Με κεντρικό στόχο την αύξηση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας σταδιακά στο 80% του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και, εκ του αποτελέσματος, τη σταδιακή αύξηση του μέσου μισθού στη χώρα μας, ο οποίος με όρους αγοραστικής δύναμης παραμένει από τους χαμηλότερους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η συμφωνία κοινωνικών εταίρων και υπουργείου Εργασίας αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από τις αρχές του 2026. Βέβαια, ακόμη κι αν ψηφιστεί ο σχετικός νόμος, αυτό δεν σημαίνει πως αυτοδίκαια όλοι οι κλάδοι του εγχώριου επιχειρείν και οι εργαζόμενοι σε αυτούς θα σπεύσουν ή θα υποχρεωθούν να υπογράψουν συλλογική σύμβαση, προκειμένου στη συνέχεια να ισχύσει η επέκτασή της ή και η μετενέργειά της.
«Οι καλύτεροι μισθοί δεν διατάσσονται ούτε νομοθετούνται», δηλώνει στην «Κ» έμπειρος οικονομολόγος που συμμετείχε στο παρελθόν σε πολλές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Για να προσθέσει ότι σε μια θεσμικά και λειτουργικά ευέλικτη, εξατομικευμένη και απορρυθμισμένη πραγματικότητα που χαρακτηρίζει την αγορά εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα, η πρόσφατη κοινωνική συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ της υπουργού Εργασίας Νίκης Κεραμέως και των κοινωνικών εταίρων, δεν αποτελεί πανάκεια και δεν πρόκειται να οδηγήσει αυτόματα στην υπογραφή νέων ΣΣΕ και σε αυξήσεις μισθών.
Aποτελεί, όπως συμφώνησαν όλοι οι συμμετέχοντες σε αυτήν, μια ιστορική ευκαιρία για «επανεκκίνηση» του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα. Οπως όμως δηλώνουν έμπειροι συνδικαλιστές, η συμφωνία διευκολύνει, αλλά δεν υποχρεώνει τους εργοδότες να υπογράψουν συμβάσεις. Αλλά και επιχειρηματίες ξεκαθαρίζουν προς όλες τις πλευρές, πως η εμπιστοσύνη δεν επανέρχεται αυτόματα. Απαιτείται να υπάρξει συνεχής έλεγχος – εγγραφή επιχειρήσεων, πραγματική κάλυψη εργαζομένων, συμμόρφωση στις δεσμεύσεις.
Η συμφωνία αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία για «επανεκκίνηση» του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα. Οπως όμως δηλώνουν έμπειροι συνδικαλιστές, η συμφωνία διευκολύνει, αλλά δεν υποχρεώνει τους εργοδότες να υπογράψουν συμβάσεις.
Οπως επισημαίνουν στην «Κ» οικονομολόγοι, νομικοί και συνδικαλιστές, σε μια ουσιαστικά απορρυθμισμένη και εξατομικευμένη αγορά εργασίας, με πολλαπλές ευελιξίες (κάποιες από τις οποίες νομοθετήθηκαν πρόσφατα) και πλημμελή έλεγχο, η υπογραφή ΣΣΕ δεν φαντάζει και το πλέον εύκολο βήμα προς την κατάκτηση του αρχικού στόχου.
Πολλώ δε μάλλον, όταν οι εγχώριες επιχειρήσεις έχοντας βγει τραυματισμένες μετά την πολυετή δημοσιονομική κρίση, κάποιες πνίγονται ακόμη από τα συσσωρευμένα χρέη του παρελθόντος, ενώ όλες υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να δεσμευθούν σε μια ΣΣΕ που θα προβλέπει σημαντικές αυξήσεις μισθών, αν η παραγωγικότητα δεν το «δικαιολογεί». Η επιχειρηματολογία τους είναι ισχυρή, όταν για παράδειγμα αναφέρουν χαρακτηριστικά πως ένας εργαζόμενος που αμείβεται με 800 ευρώ καθαρά, κοστίζει στον εργοδότη 1.400 ευρώ, λόγω του υψηλού μη μισθολογικού κόστους. Μια συμφωνία που αυξάνει τον βασικό μισθό, αυξάνει δυσανάλογα και το παράπλευρο αυτό κόστος, υποστηρίζουν.
Κάποιες επιχειρήσεις πνίγονται ακόμη από τα συσσωρευμένα χρέη του παρελθόντος, ενώ όλες υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να δεσμευθούν σε μια Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που θα προβλέπει σημαντικές αυξήσεις μισθών, αν η παραγωγικότητα δεν το «δικαιολογεί».
