Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι τα δύο τρίτα των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν μισθούς χαμηλότερους των 1.000 ευρώ και σκιαγραφούν μια μισθολογική πυραμίδα με πολύ «πλατιά» βάση και πολύ στενή κορυφή, δηλαδή πολλές χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και λίγες καλοπληρωμένες. Η κυριαρχία των μικρών επιχειρήσεων που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δημιουργήσουν θέσεις με υψηλές αποδοχές, η έλλειψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η επί χρόνια «παγωμένη» κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, η οποία απορροφά πολύ μεγάλο τμήμα του μεικτού μισθού των εργαζομένων, αποτελούν τα βασικά εμπόδια για την αύξηση των αποδοχών. Η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αρκεί, καθώς δεν περνάει στις αμοιβές άνω των 1.350 ευρώ.

Δύο στους τρεις παίρνουν κάτω από 1.000 ευρώ καθαρά
ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΤΣΙΡΟΥ
Οι δύο στους τρεις εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν λιγότερα από 1.000 ευρώ τον μήνα και αυτή η αναλογία δεν θα αλλάξει αισθητά ούτε μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού που ενεργοποιείται από την προσεχή Τρίτη. Το συγκεκριμένο στατιστικό εύρημα «συμπυκνώνει» το πρόβλημα στην ελληνική αγορά εργασίας στην πλήρη του διάσταση: μια μισθολογική πυραμίδα με πολύ «πλατιά» βάση και πολύ στενή κορυφή (αυτό σημαίνει πολλές κακά πληρωμένες θέσεις εργασίας και λίγες καλά αμειβόμενες), μια αγορά εργασίας με πολλούς «μικρούς» εργοδότες, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα ή τη διάθεση να δημιουργήσουν καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας, αλλά και μια «παγωμένη» εδώ και χρόνια κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, η οποία απορροφά πολύ μεγάλο τμήμα του μεικτού μισθού των εργαζομένων. Η αλλαγή αυτής της εικόνας απαιτεί πόρους δισεκατομμυρίων. Το χέρι στην τσέπη θα πρέπει να βάλουν τόσο οι εργοδότες, προχωρώντας σε αυξήσεις των μεικτών αποδοχών όχι μόνο των 575.000 εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά και των υπολοίπων δύο εκατομμυρίων, όσο και το κράτος το οποίο θα πρέπει να βρει τον δημοσιονομικό χώρο για να χρηματοδοτήσει μια λιγότερο επαχθή φορολογική κλίμακα για τον μέσο εργαζόμενο.
Η μισθολογική πυραμίδα στον ιδιωτικό τομέα, όπως διαμορφώθηκε με βάση τα δεδομένα του Δεκεμβρίου του 2024, δείχνει ότι το 31% των εργαζομένων –περίπου 750.000 άνθρωποι– λαμβάνει λιγότερα από 900 ευρώ μεικτά. Με την αύξηση του κατώτατου μισθού, αυτό το ποσοστό δεν αλλάζει αισθητά. Απλώς μετατοπίζεται μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων προς το άνω μέρος της συγκεκριμένης κατανομής. Στην πραγματικότητα, από το σύνολο των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, το 46% δεν υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ μεικτά, και το 54% σπάει το συγκεκριμένο όριο. Τα ποσά που προαναφέρονται και αποτυπώνονται και στη μισθολογική πυραμίδα, αφορούν τις μεικτές αποδοχές. Εμπεριέχουν δηλαδή και τις ασφαλιστικές εισφορές και τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Τι προκύπτει αν υπολογιστούν τα καθαρά, αφαιρεθούν δηλαδή οι κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές; Οτι περίπου 1,57 εκατομμύρια εργαζόμενοι σε σύνολο 2,39 εκατομμυρίων, το 66% του συνόλου, εισπράττουν το πολύ έως 957 ευρώ καθαρά. Η πυραμίδα καταγράφει ακόμη:
1. 557.291 άτομα που λαμβάνουν καθαρά από 958 ευρώ έως και 1.465 ευρώ (αντιστοιχούν στο 23% του συνόλου).
2. 165.018 ευρώ που εισπράττουν από 1.466 ευρώ έως 2.035 ευρώ (μόλις το 7% του συνόλου) και
3. Μόλις 98.046 άτομα ή το 4% του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα που έχουν έναν μισθό υψηλότερο των 2.036 ευρώ.
