Η κατάργηση της μετενέργειας στον ιδιωτικό τομέα το 2012, δηλαδή η διατήρηση εν ισχύι συλλογικών συμβάσεων εργασίας και μετά τη λήξη τους, αποτέλεσε την αντίστοιχη κατάργηση των δώρων στο Δημόσιο. Εκοψε τους μισθούς χωρίς να ψηφιστεί νόμος για μείωση των μισθών. Το κράτος δεν μπορούσε να νομοθετήσει άμεση μείωση όλων των μισθών στον ιδιωτικό τομέα (όπως έγινε με το ενιαίο μισθολόγιο στο Δημόσιο). Αντ’ αυτού περιόρισε δραστικά τον μηχανισμό που κρατούσε «ζωντανές» τις συλλογικές συμβάσεις, τις οποίες οι χτυπημένες από την κρίση επιχειρήσεις αρνούνταν να υπογράψουν. Με αυτόν τον τρόπο κατήργησε μεμιάς για τους περισσότερους εργαζομένους το επίδομα γάμου, το επίδομα πολυετίας, επιδόματα που προέβλεπαν οι συμβάσεις όπως αυτό του «ταμείου», διάφορα άλλα επιδόματα θέσης ή ειδικότητας. Μαζί «εξαφανίστηκαν» άλλοι κλειδωμένοι στις συμβάσεις όροι, όπως αυτοί σχετικά με τα ωράρια και τις ημέρες αδείας.
Χιλιάδες επιχειρήσεις πέρασαν τους εργαζομένους τους σε ατομικές συμβάσεις. Οι δικαιούχοι του κατώτατου μισθού που μέχρι πριν από το 2012 δεν ξεπερνούσαν τις 150.000-200.000, όσοι και οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, μέχρι και τις μέρες μας έχουν παραμείνει σε επίπεδα άνω των 650.000, ακριβώς λόγω της κατάργησης της περίφημης μετενέργειας.
Αυτό πλέον αλλάζει. Μια μνημονιακή διάταξη καταργείται. Η σημασία της επιστροφής της μετενέργειας θα έχει, ωστόσο, κάποιο πρακτικό νόημα όταν αυξηθούν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Χθες έγιναν σημαντικά βήματα και ως προς αυτό, αλλά ακόμη χρειάζεται δουλειά. Οι υφιστάμενες συμβάσεις επεκτείνονται πλέον υποχρεωτικά σε όλους τους εργαζομένους εντός του ίδιου κλάδου, ενώ σοβαρεύει αρκετά η διαδικασία συζήτησης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, περιορίζοντας τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ.
Ολο αυτό το πλέγμα μέτρων που υπέγραψαν οι κοινωνικοί εταίροι, πέραν του ότι επιστρέφει για τα καλά στο επίκεντρο τη ΓΣΕΕ, είναι το μοναδικό «κλειδί» για να πάρουν τα πάνω τους οι αμοιβές. Να απεγκλωβιστεί η χώρα από ονομαστικούς μισθούς επιπέδου 20ετίας. Προφανώς και δεν λύσαμε τα προβλήματά μας. Μια απότομη ή αλόγιστη αύξηση του μισθολογικού κόστους θα έχει επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Θα επιβαρύνει τους δείκτες παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Θα χρειαστεί σύνεση, αλλά και συνεννόηση. Ομως είναι ένα επιπλέον κόστος που θα πρέπει να πληρώσουν σε μια καλή εποχή για αυτές οι επιχειρήσεις, όπως η σημερινή. Κυρίως πρέπει να το δουν ότι όπως αυτές, έτσι και οι εργαζόμενοί τους δικαιούνται να επιστρέψουν στην κανονικότητα.

