Ο κρατικός δανεισμός δεν είναι βιώσιμος στις ΗΠΑ και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Υπάρχει επίσης τεράστια πίεση για αύξηση των δαπανών για το κλίμα, την άμυνα και τη γήρανση του πληθυσμού. Κάποιος συνδυασμός υψηλότερων φόρων και πληθωρισμού θα είναι τελικά αναπόφευκτος. Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται σχεδόν αδιάλειπτα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Θα ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ έως το 2030, το υψηλότερο επίπεδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με πρόβλεψη του ΔΝΤ.
Το πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνήσεις δαπανούν περισσότερα από όσα εισπράττουν από φόρους. Ο δανεισμός μπορεί να είναι βιώσιμος μόνο εάν είναι σταθερός ή μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αλλά αυτό ισχύει μόνο εάν το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι ίσο ή μικρότερο από την ονομαστική ανάπτυξη – τον ρυθμό ανάπτυξης μιας οικονομίας πριν από την προσαρμογή στον πληθωρισμό. Στους κόλπους της Ομάδας των 7 πλούσιων χωρών, οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Η.Β. αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα. Τα ελλείμματα των κυβερνήσεών τους προβλέπεται να φτάσουν στο 7,4%, 5,4% και 4,3% του ΑΕΠ αντίστοιχα φέτος, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Στους κόλπους της ομάδας των 7 πλούσιων χωρών οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Η.Β. αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Εν τω μεταξύ, οι βιώσιμοι ονομαστικοί ρυθμοί ανάπτυξης των οικονομιών τους πιθανότατα δεν υπερβαίνουν το 4%, υποθέτοντας ανάπτυξη και πληθωρισμό 2%. Με το χρέος να διαμορφώνεται στο 121%, 113% και 101% του ΑΕΠ αντίστοιχα το 2024, κάτι θα πρέπει να αλλάξει. Τα χρέη των υπόλοιπων χωρών του G7 δεν βρίσκονται σε ανοδική πορεία, επειδή τα ετήσια ελλείμματά τους είναι λίγο-πολύ υπό έλεγχο. Αλλά το χρέος της Ιαπωνίας, που ανέρχεται στο 237% του ΑΕΠ, και της Ιταλίας στο 135% είναι δυσάρεστα υψηλά.
Μόνο η Γερμανία και ο Καναδάς βρίσκονται σε λογικό πλαίσιο. Ενα μη βιώσιμο χρέος δεν οδηγεί απαραιτήτως σε οικονομική κρίση. Οι πλούσιες χώρες έχουν συνήθως πολλά σχοινιά για να κρεμαστούν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες που τυπώνουν τα δικά τους νομίσματα, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία. Σε μικρότερο βαθμό ισχύει για τη Γαλλία και την Ιταλία, οι οποίες πρέπει να ζουν σύμφωνα με τη νομισματική πολιτική που ορίζει η ΕΚΤ. Αλλά ακόμη και αν η μέρα της κρίσης δεν πλησιάζει, ο δανεισμός δεν μπορεί να αυξάνεται για πάντα. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν λίγοι εύκολοι τρόποι για να τον θέσουμε υπό έλεγχον.
Η καλύτερη επιλογή θα ήταν η αύξηση της ανάπτυξης. Αλλά εκτός αν η τεχνητή νοημοσύνη δώσει μια θαυματουργή ώθηση στις οικονομίες τους, οι πλούσιες χώρες φαίνεται πιο πιθανό να επιβραδύνουν τους ρυθμούς τους τα επόμενα χρόνια – κυρίως επειδή ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπονομεύει το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα με τους δασμούς του. Μια άλλη επιλογή είναι η μείωση των κρατικών δαπανών, αλλά υπάρχει μαζική δημόσια αντίσταση σε αυτό.
Απλώς δείτε πώς η Γαλλία αντιστέκεται στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Στην πραγματικότητα, οι «διαρθρωτικές αντιξοότητες» θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες κατά περίπου 3% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με τον Ερικ Νίλσεν, ανώτερο σύμβουλο στην Independent Economics. Τα πιο σοβαρά προβλήματα είναι η γήρανση του πληθυσμού, η οποία αυξάνει το κόστος των συντάξεων και της υγειονομικής περίθαλψης, οι αμυντικές δαπάνες και οι δαπάνες που σχετίζονται με το κλίμα και τις υποδομές.
Ενας ακόμη τρόπος για τον έλεγχο του αυξανόμενου χρέους είναι η «οικονομική καταστολή» – πολιτικές που καταστέλλουν τεχνητά το επιτόκιο που λαμβάνουν οι αποταμιευτές για τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης. Αυτό όμως είναι δυνατό μόνο εάν μια χώρα περιορίζει τις διασυνοριακές ροές κεφαλαίων. Αυτό δεν είναι δυνατό για χώρες όπως η Γαλλία που μοιράζονται το ενιαίο νόμισμα. Λειτουργεί επίσης μόνο εάν μια χώρα έχει πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών.