Τα νούμερα προκύπτουν από τις εκθέσεις του συστήματος «Εργάνη» και προέρχονται από τις αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλουν οι εργοδότες υποχρεωτικά προκειμένου να καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές. Υπάρχουν παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η πρώτη και βασική είναι η μαύρη και υποδηλωμένη εργασία. Η έκθεση δεν αποτυπώνει τις πραγματικές αποδοχές αυτού που εμφανίζεται να εισπράττει τον βασικό, αλλά λαμβάνει και μερικές εκατοντάδες ευρώ «κάτω από το τραπέζι». Επίσης, δεν συνυπολογίζονται οι παροχές σε είδος οι οποίες δεν δηλώνονται στο σύστημα «Εργάνη».
Μόλις 98.046 άτομα ή το 4% του συνόλου των εργαζομένων έχουν μισθό υψηλότερο των 2.036 ευρώ.
Οι λόγοι για τους οποίους «πλαταίνει» η βάση της μισθολογικής πυραμίδας είναι οι εξής:
1. Τα τελευταία χρόνια, το βάρος έχει πέσει στη μείωση της ανεργίας. Πράγματι, ο αριθμός των «εγγεγραμμένων» στο σύστημα «Εργάνη» γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος, καθώς αυξάνεται ο αριθμός των απασχολουμένων. Ωστόσο οι περισσότερες νέες προσλήψεις αφορούν μισθούς χαμηλότερους των 1.000 ευρώ μεικτά.
2. Η αύξηση του μέσου μισθού τα τελευταία χρόνια έχει τροφοδοτηθεί κυρίως από τις «διοικητικές» αυξήσεις του κατώτατου μισθού και λιγότερο από τις συμφωνίες εργοδοτών και εργαζομένων για γενικές αυξήσεις. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι έχουν λάβει πολύ μικρότερη ποσοστιαία αύξηση από την αντίστοιχη του κατώτατου μισθού. Και αυτή είναι μια παράμετρος «τροφοδότησης» κυρίως των κατώτερων κλιμακίων της μισθολογικής πυραμίδας.
Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έχουν λάβει πολύ μικρότερη ποσοστιαία αύξηση από την αντίστοιχη του κατώτατου μισθού.
Για να τροφοδοτηθούν τα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια απαιτούνται αφενός περισσότερες συμφωνίες εργαζομένων – εργοδοτών για αυξήσεις αποδοχών (σ.σ. π.χ. κλαδικές, επιχειρησιακές ή συλλογικές συμβάσεις ώστε να πάψει η Ελλάδα να είναι ουραγός στην Ευρώπη) και αφετέρου μια «γενναία» τροποποίηση της φορολογικής κλίμακας. Οπως προκύπτει και από τα στοιχεία «αποφορολόγησης», μεικτές αποδοχές 1.500 ευρώ σημαίνουν 1.153 ευρώ καθαρά. Μεικτές αποδοχές 3.000 ευρώ, οδηγούν σε 2.035 ευρώ καθαρά. Δηλαδή ο εργαζόμενος με τις υψηλότερες αποδοχές στη χώρα φτάνει να χάνει πάνω από το ένα τρίτο του ονομαστικού του μισθού εξαιτίας των κρατήσεων για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Για να αυξηθούν οι καθαρές αποδοχές, τρεις είναι οι εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες στο σύνολό τους συνεπάγονται αυξημένο δημοσιονομικό κόστος:
1. Να μειωθεί περαιτέρω ο συντελεστής υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Στον… ορίζοντα υπάρχει μια ακόμη μείωση κατά 0,5%, η οποία θα αφορά κατά το ήμισυ τους εργαζομένους και κατά το ήμισυ τους εργοδότες. Αρα, αυτή η μείωση δεν θα κάνει μεγάλη διαφορά στα «καθαρά» του εργαζομένου.
2. Να τιμαριθμοποιηθεί η φορολογική κλίμακα ώστε να αλλάξουν τα κλιμάκια. Το γεγονός ότι το όριο εφαρμογής του συντελεστή 9% παραμένει και φέτος καθηλωμένο στο επίπεδο των 10.000 ευρώ, είναι ο λόγος για τον οποίο διπλασιάζεται η παρακράτηση φόρου στον δικαιούχο του κατώτατου μισθού.
3. Να μειωθούν οι συντελεστές της φορολογικής κλίμακας και κυρίως οι μεσαίοι και υψηλοί (22%, 28% έως και 44%). Το πρόβλημα εδώ είναι το πολύ μεγάλο δημοσιονομικό κόστος που θα προκαλούσε μια ουσιαστική παρέμβαση.