Συχνό επίσης επιχείρημα που χρησιμοποιούν είναι ότι αν μια μικρομεσαία επιχείρηση αυξήσει τους μισθούς σύμφωνα με τη ΣΣΕ, θα χάσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των επιχειρήσεων που δεν εφαρμόζουν τη σύμβαση, υποστηρίζοντας ότι δεν ανήκουν στην εργοδοτική οργάνωση που την υπέγραψε. Πολλές φορές, κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δηλώνουν ότι οι ΣΣΕ τούς «δένουν τα χέρια» και «παγώνουν» την ευελιξία σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων έχουν μη ρεαλιστικές απαιτήσεις σε σχέση με την πραγματική κερδοφορία τους.
Και την ίδια στιγμή το συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας εμφανίζεται αποσυνδεδεμένο από την πραγματική καθημερινότητα των εργαζομένων, λαβωμένο από τις μνημονιακές πολιτικές που μείωσαν θεσμικά την ισχύ των συλλογικών διαπραγματεύσεων και οδήγησαν σε αύξηση των ατομικών συμφωνιών. Γεγονός που εκ των πραγμάτων, σημειώνουν οι ειδικοί, αποδυνάμωσε την ομαδική διαπραγμάτευση, τη μετατόπισε σε ατομικό επίπεδο και μείωσε δραστικά την όποια ισχύ είχαν τα συνδικάτα στο παρελθόν. Σε ένα περιβάλλον μάλιστα που η δομή της ίδιας της απασχόλησης αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς και τους ίδιους τους εργαζομένους (κυρίως τους νέους) να εμφανίζονται πιο ευέλικτοι, να διεκδικούν ατομικά και να δέχονται (όχι κατ’ ανάγκη ως προσωπική επιλογή) να εργαστούν προσωρινά, να υπογράψουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου, να απασχοληθούν ως αυτοαπασχολούμενοι και να αισθάνονται πλήρως αποκομμένοι από το παραδοσιακό συνδικάτο.
Πιο εύκολες η υπογραφή και η επέκτασή τους
H ευκολότερη επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ώστε περισσότεροι εργαζόμενοι να προστατεύονται από αυτές, η δυνατότητα της ΓΣΕΕ να συνάπτει ή να συνυπογράφει κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αλλά και η ισχύς των όρων μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας μετά τη λήξη της και μέχρι τη σύναψη νέας συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας περιλαμβάνονται στην κοινωνική συμφωνία που υπέγραψαν κυβέρνηση, εργοδότες και ΓΣΕΕ. Πρόκειται για μια συμφωνία που επαναφέρει στο προσκήνιο τη συλλογική δράση, δίνει σημαντικές πρωτοβουλίες στη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, προκειμένου να λειτουργεί ως… μπάι πας σε περιπτώσεις που ο δρόμος προς την υπογραφή μιας σύμβασης έχει… φράξει και θέτει πιο καθαρούς κανόνες μεταξύ των επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου, καταπολεμώντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Με τη βοήθεια του γνωστού εργατολόγου – δικηγόρου Γιάννη Καρούζου, η «Κ» επιχειρεί σήμερα να κωδικοποιήσει τη συμφωνία, στην πράξη.
Ας δούμε λοιπόν, αρχικά, τι σημαίνει ότι μια συλλογική σύμβαση εργασίας μετενεργεί μετά τη λήξη της.
Σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι δικαιούνται όλα τα οικονομικά και θεσμικά οφέλη που προβλέπονται από τη ΣΣΕ, ακόμα και όταν αυτή λήξει. Αυτό ισχύει και για τις διαιτητικές αποφάσεις που εκδίδονται από τον ΟΜΕΔ. Οσον αφορά στα θεσμικά οφέλη, αυτά μπορεί να είναι παραδείγματος χάριν: α) ειδικές άδειες που προβλέπονται από τη συλλογική σύμβαση, β) η χορήγηση εξοπλισμού, γ) παροχές όπως το γάλα που προβλέπεται να παρέχεται από πολλές συλλογικές συμβάσεις εργασίας κ.λπ. Ενώ, όσον αφορά στα οικονομικά οφέλη, δεν είναι μόνο ο βασικός μισθός της συλλογικής σύμβασης, αλλά και μια σειρά επιδομάτων, όσα δηλαδή καταβάλλονταν στην ισχύ της. Ο εργοδότης λοιπόν, βάσει της κοινωνικής συμφωνίας, δεν θα έχει το δικαίωμα να καταργήσει μονομερώς αυτά τα επιδόματα και αυτές τις παροχές, όπως το έχει μέχρι σήμερα. Ολα αυτά, βεβαίως, εφόσον ψηφιστεί ο σχετικός νόμος.
– Τι σημαίνει ότι η ΓΣΕΕ θα μπορεί να υπογράφει εθνικές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
– Η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) θα μπορεί ύστερα από αίτημα κάποιου μέλους της, π.χ. κάποιας ομοσπονδίας, να υπογράψει μία κλαδική ΣΣΕ με αντίστοιχο κοινωνικό εργοδοτικό εταίρο, παραδείγματος χάριν με τον ΣΕΒ. Η συλλογική αυτή σύμβαση εργασίας θα υποβάλλεται στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και θα επεκτείνεται υποχρεωτικά σε όλους τους εργαζομένους της χώρας και σε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως αν οι εργαζόμενοι είναι μέλη των σωματείων και ανεξαρτήτως αν οι επιχειρήσεις είναι μέλη της εργοδοτικής οργάνωσης, που έχει υπογράψει τη συλλογική σύμβαση με τη ΓΣΕΕ. Με την ισχύ μιας τέτοιας σύμβασης θα αναπροσαρμόζονται οι μισθοί στο σύνολο των εργαζομένων του κλάδου, που τις περισσότερες φορές λαμβάνουν τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό.
Η ΓΣΕΕ θα μπορεί ύστερα από αίτημα μέλους της, π.χ. κάποιας ομοσπονδίας, να υπογράψει κλαδική ΣΣΕ με εργοδοτικό εταίρο και αυτή θα επεκτείνεται υποχρεωτικά σε όλους τους εργαζομένους.
– Τι σημαίνει να επεκτείνεται η συλλογική σύμβαση εργασίας στους εργαζομένους και στις επιχειρήσεις, όταν η εργοδοτική οργάνωση έχει ποσοστό κάλυψης εργαζομένων 40% και πλέον.
– Σήμερα, υπάρχει η δυνατότητα να επεκτείνεται μια συλλογική σύμβαση εργασίας ή μια διαιτητική απόφαση σε όλες τις επιχειρήσεις και σε όλους τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως αν οι επιχειρήσεις είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων και οι εργαζόμενοι μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων, εφόσον η εργοδοτική οργάνωση έχει εκείνο τον αριθμό των επιχειρήσεων ως μέλη, στις οποίες εργάζεται ποσοστό εργαζομένων πάνω από το 50% του κλάδου. Το ποσοστό θα γίνει 40% και σε μια τέτοια περίπτωση, η συλλογική σύμβαση εργασίας θα υποβάλλεται στο υπουργείο Εργασίας, θα γίνεται ο σχετικός έλεγχος και θα επεκτείνεται. Αυτόματα θα αναπροσαρμόζονται όλοι οι μισθοί από τότε που συντελείται η επέκταση και όχι αναδρομικά.
– Τι σημαίνει η πρόβλεψη το σωματείο που υπογράφει μια συλλογική σύμβαση εργασίας να μπορεί να μην είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο Εργαζομένων (ΓΕΜΗΣΟΕ).
– Υπάρχει απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ακυρώνει την ισχύουσα διάταξη η οποία προβλέπει πως ένα σωματείο για να μπορεί να υπογράψει ΣΣΕ πρέπει να έχει εγγραφεί στο ΓΕΜΗΣΟΕ. Ο νέος νόμος θα προβλέπει ότι ακόμα και αν δεν έχει εγγραφεί στο σχετικό μητρώο, το σωματείο θα μπορεί να υπογράφει ΣΣΕ, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσφύγει στον ΟΜΕΔ ή να ζητεί επέκταση μιας ΣΣΕ, αν δεν έχει εκπληρώσει τη σχετική υποχρέωση.
– Τι σημαίνει η πρόβλεψη σύστασης επιστημονικής επιτροπής στον ΟΜΕΔ, προκειμένου αυτή να ελέγχει τυπικά και ουσιαστικά τις αιτήσεις μεσολάβησης και διαιτησίας.
– Σημαίνει ότι μόλις κατατεθεί μια αίτηση μεσολάβησης ή μια αίτηση διαιτησίας στον ΟΜΕΔ, η τριμελής επιστημονική επιτροπή θα ελέγχει αν τηρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου: για τη μεσολάβηση δηλαδή, αν έχουν αποτύχει οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και για τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία, αν συντρέχουν οι περιπτώσεις του νόμου για τη μονομερή προσφυγή, δηλαδή αν η διαφορά αφορά το δημόσιο συμφέρον και την εθνική οικονομία ή για το αν η διαφορά αφορά επιχειρήσεις ΔΕΚΟ. Ο σχετικός έλεγχος μέχρι σήμερα, για τη διαπίστωση των ανωτέρω, ανήκει στους μεσολαβητές και διαιτητές. Υπάρχει και άλλη πρόβλεψη για τον ΟΜΕΔ που αφορά την κατάργηση της δευτεροβάθμιας επιτροπής διαιτησίας που αποτελούνταν από δικαστές. Καταργείται δηλαδή το στάδιο κατά το οποίο κάποιος προσέφευγε σε αυτήν την επιτροπή, ασκώντας δικαίωμα έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας διαιτητικής επιτροπής. Πλέον, η πρωτοβάθμια επιτροπή θα είναι μοναδική και αυτή θα αποφαίνεται για την έκδοση διαιτητικών αποφάσεων.

