Το θεμελιώδες πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η έλλειψη προσπάθειας, ταλέντου ή επιχειρηματικότητας. Είναι η αδυναμία δημιουργίας καλών θέσεων εργασίας, που προσφέρουν αξιοπρεπές εισόδημα, σχετική ασφάλεια και προοπτικές εξέλιξης. Και οι καλές δουλειές δεν επιβάλλονται με διατάγματα, δημιουργούνται από καλές επιχειρήσεις.
Μια καλή δουλειά προϋποθέτει μια παραγωγική επιχείρηση που καινοτομεί, επενδύει και ανταγωνίζεται. Ομως η Ελλάδα εξακολουθεί να στηρίζεται σε ένα πέλαγος μικρών, υποκεφαλαιοποιημένων εταιρειών, εκτεταμένη αυτοαπασχόληση, επιχειρηματικότητα επιβίωσης και δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας. Μόλις το 22% των εργαζομένων απασχολείται σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα με πάνω από 50 απασχολουμένους, υπάγεται, δηλαδή, στις μορφές οργάνωσης μιας τυπικής αγοράς εργασίας. Η «κανονικότητα» των προηγούμενων δεκαετιών έχει καταστεί δυσλειτουργική και μη αναπαραγώγιμη. Η πρόκληση δεν είναι απλώς η αύξηση του ΑΕΠ, αλλά η ανασυγκρότηση των θεσμών που στηρίζουν την παραγωγή – και την κοινωνία.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την κρίση χρέους, παρά τη μεγαλύτερη μεταφορά ευρωπαϊκών πόρων στην ιστορία της, η χώρα προβλέπεται να καθηλωθεί σε ρυθμούς μεγέθυνσης και παραγωγικότητας γύρω στο 1%. Οταν οι επιδοτήσεις μειωθούν, ο αντίκτυπος υπό το βάρος του χρέους θα είναι σοβαρός. Η δημογραφική φθορά, ο αφελληνισμός κρίσιμων υποδομών και στρατηγικών πόρων, τα κενά δεξιοτήτων και η ενεργειακή αστάθεια επιδεινώνουν την εικόνα. Ομως η βαθύτερη αιτία βρίσκεται αλλού: στον τρόπο που κατανέμονται κεφάλαιο και εργασία και στους θεσμούς που καθορίζουν αυτές τις αποφάσεις.
Πάρα πολύ κεφάλαιο εξακολουθεί να ρέει προς δραστηριότητες χαμηλής απόδοσης. Οι πιο δυναμικές μικρές επιχειρήσεις –οι δυνητικοί «scalers» της οικονομίας– ασφυκτιούν μέσα σε ένα καθεστώς αδιαφάνειας, γραφειοκρατίας, διαφθοράς και τραπεζικής απροθυμίας. Ετσι, η οικονομία κατακερματίζεται σε λίγες νησίδες δυναμισμού μέσα σε μια θάλασσα στασιμότητας.
Δεν φταίει μόνο το μικρό μέγεθος ή κάποια υποδεέστερη ικανότητα των επιχειρηματιών. Οι μελέτες δείχνουν ότι αν οι γερμανικές εταιρείες λειτουργούσαν υπό το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο, θα ήταν λιγότερο παραγωγικές από τις ελληνικές, ενώ οι ελληνικές, υπό το γερμανικό πλαίσιο, θα πλησίαζαν τη γερμανική απόδοση. Δεν είναι η εφευρετικότητα, αλλά η διακυβέρνηση και οι θεσμοί που καθορίζουν την κατανομή των πόρων και της επιχειρηματικότητας μεταξύ παραγωγής και προσόδων και τελικά την παραγωγικότητα.
Η Πορτογαλία, χώρα παρόμοιας κλίμακας, δείχνει τον δρόμο. Με σταθερές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, δημιούργησε ένα πυκνό οικοσύστημα μεσαίων και εξαγωγικών επιχειρήσεων. Οι Πορτογάλοι εργαζόμενοι παράγουν περίπου 15% περισσότερη προστιθέμενη αξία και 25% υψηλότερη παραγωγικότητα και κερδοφορία από τους Ελληνες ομολόγους τους, παρότι εργάζονται σε επιχειρήσεις παρόμοιου μεγέθους. Καλύπτονται κατά 77% από συλλογικές συμβάσεις σε σχέση με το 20% στη χώρα μας. Ο λόγος; Η διακυβέρνηση.
Η Πορτογαλία υπερέχει στους δείκτες κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, ποιότητας ρυθμιστικού πλαισίου και διαφάνειας. Η Ελλάδα, αντιθέτως, παραμένει χαμηλά στην ποιότητα θεσμών και κράτους δικαίου και υπερέχει στη διαφθορά. Εχουμε χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, αλλά δεν αντισταθμίζουν το διοικητικό χάος, η επιχειρηματική λειτουργία στη χώρα μας θεωρείται η πλέον περίπλοκη στον κόσμο.