«Παγωμένοι» οι μεσαίοι μισθοί
ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΣΑΛΟΥΡΟΥ
Εως τους μισθούς των 1.350 ευρώ μεικτά φθάνει η «διάχυση» της αύξησης του κατώτατου μισθού, με αποτέλεσμα όσοι εργαζόμενοι λαμβάνουν υψηλότερες αμοιβές, εντός του 2025 να μη δουν ή να δουν μια σημαντικά μικρότερη αύξηση, που δεν θα ξεπερνάει το 1% με 1,5%. Και μπορεί, όπως προέβλεψε η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως, ο στόχος για μέσο μισθό της τάξης των 1.500 ευρώ να επιτευχθεί νωρίτερα από το 2027, όμως όλες οι μελέτες δείχνουν ότι αυτό θα επιτευχθεί μέσω της διάχυσης της αύξησης αυτής στα εισοδηματικά κλιμάκια που βρίσκονται πολύ κοντά στον κατώτατο.
Πάνω από τα 1.350 ευρώ είναι πολύ πιθανό, εάν δεν υπάρξουν δραστικές παρεμβάσεις στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων, η αύξηση να είναι –εάν υπάρξει– πολύ χαμηλότερη. Κι αυτό, παρότι άλλες μελέτες δείχνουν ότι ο μέσος μισθός των 1.500 ευρώ έπρεπε ήδη να έχει επιτευχθεί.
Μιλώντας στην «Κ» ο νομικός – εργατολόγος Γιάννης Καρούζος εκτιμά πως αν η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ, που ανακοινώθηκε την περασμένη Τετάρτη, αφορά 575.000 εργαζομένους, οι διακυμάνσεις των μέσων μισθών επηρεάζουν πάνω από 1,5 εκατ. μισθωτούς, που έχουν απολαβές από 900 ευρώ και πάνω. Το εύρος βέβαια της επίδρασης του κατώτατου στον μέσο μισθό, ήτοι το πόσο αποτελεσματικό είναι στη χώρα μας το λεγόμενο spillover effect, φαίνεται από τα στοιχεία του 2024 και την αύξηση του κατώτατου κατά 6,4%:
- Εργαζόμενοι με μισθό από 1.000 ευρώ έως 1.100 ευρώ έλαβαν κατά μέσον όρο αυξήσεις της τάξης του 2,8%.
- Εργαζόμενοι με μισθό από 1.100 έως 1.200 ευρώ έλαβαν μέση αύξηση 1,4%.
- Εργαζόμενοι με μισθό από 1.200 έως 1.300 ευρώ, μόλις 1,1%.
Πρόκειται για στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, που διαπιστώνει πως η διάχυση της αύξησης φτάνει περίπου έως το επίπεδο των 1.350 ευρώ. Από εκεί και πάνω οι μισθοί δεν επηρεάζονται καθόλου από την αύξηση του κατώτατου ή επηρεάζονται ελάχιστα.
Σε σύγκριση δε με τα προηγούμενα έτη, η μετακύλιση (passthrough) του κατώτατου μισθού, παρατηρούν οι μελετητές της ΤτΕ, είναι μεγαλύτερη στα εισοδηματικά κλιμάκια κοντά στον κατώτατο μισθό (από 1.000 έως 1.100 ευρώ). Αντιθέτως, η μετακύλιση μειώνεται στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, καθώς μικρότερο μέρος της αύξησης του κατώτατου μισθού μεταφράζεται σε αύξηση του μισθού. Αυτό σημαίνει στην πράξη πως δεν σημειώνονται αυξήσεις σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια –τουλάχιστον όχι ως αποτέλεσμα της αύξησης του βασικού μισθού– όπου πιθανότατα βρίσκεται πιο εξειδικευμένο προσωπικό.
Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και από τη μελέτη του ΚΕΠΕ για τον κατώτατο μισθό του 2025, ενώ παράλληλα το κέντρο καταλήγει στο συμπέρασμα πως εκτός από όσους εισπράττουν μισθούς 900-1.350 ευρώ υπάρχουν και ειδικές κατηγορίες μισθωτών που επηρεάζονται περισσότερο από άλλους από την αύξηση του κατώτατου μισθού:
- Οι εργαζόμενοι στις μικρές επιχειρήσεις.
- Οι γυναίκες.
- Οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις αυξήσεις του 2024 οι μισθοί αυξήθηκαν στις μικρές επιχειρήσεις κατά 8,6%, περισσότερο από την αύξηση του κατώτατου μισθού (6,4%), ενώ στις μεγάλες, επειδή είχαν ήδη μεγαλύτερους μισθούς, κατά 5,1%.
