«Παγώνουν» δύο μεταρρυθμίσεις για το ασφαλιστικό

«Παγώνουν» δύο μεταρρυθμίσεις για το ασφαλιστικό

Δεν επανυπολογίζονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης βάσει του προσδόκιμου ζωής και οι εισφορές ελευθέρων επαγγελματιών βάσει του δείκτη ανόδου των μισθών

παγώνουν-δύο-μεταρρυθμίσεις-για-το-563888455
Φόρτωση Text-to-Speech...

Στον… πάγο για μία ακόμη φορά αναμένεται να τεθούν δύο μεγάλες «μεταρρυθμίσεις» των μνημονιακών χρόνων, η σύνδεση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με την πορεία του προσδόκιμου ζωής, αλλά και η αύξηση των εισφορών στους μη μισθωτούς με βάση έναν νέο δείκτη που θα καθορίζεται από την εξέλιξη των μισθών στη χώρα μας.

Πρόκειται για δύο διατάξεις που ψηφίστηκαν σε διαφορετικά στάδια της 10ετούς δημοσιονομικής «περιπέτειας» της χώρας και η εφαρμογή τους θα ανέτρεπε τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ασφαλισμένων.

Η μη εφαρμογή τους, βέβαια, εάν δεν υπάρξουν σημαντικές αναπτυξιακές ενέσεις, ενδέχεται να ανατρέψει την εύθραυστη δημοσιονομική ισορροπία του ασφαλιστικού μας συστήματος.

Στο κυβερνητικό επιτελείο, φαίνεται πως ήδη έχουν ληφθεί οι σχετικές αποφάσεις για «πάγωμα» της αύξησης τόσο των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, που θα έπρεπε να θεσμοθετηθεί το 2026 προκειμένου να εφαρμοστεί, με σταδιακό τρόπο, εντός του 2027, όσο και των εισφορών του 1,4 εκατομμυρίου μη μισθωτών (ελευθέρων επαγγελματιών, αυτοαπασχολουμένων και αγροτών) με βάση τον υπό κατάρτιση δείκτη εξέλιξης μισθών, καθώς στη χειρότερη περίπτωση εκτιμάται πως θα οδηγούσε σε αυξήσεις κοντά στο 5%.

Η μη εφαρμογή των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων, εάν δεν υπάρξει υψηλή ανάπτυξη, ενδέχεται να ανατρέψει την εύθραυστη δημοσιονομική ισορροπία του ασφαλιστικού συστήματος.

Το κόστος, οικονομικό, κοινωνικό αλλά και πολιτικό, φαίνεται πως έχει ήδη αρχίσει να μετριέται, με τα πρώτα στοιχεία να δείχνουν ότι οικονομικά, σε μεσοπρόθεσμη περίοδο, το σύστημα δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα, πολιτικά, το «πάγωμα» των ανατροπών σε όρια ηλικίας και εισφορές επιβάλλεται, καθώς οι συνέπειες των όποιων αποφάσεων θα συνέπιπταν με μια πολύμηνη –έστω άτυπη– προεκλογική περίοδο, ενώ κοινωνικά τόσο οι ασφαλισμένοι που βρίσκονται κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησης, όσο και οι εκατοντάδες χιλιάδες μη μισθωτοί εμφανίζονται ήδη πολύ αναστατωμένοι με τις επικείμενες παρεμβάσεις.

Τι προβλέπουν οι νόμοι

Σύμφωνα με τον νόμο 3863 του 2010, που έμεινε γνωστός ως νόμος Λοβέρδου – Κουτρουμάνη, κυρίως γιατί αποτέλεσε την πρώτη, σκληρή, μνημονιακή παρέμβαση στο ασφαλιστικό, τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα επανακαθορίζονται με βάση τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών, ανά τριετία.

Η αρχή προβλέφθηκε να γίνει το 2021. Μάλιστα, το σχετικό άρθρο 11 του νόμου ορίζει ρητά ότι κατά την πρώτη εκτίμηση των ορίων ηλικίας λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή της δεκαετίας 2010 έως και 2020, με βάση σχετικούς δείκτες που προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) και τη Eurostat.

Κι εδώ έρχεται το πρώτο βασικό επιχείρημα που βαραίνει υπέρ της επανεξέτασης της συγκεκριμένης διάταξης, καθώς πληθαίνουν οι φωνές εντός της κυβέρνησης που επισημαίνουν ότι ο συγκεκριμένος νόμος αφορά το 1ο μνημόνιο και από τότε μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει μεταρρυθμίσεις σχετικά με τα όρια ηλικίας από τα επόμενα (2ο και 3ο) μνημόνια. Ετσι, πλέον, η χώρα μας έχει από τα πλέον υψηλά θεσμοθετημένα όρια ηλικίας.

Το κόστος, οικονομικό, κοινωνικό αλλά και πολιτικό, θα ήταν μεγάλο, καθώς οι συνέπειες των όποιων αποφάσεων θα συνέπιπταν με μια πολύμηνη –έστω άτυπη– προεκλογική περίοδο.

Παράλληλα, και βάσει του νόμου, για να γίνει οποιαδήποτε αύξηση στα γενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, θα πρέπει η διαφορά να είναι πάνω από τα στρογγυλά έτη μεταβολής, δηλαδή εν προκειμένω μεγαλύτερη ή ίση του 1. Δηλαδή, ο νόμος ορίζει ότι η αύξηση του ορίου ηλικίας θα συμβεί, εφόσον η διαφορά του προσδόκιμου ζωής ξεπεράσει το 1 έτος.

Μελέτες που στηρίζονται στη βάση δεδομένων της ευρωπαϊκής στατιστικής αρχής δείχνουν ότι η μεταβολή του προσδόκιμου επιβίωσης στην ηλικία των 65 ετών το διάστημα 2010-2020 ήταν 0,3 έτη, με το προσδόκιμο του 2010 να είναι 19,7 έτη ενώ το προσδόκιμο ζωής του 2020 να είναι 20 έτη. Τι σημαίνει αυτό; Οτι κάποιος που το 2010 ήταν 65 ετών θα ζήσει κατά μέσον όρο 19,7 χρόνια επιπλέον, έως δηλαδή την ηλικία των 84,7 ετών, και αυτός που το 2020 ήταν 65 ετών, θα ζήσει άλλα 20 έτη κατά μέσον όρο, ήτοι έως την ηλικία των 85. Για τον λόγο αυτό, δεν αποφασίστηκε η αύξηση για το 2021.

Για το 2023 το προσδόκιμο ζωής σχετικά με το 2021, πάντα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat, αυξήθηκε 1,1 έτος. Ομως θεωρήθηκε ότι δεν είχε συμπεριληφθεί στα στοιχεία το βαρύ αποτύπωμα που άφησε και στη χώρα μας η πρωτόγνωρη πανδημία της COVID-19. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, αποφασίστηκε και τότε το «πάγωμα» της σχετικής διάταξης. Και πλέον, αναμένουμε τα στοιχεία μεταξύ του 2024 και του 2026 χωρίς ακόμη να έχει ανακοινωθεί το προσδόκιμο ζωής ούτε για το 2024.

Παράλληλα, υπάρχουν εισηγήσεις προς το οικονομικό επιτελείο, σύμφωνα με τις οποίες για να διαφοροποιηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στο τέλος του 2026, θα πρέπει το προσδόκιμο ζωής να σημειώσει αύξηση πάνω από 2 έτη και όχι πάνω από ένα. Και αυτό, γιατί με τον νόμο 4336 του 2015, του 3ου μνημονίου δηλαδή, στο οποίο προσαρτήθηκε ένα μεγάλο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, οδηγηθήκαμε σε αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης από το 2015 και μετά κατά τουλάχιστον 2 χρόνια. Στην πράξη, από την ηλικία των 65 ετών για τη λήψη πλήρους σύνταξης με 15 χρόνια ασφάλισης, πήγαμε στα 67 και από τα 55 με 60 έτη για τη συνταξιοδότηση με 35ετία για μειωμένη σύνταξη, οδηγηθήκαμε στα 62 με 40 χρόνια ασφάλισης. Επομένως, εκτιμάται ότι για να διαφοροποιηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα πρέπει το προσδόκιμο τώρα να σημειώσει αύξηση πάνω από την αύξηση των 2 ετών που επέβαλε ο ν. 4336/2015.

Τέλος, από την επεξεργασία των στοιχείων του συστήματος «Ηλιος» διαπιστώνεται –και αυτό αποτελεί άλλο ένα όπλο σε όσους εκτιμούν ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη του νόμου του 2010– ότι η πραγματική αύξηση των ηλικιών συνταξιοδότησης από το 2015 κι εφεξής έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο από 1 έτος, που είναι η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης στα 65. Αναλυτικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι η πραγματική αύξηση των ορίων ηλικίας είναι ήδη πολύ πάνω από δύο έτη. Και συγκεκριμένα, η αύξηση της γενικής μέσης ηλικία συνταξιοδότησης από 61 το 2015, αυξήθηκε για τους νέους συνταξιούχους σε 65 το 2025, κατά 4 έτη δηλαδή, και της μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης γήρατος (δεν συμπεριλαμβάνονται νέες συντάξεις αναπηρίας και θανάτου) από 60,31 το 2015 σε 67,15, ήτοι κατά 6,74 έτη.

Μία ακόμη μνημονιακή διάταξη, που όμως δεν καταργήθηκε στη συνέχεια, αφορά και τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών για τους μη μισθωτούς, ανά έτος. Οταν ο νόμος Κατρούγκαλου (ν. 4387 του 2016) επέβαλε την πληρωμή εισφορών στο 20% και μάλιστα του συνόλου των εισοδημάτων των ελευθέρων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, προέβλεπε παράλληλα και την αναπροσαρμογή τους, από το 2025 και μετά, με βάση τον δείκτη εξέλιξης μισθών.