Η ελληνική πολιτική οικονομία συνεχίζει να περιστρέφεται γύρω από τη διανομή: ποιος θα λάβει επιδόματα, προνόμια, ελαφρύνσεις και φοροαπαλλαγές ή θέσεις στο Δημόσιο. Η πρόσφατη ΔΕΘ επιβεβαίωσε τον κανόνα. Αυτή η «κανονικότητα» –που οδήγησε στη χρεοκοπία– μπορεί να επιβίωνε σε εποχές εύκολου δανεισμού και ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, αλλά έχει οριστικά παρέλθει. Η επόμενη εποχή απαιτεί αποφασιστική στροφή στην πολιτική της παραγωγής: μια διακυβέρνηση που δίνει προτεραιότητα στην παραγωγική ικανότητα, όχι στην κατανάλωση, θεσμούς που κατανέμουν τους πόρους με βάση την παραγωγικότητα, όχι τις πελατειακές σχέσεις.
Μια καλή δουλειά προϋποθέτει μια παραγωγική επιχείρηση που καινοτομεί, επενδύει και ανταγωνίζεται.
Η βάση κάθε παραγωγικής οικονομίας είναι ένα ικανό κράτος, μια επαγγελματική δημόσια διοίκηση που να στηρίζεται στην εμπειρογνωμοσύνη, στην ψηφιακή επάρκεια και στη λογοδοσία, όχι στην πολιτική πίστη. Μια κεντρική μονάδα συντονισμού για την τομεακή και καινοτομική πολιτική, στελεχωμένη από τεχνοκράτες, θα εξασφάλιζε συνέχεια και συνοχή. Παράλληλα, οι περιφέρειες πρέπει να διαχειρίζονται τους επενδυτικούς πόρους με ευελιξία, αλλά και αυστηρή αξιολόγηση επιδόσεων.
Οι καλές επιχειρήσεις δεν προκύπτουν τυχαία. Αναπτύσσονται μέσα σε οικοσυστήματα που ανταμείβουν την ικανότητα και τη μάθηση. Οι δημόσιοι και ευρωπαϊκοί πόροι πρέπει να κατευθυνθούν σε δημόσιες επενδύσεις, clusters και συμπράξεις επιχειρήσεων με πανεπιστήμια και τοπικές αρχές. Κρίσιμος κρίκος είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης που συνδέεται με τις ανάγκες της παραγωγής.
Ενα Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγικού Μετασχηματισμού θα μπορούσε να συνενώνει κράτος, επιχειρήσεις, συνδικάτα και πανεπιστήμια για να εντοπίζει εμπόδια στην παραγωγικότητα και να σχεδιάζει πολιτικές δεξιοτήτων. Κάθε πρόγραμμα, από επιδοτήσεις έως εκπαίδευση, πρέπει να έχει μετρήσιμα αποτελέσματα και ανεξάρτητο έλεγχο. Μια νέα Αρχή Αξιολόγησης Πολιτικής, υπαγόμενη στη Βουλή, θα διασφάλιζε ότι το δημόσιο χρήμα υπηρετεί παραγωγικούς σκοπούς αντί της πελατειακής πίστης.
Η πώληση κρίσιμων υποδομών προκαλεί εύλογη ανησυχία. Οταν η ιδιοκτησία στρατηγικών πόρων περνάει σε ξένα χέρια, συχνά με εγχώρια χρηματοδότηση, η εξουσία λήψης αποφάσεων μεταφέρεται επίσης στο εξωτερικό. Η κυριαρχία σήμερα δεν χάνεται στα πεδία των μαχών, αλλά στις συμβάσεις. Αν ένα κράτος χάσει τον έλεγχο των υποδομών του, χάνει την ουσία της κυριαρχίας του. Ενας ισχυρός, διαφανής και νομικά θωρακισμένος μηχανισμός ελέγχου στρατηγικών επενδύσεων θα διασφάλιζε το δημόσιο συμφέρον και την εθνική ασφάλεια.
Η δημοσιονομική πειθαρχία, αν και απαραίτητη, δεν αρκεί. Το βιοτικό επίπεδο δεν θα βελτιωθεί μόνο με μειώσεις φόρων ή ελλειμμάτων, αλλά με τη δημιουργία επιχειρήσεων που παράγουν αξία και τη διανέμουν δίκαια μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας – και των θεσμών που τις στηρίζουν.
Η εποχή των άφθονων επιδοτήσεων τελειώνει. Η χώρα πρέπει να επιλέξει αν θα παραμείνει εξαρτημένη από ευρωπαϊκά κεφάλαια, ξένους επενδυτές και πελατειακές σχέσεις, μια εύθραυστη ευημερία για λίγους, έτοιμη να διαλυθεί, ή αν θα οικοδομήσει μια οικονομία βασισμένη στην παραγωγή, στην τεχνολογία, στη θεσμική αξιοπιστία και στην ικανή διακυβέρνηση.
Το μέλλον της Ελλάδας δεν θα κριθεί στις Βρυξέλλες, αλλά στους χώρους των δικών της παραγωγικών επιχειρήσεων. Για να προσφέρει καλές δουλειές, πρέπει πρώτα να χτίσει καλές επιχειρήσεις και για να το κάνει αυτό, να κυβερνηθεί διαφορετικά.
*Ο κ. Ηλίας Κικίλιας είναι οικονομολόγος, διευθυντής Ερευνών ΕΚΚΕ.