Στον αντίποδα, η απασχόληση στις μικρές επιχειρήσεις, που και λόγω των αυξήσεων του κατώτατου μισθού πιέστηκαν περισσότερο, αυξήθηκε κατά μόλις 1,6%, ενώ στις μεγάλες κατά 5,1%.
Την ίδια στιγμή, οι μισθοί των γυναικών αυξήθηκαν κατά μέσον όρο κατά 0,636 ποσοστιαίες μονάδες για κάθε μια μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού (έναντι 0,59 π.μ. στον γενικό πληθυσμό).
Στη μερική απασχόληση η ελαστικότητα του μέσου μισθού ως προς τον κατώτατο φτάνει στο υψηλό των 0,75 π.μ. για κάθε μονάδα αύξησης των ελάχιστων αποδοχών. Στις μικρές επιχειρήσεις μάλιστα οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση επηρεάζονται ακόμη περισσότερο, καθώς εκεί η αντιστοιχία αυξάνεται σε 0,79 μονάδες αύξησης του μέσου μισθού για κάθε μονάδα αύξησης του κατώτατου.
Σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, εκτός από τη διάχυση της αύξησης του κατώτατου μισθού, καθοριστικό ρόλο στην αύξηση του κατώτατου μισθού διαδραματίζει και ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ομως και σ’ αυτή την περίπτωση τα στοιχεία δεν είναι ενθαρρυντικά για την επίτευξη του στόχου των 1.500 ευρώ το 2027.
Οι επιχειρησιακές συμβάσεις καλύπτουν μόνο ένα μικρό ποσοστό εργαζομένων. Το δεκάμηνο του 2024 υπογράφηκαν 205 επιχειρησιακές συμβάσεις που κάλυπταν 142.374 εργαζομένους και από αυτές οι 132, που κάλυπταν 87.855 εργαζομένους (61,7% του συνόλου), δεν προέβλεπαν κάποια μισθολογική αύξηση, ενώ οι υπόλοιποι 54.519 εργαζόμενοι (38,3% του συνόλου) έλαβαν κατά μέσον όρο αύξηση 2%, αναφέρει η ΤτΕ.
Το δεκάμηνο του 2024 υπογράφηκαν 205 επιχειρησιακές συμβάσεις, που κάλυπταν 142.374 εργαζομένους. Από αυτές, οι 132 δεν προέβλεπαν κάποια αύξηση.
Υπάρχουν βέβαια ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως κυρίως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι σε αρτοποιεία, σε τουριστικά – επισιτιστικά καταστήματα, σε πετρελαιοειδή, στην καπνοβιομηχανία κ.λπ., που καλύπτονται από κλαδική συλλογική σύμβαση και λαμβάνουν σημαντικές αυξήσεις. Σύμφωνα με τον Δείκτη Μισθολογικού Κόστους της Eurostat, το 2023 οι μισθοί και τα ημερομίσθια στον κλάδο του τουρισμού αυξήθηκαν κατά 17,2% και στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά 11,6%, ενώ για το σύνολο της επιχειρηματικής οικονομίας αυξήθηκαν κατά 8,1%. Καταλήγοντας, ο κ. Καρούζος σημειώνει πως είναι πέραν από προφανές πως απαιτείται ειδικό πλέγμα μέτρων με στόχο την ενίσχυση των μισθολογικών απολαβών της μεσαίας τάξης, που λίγο επηρεάζονται από τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού, δουλεύουν χωρίς συλλογικές συμβάσεις εργασίας και βλέπουν τις όποιες αυξήσεις να εξαφανίζονται από το ράλι του πληθωρισμού.
Η πλειονότητα των εργαζομένων δουλεύει χωρίς συλλογικές συμβάσεις εργασίας και «βλέπει» τις όποιες αυξήσεις να εξαφανίζονται από το ράλι του πληθωρισμού.
Ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Σάββας Ρομπόλης, μαζί με τον δρ του Παντείου Βασίλη Μπέτση, σημειώνουν στην «Κ» πως με βάση τους υπολογισμούς τους θα έπρεπε το μέσο επίπεδο των μισθών να ήταν το 2024 στα 1.520 ευρώ και ως εκ τούτου να μην αποτελεί στόχο για το 2027. Στην κατεύθυνση αυτή, δηλώνουν πως απαιτείται. μεταξύ άλλων, η αύξηση της κάλυψης στο 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως αναφέρεται στην οδηγία 2022/2041 για την επάρκεια των κατώτατων μισθών στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

