Η ενιαία αγορά της Ευρώπης δεν «δουλεύει» στην αγορά εργασίας

Η ενιαία αγορά της Ευρώπης δεν «δουλεύει» στην αγορά εργασίας

Ουραγός η Ελλάδα στην προσέλκυση επαγγελματιών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Λιγότερο από το 4% του παραγωγικού πληθυσμού στις ευρωπαϊκές οικονομίες είναι υπήκοοι άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η περιορισμένη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού ανήκει στους παράγοντες που θεωρείται ότι κρατούν πίσω την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό. Ουραγός εμφανίζεται η Ελλάδα, παρότι αντιμετωπίζει από τα υψηλότερα επίπεδα δημογραφικής γήρανσης και καλείται μάλιστα να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο επενδύσεων· προϋπόθεση το εργατικό δυναμικό και η προσέλκυση ταλέντων.

Σύμφωνα με τη Eurostat, οι χώρες που προσελκύουν τους περισσότερους Ευρωπαίους υπηκόους στις οικονομίες τους είναι το Λουξεμβούργο (40%), η Κύπρος (12%), η Αυστρία (11%) και η Μάλτα (10%). Η Ελλάδα (2%) φιγουράρει στις τελευταίες θέσεις, όπου κατατάσσονται χώρες όπως η Ουγγαρία, η Λετονία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Εκθεση του ΔΝΤ παρατηρεί με τη σειρά της ότι η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας είναι πολύ λιγότερο ολοκληρωμένη από την αγορά εργασίας των ΗΠΑ, γεγονός που περιορίζει την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε ένα ευρύτερο δυναμικό ταλέντων για παραγωγικές δραστηριότητες.

Η χαμηλή κινητικότητα επαγγελματιών στην Ευρώπη –εκτός από τις πολιτιστικές αλλά και τις γλωσσικές αποκλίσεις που εξ ορισμού καταγράφονται στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ιδίως σε τομείς οι οποίοι βασίζονται στην επικοινωνία ή σε εξειδικευμένες γνώσεις– οφείλεται σε εμπόδια όπως η περιορισμένη αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, ο ανεπαρκής συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, η ελλιπής δυνατότητα μεταφοράς των δικαιωμάτων συμπληρωματικής σύνταξης και επιπλέον η προβληματική πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή στέγαση.

Ορισμένες χώρες επιβάλλουν υψηλότερα τέλη για την αναγνώριση, απαιτούν έγγραφα πέραν αυτών που ορίζονται στην ευρωπαϊκή οδηγία, έχουν παρατεταμένες διαδικασίες ή διενεργούν αυθαίρετους ελέγχους που καθυστερούν την αναγνώριση. Εξ ου και, σύμφωνα με το ΔΝΤ, απαιτείται «ένα βελτιστοποιημένο και συνεπές σύστημα αναγνώρισης προσόντων, καθώς πολλοί εργαζόμενοι δεν μπορούν να επωφεληθούν από ευκαιρίες εργασίας σε άλλα κράτη-μέλη, γεγονός που περιορίζει τόσο την προσωπική τους επαγγελματική εξέλιξη όσο και την ευρύτερη οικονομική ολοκλήρωση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση».

Στο μεταξύ, σύμφωνα με επισημάνσεις τεχνοκρατών όπως ο Ενρίκο Λέτα, περίπου 5.400 επαγγέλματα τα οποία καλύπτουν το 22% του εργατικού δυναμικού της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπόκεινται σε κανονισμούς σε όλα τα κράτη-μέλη. Οι επαγγελματίες αυτοί πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής οδηγίας για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων προτού μπορέσουν να αναλάβουν εργασία σε άλλο κράτος-μέλος. Ωστόσο, μόλις 6% των εργαζομένων που μετακινήθηκαν εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης την περίοδο 2017-2019 είχαν διεκπεραιώσει τα συστήματα αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων. Η δυσκολία αυτή θεωρείται ότι αποθαρρύνει τη μετακόμιση ή υποχρεώνει τον εργαζόμενο να αλλάξει επάγγελμα αναλαμβάνοντας ρόλους χαμηλότερης ειδίκευσης, οδηγώντας σε απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου, καθώς επιδεινώνει την αναντιστοιχία δεξιοτήτων.

Αντίστοιχα, όπως παρατηρεί το ΔΝΤ, «η αδυναμία συντονισμού της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία οδηγεί αφενός σε υψηλότερο διοικητικό κόστος και αφετέρου σε αβεβαιότητα σχετικά με την κοινωνική προστασία, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες στη μεταφορά των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ των κρατών-μελών, δημιουργούν σημαντικά εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων». Ειδικότερα, «η ευρωπαϊκή οδηγία αφήνει στα κράτη-μέλη τη βελτίωση της μεταφοράς των θεμελιωμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, γεγονός που στην πράξη αντικατοπτρίζει σημαντικά εμπόδια μέσα από την ετερογένεια των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και πρακτικών».

Σε ό,τι αφορά το στεγαστικό, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι μέσες τιμές κατοικιών στην Ευρωπαϊκή Ενωση αυξήθηκαν κατά 48% την περίοδο 2015-23. Σχεδόν το 11% των νοικοκυριών στις πόλεις και το 7% στις αγροτικές περιοχές αντιμετωπίζουν κόστος στέγασης που υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Η προσιτή τιμή στέγασης επιδεινώνεται από την αναντιστοιχία μεταξύ της ζήτησης για στέγαση σε οικονομικά εύρωστες περιοχές και της ανεπαρκούς κατασκευής νέων κατοικιών, συχνά λόγω περιοριστικών πολιτικών χρήσης γης και ανεπαρκών κινήτρων για την επέκταση της προσφοράς στέγασης. Πρακτικά, η περιορισμένη διαθεσιμότητα οικονομικά προσιτών ενοικιαζόμενων κατοικιών επιδεινώνει τις ελλείψεις στέγασης και αυξάνει το κόστος μετεγκατάστασης – οι ενοικιαστές σε καταλύματα με ελεγχόμενο ενοίκιο παραμένουν στις κατοικίες τους μόνο και μόνο για οικονομικούς λόγους.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η περιορισμένη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού οδηγεί σε επίμονες ελλείψεις εργατικού δυναμικού και σε αναντιστοιχίες δεξιοτήτων στην ευρωπαϊκή και δη στην ελληνική οικονομία, με αρνητικές συνέπειες για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT