Μια σημαντική ποιοτική διαφοροποίηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια φαίνεται ότι συντελείται στην ελληνική αγορά εργασίας, καθώς η αξιόλογη υποχώρηση της ανεργίας το τελευταίο δωδεκάμηνο δεν ήταν τυχαία.
Οι πρόσφατες μελέτες και τριμηνιαίες εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΙΟΒΕ, αλλά και τα στοιχεία από τις αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλουν οι εργοδότες και επεξεργάζονται ο ΕΦΚΑ και το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη», καταγράφουν σαφείς μετατοπίσεις στην απασχόληση: η μείωση οφείλεται κυρίως στην έντονη ζήτηση εργασίας σε συγκεκριμένους κλάδους, στην αύξηση μισθών στις χαμηλότερες κλίμακες και σε θετικό ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων στον ιδιωτικό τομέα. Τα ευρήματα δείχνουν επίσης ότι η μεταβολή έχει γεωγραφικές και εποχικές όψεις, που δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Αλλωστε, τα αποτελέσματα της σύγκρισης με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ακόμη εξαιρετικά ανησυχητικά. «Ευτυχώς που υπάρχει και η Βουλγαρία», επισημαίνουν στην «Κ» οικονομικοί αναλυτές, για να δείξουν ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε, και μάλιστα με ταχύτερο βηματισμό, αφού «ενώ οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι τρέχουν, εμείς απλώς περπατάμε ευθεία…».
Αν και τα επίσημα στοιχεία που δημοσιοποιεί κάθε χρόνο το υπουργείο Εργασίας σε έναν τόμο – καταγραφή της εγχώριας αγοράς εργασίας δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί και κάθε άλλη ανάλυση ενέχει τον κίνδυνο να επηρεαστεί από την έντονη εποχικότητα που χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά εργασίας, τα στοιχεία για το 2024 και το 2025 δείχνουν ότι η απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται με γρήγορο ρυθμό. Τόσο η ποσοτική όσο και η ποιοτική διάσταση της μισθωτής εργασίας βελτιώνονται, ενώ παράλληλα καταγράφονται σημαντικές διαφοροποιήσεις στη σύνθεση των επαγγελμάτων, των ηλικιακών ομάδων, αλλά και των κλάδων που δημιουργούν νέες θέσεις – και αυτό παρά τις πιέσεις που δέχεται η ελληνική αγορά εργασίας λόγω της δημογραφικής συρρίκνωσης και της έλλειψης εργατικού δυναμικού.
Το ποσοστό ανεργίας έπεσε στο 7,6% τον Σεπτέμβριο (μη εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό) καταγράφοντας μείωση 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024, ενώ συγκριτικά με τον Αύγουστο του 2025 το εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό ανεργίας παρέμεινε σταθερό, σε 8,2%. Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των ανέργων διαμορφώθηκε σε 366.300 σημειώνοντας υποχώρηση της τάξης του 10,3% σε σχέση με ένα έτος νωρίτερα και ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 0,5%, σε 4.423.600 τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους.
Σύμφωνα με την «Εργάνη», τον Σεπτέμβριο του 2025 εργάζονταν στη χώρα μας 2.843.098 μισθωτοί, αριθμός αυξημένος κατά 2,8% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2024 (περίπου +77.000 θέσεις) και κατά 21% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2019 (+502.245 θέσεις).
Η αύξηση αυτή, σε μια περίοδο που η διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού μειώνεται, δείχνει ότι η σημαντική μείωση της ανεργίας οφείλεται πλέον τόσο στην αύξηση της απασχόλησης όσο και στη μείωση των ανέργων (- 440.000 από το 2019 και – 53.000 σε ετήσια βάση) αλλά και στη μείωση του πληθυσμού εκτός εργατικού δυναμικού (- 160.000 από το 2019 και – 20.000 σε ετήσια βάση).
Επίσης, ενίσχυση εμφανίζει και η πλήρης απασχόληση, που τον Σεπτέμβριο ήταν στο 76% έναντι 74% τον ίδιο μήνα του 2024 και κάτω από 68% το 2019.
Η απασχόληση ενισχύεται, αλλά το παραγωγικό μοντέλο δεν έχει αλλάξει. Ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα έφτασε στα 1.376,03 ευρώ μεικτά, με σημαντικές όμως διαφοροποιήσεις και διαιώνιση των ανισοτήτων.
