Παραβάσεις του ΚΟΚ, που αποτελούν τη νούμερο ένα αιτία πρόκλησης θανατηφόρων ατυχημάτων, από παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη μέχρι και υπέρβαση των ορίων ταχύτητας αναμένεται να εντοπίζουν, μεταξύ άλλων, οι νέες κάμερες – τροχονόμοι που θα εγκατασταθούν το επόμενο διάστημα. Χθες έγινε το πρώτο βήμα, αφού βγήκε σε δημόσια διαβούλευση από την Κοινωνία της Πληροφορίας το τεύχος προκήρυξης του διαγωνισμού για το έργο «Προμήθεια, εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρηση δικτύου καμερών καταγραφής παραβάσεων ΚΟΚ» ύψους 93,8 εκατ. ευρώ χωρίς ΦΠΑ. Περίπου 41,73 εκατ. ευρώ αφορούν το κόστος του εξοπλισμού, ενώ πάνω από 52 εκατ. είναι το κόστος για τις υπηρεσίες εγκατάστασης, δοκιμαστικής λειτουργίας, εκπαίδευσης του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. κ.λπ.
Τα βασικά σημεία του έργου αφορούν την προμήθεια, εγκατάσταση και διαμόρφωση 2.000 καμερών που αξιοποιούν τεχνολογίες ΑΙ σε σημεία στην επικράτεια, αλλά και τουλάχιστον 500 φορητών συσκευών σε λεωφορεία που θα επιλεγούν, σε συνεργασία με τον ΟΑΣΑ, για τον έλεγχο κατάληψης των λεωφορειολωρίδων με δυνατότητα καταγραφής πινακίδων σε πραγματικό χρόνο. Οι σταθερές κάμερες θα εγκατασταθούν σε σημεία που θα προσδιοριστούν κατά τη μελέτη εφαρμογής που οφείλει να εκπονήσει ο ανάδοχος, δυνητικά σε όλη την επικράτεια, με προτεραιότητα να δίνεται σε Αττική, Θεσσαλονίκη και την Περιφέρεια Κρήτης, η οποία κάθε χρόνο μαστίζεται από τον υψηλό αριθμό θανάσιμων τροχαίων. Πάντως, η χωροθέτηση θα γίνει με βάση τις ανάγκες της Τροχαίας. Αυτές θα «κουμπώσουν» με το ενιαίο σύστημα ψηφιακής καταγραφής και διαχείρισης ελέγχων και προστίμων της Τροχαίας, την ψηφιακή ραχοκοκαλιά του έργου, διαγωνισμός που βρίσκεται σε εξέλιξη και βαίνει προς ολοκλήρωση ώστε να προκύψει ανάδοχος. Το έργο θα ψηφιοποιεί πλήρως τη διαδικασία ελέγχου και έκδοσης των προστίμων, προκειμένου να μπει τέλος στην παραδοσιακή πρακτική του σβησίματος των κλήσεων, ενώ θα διαλειτουργεί με υφιστάμενα συστήματα του δημοσίου τομέα, επιτρέποντας και την ψηφιακή υποβολή ενστάσεων. Πάντως, σήμερα, η ταμειακή βεβαίωση και καταγραφή μιας παράβασης μπορεί να διαρκέσει έως και πέντε χρόνια, αναφέρει και η διακήρυξη.

