Πριν από δέκα χρόνια συμφωνήθηκε για την Ελλάδα ένα τρίτο πακέτο χρέους ύψους 86 δισ. ευρώ. Καθώς συνδέθηκε με την υποχρέωση επίτευξης ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων, προέκυψε τότε το ερώτημα κατά πόσον το ελληνικό κράτος θα κατάφερνε πράγματι να αποπληρώσει το χρέος, το οποίο ανερχόταν τότε στο 180% του ΑΕΠ.
Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι σήμερα θετική. Με εξαίρεση τα χρόνια της πανδημίας, η Ελλάδα εμφάνιζε κάθε χρόνο πρωτογενές πλεόνασμα. Από το 2021, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται σταθερά με ρυθμούς πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το δημόσιο χρέος μειώνεται και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι χαμηλότερες από αυτές της Ιταλίας και της Γαλλίας. Το 2026, τα δάνεια διάσωσης θα αποπληρωθούν πρόωρα. Η αγορά εργασίας έχει επίσης ανακάμψει.
Ολα αυτά έγιναν δυνατά χάρη σε μια σειρά από επώδυνες μεταρρυθμίσεις. Αρχικά επιβλήθηκαν δραστικές περικοπές στις συντάξεις και αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές. Tα δύο μέτρα συνέβαλαν στην εξυγίανση του ελλειμματικού προϋπολογισμού. Από το 2019, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντικατέστησε τη μηχανιστική αυτή προσέγγιση με μεταρρυθμίσεις πιο φιλικές προς την οικονομία. Εκτός από την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, την ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και τη διευκόλυνση των επενδυτικών διαδικασιών, μείωσε τους φόρους εταιρειών και εισοδήματος – χάρη στην εκτεταμένη μετάβαση στις ηλεκτρονικές πληρωμές, τα έσοδα από τον φόρο επί της προστιθέμενης αξίας σχεδόν εκτοξεύθηκαν.
Ολα βαίνουν καλώς λοιπόν; Οχι ακριβώς. Υπάρχει και η άλλη πλευρά της ιστορίας. Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα στηρίζεται στον τουρισμό και στις κατασκευές. Αν και περισσότεροι άνθρωποι έχουν ξανά δουλειά και εισόδημα, οι μισθοί σε αυτούς τους τομείς είναι χαμηλοί. Ετσι, το σημερινό επίπεδο ευημερίας παραμένει 5% κάτω από το επίπεδο του 2007. Η παραγωγή και οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, που θα επέτρεπαν την καταβολή υψηλότερων μισθών, παραμένουν στάσιμες. Η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας είναι χαμηλότερη από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ.
Επειτα υπάρχουν πλέον και τα πρόσφατα κυβερνητικά σκάνδαλα, τα οποία έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη του λαού στην κυβέρνηση ότι θα καθαρίσει το σύστημα διαφθοράς. Επιμένουν επίσης διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων στο δικαστικό σύστημα. Η εικόνα που διαμορφώνεται δεν αποτελεί πρόσκληση για επενδύσεις και καινοτομίες που θα παραγάγουν προϊόντα υψηλότερης αξίας στην Ελλάδα. Οι επενδυτές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν στην Ελλάδα απρόβλεπτα ρίσκα που τους αποτρέπουν από το να τοποθετήσουν κεφάλαια στη χώρα.
Πώς προκύπτουν τελικά τα δύο αυτά παράλληλα αφηγήματα; H κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκίνησε τη σωστή διαδικασία μεταρρυθμίσεων, αλλά σταμάτησε στη μέση της διαδρομής. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να αξιοποιήσει πραγματικά την ιδιότητά της ως μέλους της Ε.Ε. για να δημιουργήσει θεσμούς που θα διευκολύνουν την υλοποίηση καινοτόμων επενδύσεων. Οι τελευταίες μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Μητσότακη στην αγορά εργασίας φαίνονται αδύναμες. Η εισαγωγή της εξαήμερης εβδομάδας εργασίας ή της 13ωρης εργάσιμης ημέρας είναι μια επιφανειακή αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Δεν θα οδηγήσουν σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ή σε προϊόντα υψηλότερης αξίας – μάλλον το αντίθετο.
Με εξαίρεση τα χρόνια της πανδημίας, η Ελλάδα εμφάνιζε κάθε χρόνο πρωτογενές πλεόνασμα.
Εάν η κυβέρνηση επιθυμεί να φέρει περισσότερη ευημερία στον μέσο πληθυσμό της Ελλάδας, θα πρέπει να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους. Μακροπρόθεσμα, η ευημερία δεν επιτυγχάνεται με το να στριμώχνεις περισσότερους τουρίστες σε ένα νησί, αλλά με τεχνολογικές καινοτομίες που οδηγούν στη δημιουργία προϊόντων υψηλότερης αξίας και κατ’ επέκταση σε περισσότερες εξαγωγές και ανάπτυξη.
Η Ελλάδα διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό για να το πετύχει. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας, η χώρα εκπαιδεύει άριστα τους νέους της και διαθέτει εξαιρετική έρευνα. Ωστόσο, η μεταφορά των ερευνητικών αποτελεσμάτων στον κόσμο των επιχειρήσεων, που καθιστά εμπορεύσιμα τα καινοτόμα προϊόντα, σπανίως συναντάται στην Ελλάδα.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να προωθήσει τρεις σημαντικές μεταρρυθμίσεις για να προσελκύσει τέτοιους επενδυτές: Πρώτον, θα πρέπει να επενδύσει περισσότερο στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Η επιστήμη και η οικονομία θα πρέπει να μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες με πολύ πιο συστηματικό τρόπο από ό,τι μέχρι τώρα – στην Ελλάδα εξακολουθούν να αποτελούν δύο ξεχωριστούς τομείς. Δεύτερον, θα πρέπει να βελτιωθεί η ποιότητα της δημόσιας διοίκησης αλλά και της Δικαιοσύνης. Τρίτον, η κεντρικά λειτουργούσα κυβέρνηση θα πρέπει να αρχίσει να ενσωματώνει την τοπική πολιτική και να κατανέμει τις ευθύνες σε περισσότερους φορείς. Διότι η ελκυστικότητα μιας τοποθεσίας εξαρτάται επίσης από το τοπικό επιχειρηματικό κλίμα.
Η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται ήδη στη μέση της νομοθετικής περιόδου. Το αρχικό ποσοστό αποδοχής του 41% το 2023 έχει πλέον μειωθεί στο μισό. Αυτός είναι ένας επαρκής λόγος για να επιταχυνθεί η τόσο αναγκαία διαδικασία της μεταρρύθμισης. Ειδάλλως, το ελληνικό «θαύμα» θα μείνει μισό· όσο η παραγωγικότητα θα μένει χαμηλή.
*Ο κ. Αλέξανδρος Κρητικός είναι διευθυντής έρευνας και μέλος του Δ.Σ. στο DIW Berlin και καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Πότσνταμ.