Βεβαίως, οι θέσεις που δημιουργήθηκαν τον τελευταίο χρόνο αφορούν κυρίως ανειδίκευτους εργάτες και χειρώνακτες, μικροεπαγγελματίες, υπαλλήλους γραφείου και χειριστές σταθερών βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Η πλειονότητα των νέων θέσεων είναι δηλαδή χαμηλής εξειδίκευσης, ενώ οι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης, γεγονός που δείχνει ότι το επίπεδο δεξιοτήτων της αγοράς δεν μεταβάλλεται με τους ρυθμούς που απαιτούνται για αλλαγή παραγωγικού μοντέλου.
Εντυπωσιακή είναι η αύξηση της απασχόλησης στις νεότερες ηλικίες, καθώς την πρώτη θέση καταλαμβάνει η ηλικιακή ομάδα 20-24 ετών με αύξηση της τάξης του 9,4% και ακολουθούν οι νέοι 15-19 ετών με 6,8%, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση της απασχόλησης ατόμων άνω των 65 ετών κατά 5,6%. Συνολικά, το 43,71% των ασφαλισμένων είναι έως 39 ετών, ενώ η πλειονότητα (61%) βρίσκεται στις ηλικίες 25-49.
Ο πρωτογενής τομέας θεωρείται ο μεγάλος χαμένος, καθώς συνεχίζει να χάνει εργατικά χέρια, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι από τον Σεπτέμβριο 2024 στον Σεπτέμβριο 2025 έχασε περίπου 65.000 θέσεις εργασίας. Αντιθέτως, ο δευτερογενής τομέας παρουσιάζει θετικό ισοζύγιο (+30.000), κυρίως από τις κατασκευές, με αύξηση της απασχόλησης κατά 14%, και τη μεταποίηση κατά 5%.
Επίσης, ο τριτογενής τομέας των υπηρεσιών δημιουργεί περίπου 90.000 θέσεις, με κυρίαρχο τον κλάδο του εμπορίου, αλλά και αυξήσεις σε επαγγελματικές, τεχνικές και επιστημονικές δραστηριότητες, εκπαίδευση, τέχνες – διασκέδαση και διοικητικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με παλαιότερες μελέτες των ΙΟΒΕ και ΤτΕ, η μείωση της ανεργίας δεν συνδέεται με έναν μόνο κλάδο, αλλά με ένα «μωσαϊκό τομέων», όπου για παράδειγμα χαμηλό και μεσαίο ειδικευμένο προσωπικό υπηρεσιών ζητούν ξενοδοχεία, επισιτισμός και λιανικό εμπόριο, τεχνικές ειδικότητες ζητεί ο τομέας των κατασκευών, νοσηλευτικό και βοηθητικό προσωπικό ζητείται έντονα στον τομέα της υγείας, ενώ άλλες ειδικότητες, όπως IT, τεχνικοί, λογιστές, σύμβουλοι κ.λπ. ζητούνται από επιχειρήσεις επαγγελματικών υπηρεσιών.
Ολες οι αναλύσεις των ιδρυμάτων και φορέων αναγνωρίζουν τον ρόλο της βελτίωσης των εισοδημάτων, κυρίως των χαμηλόμισθων, επηρεάζοντας σημαντικά την αύξηση της απασχόλησης. Ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα έφτασε τα 1.376,03 ευρώ μεικτά, αυξημένος κατά 5,53% σε ένα έτος, με σημαντικές όμως διαφοροποιήσεις και διαιώνιση των ανισοτήτων.
Ετσι, για παράδειγμα, οι μισθοί στις μικρές επιχειρήσεις (κάτω των 10 εργαζομένων) κατά μέσον όρο κινήθηκαν στα 1.023,86 ευρώ έναντι 1.467,39 στις μεγάλες (άνω των 10 εργαζομένων) επιχειρήσεις. Οι μισθοί πάντως παραμένουν ακόμη σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας έχει τον δεύτερο χειρότερο μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μόλις 17.954 ευρώ (στοιχεία 2024) ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία, που είχε μέσο μισθό 15.400 ευρώ, ενώ στην τρίτη χειρότερη θέση ήταν η Ουγγαρία με 18.500 ευρώ. Η αύξηση σε ετήσια βάση είναι μόλις 884 ευρώ ή 5% καθώς το 2023 ο μέσος μισθός ήταν 17.070 ευρώ. Ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ήταν 4,5 φορές χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του Λουξεμβούργου, 3,4 φορές χαμηλότερος από της Ιρλανδίας και 2,2 φορές χαμηλότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό μισθό.

