθούν να ισχύουν και οι μισθολογικοί και οι θεσμικοί όροι της λήξασας ΣΣΕ μέχρις ότου υπογραφεί μια νέα.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι δεν θα έχουμε ανατροπή του μισθοδοτικού και θεσμικού καθεστώτος προστασίας των εργαζομένων, αλλά και ταυτόχρονα μια άρση της στρέβλωσης του αθέμιτου ανταγωνισμού των επιχειρήσεων. Να σημειωθεί εδώ ότι η εμπειρία έχει δείξει ότι πάρα πολλές επιχειρήσεις, λειτουργώντας στον ίδιο κλάδο, εκμεταλλεύονταν τη διάταξη αυτή και προέβαιναν σε μονομερή μείωση των μισθών, έναντι άλλων που δεν προέβαιναν.
Ετσι αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από τον ανταγωνισμό στις μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό πλέον θα αρθεί. Η ομαλότητα στη μισθοδοτική πολιτική μιας επιχείρησης θα αποτελεί κανόνα, ενώ οι εξαιρέσεις βεβαίως θα αντιμετωπίζονται σε κάθε περίπτωση από τις δικαστικές αρχές.
Επιπλέον, ιστορικής σημασίας αποτελεί η επαναφορά στη ΓΣΕΕ μιας αρμοδιότητας σε εθνικό επίπεδο, που την είχαμε γνωρίσει στα χρόνια πλήρους ισχύος της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ως προς όλα τα ζητήματα και όχι μόνο ως προς τα θεσμικά, όπως ισχύει σήμερα. Δηλαδή, να μπορεί να υπογράφει ύστερα από αίτηση μέλους της κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας εθνικού επιπέδου, η οποία θα ισχύει για το σύνολο των εργαζομένων, ακόμη και για εκείνους που δεν είναι συνδικαλιστικά ενταγμένοι, αρκεί να υπογραφεί κι από την εργοδοτική πλευρά, μια τριτοβάθμια αντίστοιχη εργοδοτική οργάνωση. Μια τέτοια κλαδική, εθνικού βεληνεκούς, συλλογική σύμβαση εργασίας θα ισχύει για όλους τους εργαζομένους και για όλες τις επιχειρήσεις, χωρίς να ελέγχεται το ποσοστό της αντιπροσωπευτικότητας για την κήρυξή της ως υποχρεωτικής.
Οσο για τη μείωση του ποσοστού από 50% σε 40% των εργαζομένων που απαιτείται να εκπροσωπούν οι εργοδοτικές οργανώσεις που υπογράφουν μια σύμβαση, για να κηρυχθεί υποχρεωτικά καθολική για όλους, δεν είναι σημαντική. Ωστόσο είναι σημειολογική, ώστε να μην υπάρχει αποδυνάμωση των εργοδοτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και να παραμένουν ισχυρές, αποφεύγοντας τη διαρροή των μελών τους, γεγονός που είχε παρατηρηθεί ειδικά την περίοδο των μνημονίων.
* Ο κ. Γιάννης Καρούζος είναι δικηγόρος – εργατολόγος.
Ευκαιρίες και υποχρεώσεις για κοινωνικούς φορείς και κυβέρνηση
Του Χρήστου Α. Ιωάννου*
Η ευρωπαϊκή οδηγία «Επαρκείς κατώτατοι μισθοί στην Ευρωπαϊκή Ενωση» του 2022, όπως και στον βαθμό που επικυρώθηκε προ ημερών (11.11.2025) από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έδωσε ευκαιρία επανεκκίνησης του κοινωνικού διαλόγου για το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα. Που αξιοποιήθηκε επαρκώς, με αποτέλεσμα την εθνική κοινωνική συμφωνία.
Θετικό ότι κυβέρνηση και υπουργείο επέλεξαν, από τις επιλογές του άρθρου 4 της οδηγίας, τον τριμερή κοινωνικό διάλογο. «Κάθε κράτος-μέλος στο οποίο το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80% θεσπίζει πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και σχέδιο δράσης είτε με νόμο κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους είτε με συμφωνία με αυτούς». Η εθνική κοινωνική συμφωνία ανταποκρίνεται σε αυτό.
Το σημείο 79 της απόφασης του δικαστηρίου αποσαφηνίζει ό,τι έχουν υποστηρίξει και στο δικαστήριο το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο: «Τα διάφορα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 4 δεν επιβάλλουν στα κράτη-μέλη υποχρεώσεις αποτελέσματος, αλλά, το πολύ, υποχρεώσεις μέσου. Δεν προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη οφείλουν να φτάσουν το προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή κατώτατο όριο του 80% όσον αφορά την κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά ότι οφείλουν να θεσπίσουν ένα “πλαίσιο” με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να εκπονήσουν “σχέδιο δράσης” για την προώθησή τους». Η εθνική κοινωνική συμφωνία ορίζει αυτό το πλαίσιο.
Υπερβαίνει δε την οδηγία, καθώς επεκτείνεται σε περαιτέρω διευκόλυνση της δυνατότητας επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αντιπροσωπευτικότητας χαμηλότερης του 50%. Η εθνική κοινωνική συμφωνία παρέχει ευκαιρίες, γεννά υποχρεώσεις.
Υπουργείο: να τη νομοθετήσει. Να εισαγάγει διαφάνεια σχετικά με την κάλυψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Μέρη συλλογικών διαπραγματεύσεων: Να επιδιώξουν αποτελεσματικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, που (και κατά την οδηγία) «προωθούν την οικοδόμηση και την ενίσχυση της ικανότητας των κοινωνικών εταίρων να συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, ιδίως σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο».
ΟΜΕΔ: Την ανταπόκρισή του για λογαριασμό της χώρας και των εταίρων του στην υποχρέωση για να «ενθαρρύνουν τις εποικοδομητικές, ουσιαστικές και εμπεριστατωμένες διαπραγματεύσεις επί των μισθών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, επί ίσοις όροις, στο πλαίσιο των οποίων αμφότερα τα μέρη έχουν πρόσβαση στη δέουσα πληροφόρηση για την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών». Συλλογικές διαπραγματεύσεις χωρίς στοιχειώδη οικονομικά δεδομένα δεν νοούνται. Δεν νοείται να έχεις, μέσω της διαδικασίας του ορισμού του νομοθετημένου κατωτάτου μισθού που ο ΟΜΕΔ συντονίζει, τα μισθολογικά στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» και να μη γνωρίζεις ότι τα έχεις, και πώς να τα αξιοποιήσεις στις υπηρεσίες σου.
* Ο κ. Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μεταφορά της οδηγίας 2022/2041. Μέλος Δ.Σ. ILO, μέλος Δ.Σ. ΟΜΕΔ.