Το 2020, ψηφίστηκε νέο σύστημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπως και για τους αγρότες, με τον νόμο 4670 (νόμος Βρούτση). Εως το 2022, οι εισφορές έμειναν σταθερές, ενώ για το 2023 και το 2024 αυξήθηκαν με βάση το ποσοστό αύξησης του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους. Από 1/1/2025 θα έπρεπε, βάσει νόμου, να αυξάνονται κατά το ποσοστό αύξησης του δείκτη μισθών.

Για το τρέχον έτος, ο νέος δείκτης δεν είχε προλάβει να καταρτιστεί, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις των εισφορών να ακολουθήσουν και πάλι, τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (πληθωρισμό). Κάτι, που σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, αναμένεται να συμβεί και το 2026, καθώς όπως αποκάλυψε η «Κ», μια πιθανή χρήση του νέου δείκτη θα οδηγούσε σε αυξήσεις πάνω από 4,5%, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στους ασφαλισμένους.

Ζήτημα βιωσιμότητας

Μακροπρόθεσμα βιώσιμο, και μάλιστα έως το 2070, χαρακτηρίζεται το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AWG 2024). Η Κομισιόν, βέβαια, θέτει κρίσιμες προϋποθέσεις για το εξαιρετικά καλό αυτό σενάριο, καθώς υπογραμμίζει ότι οι παραμετρικές συνιστώσες του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος θα παραμείνουν ως έχουν σήμερα. Δηλαδή δεν θα μεταβληθεί η ασφαλιστική εισφορά του 20% για την κύρια σύνταξη και 6% για την επικουρική σύνταξη, οι συντελεστές αναπλήρωσης δεν θα αυξηθούν και θα διατηρηθεί το 50% αναπλήρωσης για 40 έτη εργασίας, οι συντάξιμες αποδοχές θα υπολογίζονται ως ο μέσος όρος όλου του εργασιακού βίου και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξάνονται ανάλογα με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Υπό το σταθερό αυτό, θεσμικό περιβάλλον, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί από 14,5% του ΑΕΠ το 2023 σε 12% του ΑΕΠ το 2070, θεωρώντας παράλληλα ότι το ΑΕΠ κατά την περίοδο 2023-2070 θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1%.

Για να επιτευχθεί δηλαδή η επιθυμητή αναλογιστική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος, θα πρέπει, και οι εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών να αυξάνονται με βάση τουλάχιστον τις αυξήσεις των ποσών που εισφέρουν ετησίως οι μισθωτοί στο σύστημα (σύμφωνα με την αύξηση του μισθού τους) και τα όρια ηλικίας να αναπροσαρμόζονται. Παραμένει ζητούμενο, λοιπόν, πώς θα αποτυπωθεί μια πιθανή αλλαγή στις δύο αυτές παραμέτρους του ασφαλιστικού, στις μελλοντικές προβολές του συστήματος, καθώς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, μεσοπρόθεσμα, δεν φαίνεται κάποια σοβαρή εκτροπή.

Το δημογραφικό

Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό ρόλο στην όποια αρνητική εξέλιξη αναμένεται να διαδραματίσει και το δημογραφικό πρόβλημα, με το οποίο βρίσκονται μεν αντιμέτωπες οι περισσότερες χώρες, η Ελλάδα όμως βλέπει τους δείκτες γεννήσεων να επιδεινώνονται από χρόνο σε χρόνο. Δεν είναι τυχαία η πρόσφατη έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με την οποία το δημογραφικό πρόβλημα απειλεί εκ νέου τη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, κυρίως δε εξαιτίας της εξάρτησης του συστήματος από τον πρώτο πυλώνα (δημόσιο αναδιανεμητικό σύστημα) και την έλλειψη παράλληλα συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων επαγγελματικής και ιδιωτικής ασφάλισης, τα οποία θα μπορούσαν να απορροφήσουν τους μελλοντικούς κραδασμούς του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος.

Ως μελλοντική απειλή για το σύστημα αντιμετωπίζουν οι οικονομολόγοι και τη μη καταβολή υψηλών εισφορών από τους μη μισθωτούς, καθώς χιλιάδες ασφαλισμένοι, λόγω των επιλογών χαμηλής κλίμακας, η οποία μάλιστα δεν αναπροσαρμόζεται ικανά, εγκλωβίζονται σε πολύ χαμηλές μελλοντικές συντάξεις. Είναι οι ίδιοι ασφαλισμένοι που τα επόμενα χρόνια, ως συνταξιούχοι, θα διαμαρτύρονται για τα χαμηλά ποσά που λαμβάνουν και θα γίνονται δικαιούχοι τακτικών και έκτακτων επιδομάτων, επιβαρύνοντας δυσανάλογα το σύστημα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT