Πρωταγωνιστικό ρόλο για την ελληνική κυβέρνηση και την ελληνόκτητη ποντοπόρο ναυτιλία επιφυλάσσει το εγχείρημα των Ηνωμένων Πολιτειών να ενισχύσουν την ενεργειακή επιρροή τους διεθνώς, επιδιώκοντας απρόσκοπτες εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων και ανακοπή της επιρροής της Κίνας στις θαλάσσιες μεταφορές και την ενέργεια. Ρόλος και θέση που σε περιπτώσεις αδυνατεί να ευθυγραμμιστεί με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το ζήτημα αποτελεί κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, δεδομένης της σημασίας της ελληνόκτητης ναυτιλίας, της θέσης της Ελλάδας έως ενεργειακού κόμβου και της τεχνογνωσίας που η χώρα διαθέτει σε θέματα ναυτιλίας και ναυπηγικής.
Η διελκυστίνδα ισχύος μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου μεταφράστηκε αρχικά σε επιβολή τελών στα αμερικανικά λιμάνια σε πλοία και εταιρείες που συνδέονται με την Κίνα. Κυρίως εταιρείες με μεγάλο αριθμό κινεζικής ναυπήγησης πλοίων. Το Πεκίνο ανταπέδωσε με αιφνιδιαστική επιβολή λιμενικών τελών σε πλοία και ναυτιλιακές που συνδέονται με τις ΗΠΑ. Οπως, εταιρείες των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ή το διοικητικό συμβούλιο ελέγχεται σε ποσοστό 25% και άνω από Αμερικανούς. Πρόκειται για τέλη που επηρεάζουν άμεσα τη γραμμή του κόστους και ως εκ τούτου την οικονομική δραστηριότητα της ναυτιλίας. Οδήγησαν έτσι μεγάλο αριθμό ναυτιλιακών σε κινήσεις προστασίας από τα κινεζικά τέλη, μια και η αχανής ασιατική αγορά αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς πρώτων υλών και έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς μεταποιημένων. Προσαρμόστηκαν και προσαρμόζονται σε μια «ρευστή κατάσταση καλούμενες να διαλέξουν σε ποια σφαίρα επιρροής θα δουλέψουν τα πλοία τους», αναφέρουν χαρακτηριστικά κύκλοι της αγοράς.
Η σθεναρή αυτή κόντρα Πεκίνου – Ουάσιγκτον μεταφέρθηκε όμως και στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ) αυτή την εβδομάδα με δημόσιες δηλώσεις, όχι μόνο των Αμερικανών υπουργών Ενέργειας, Μεταφορών και Εσωτερικών, αλλά και του ίδιου του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που προειδοποιούσαν με σαφή και αυστηρό τρόπο όλα τα κράτη που συμμετέχουν στον οργανισμό να μην υπερψηφίσουν το νέο πλαίσιο μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα (Net Zero Framework – NZF) που υποστήριξαν η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Κίνα, αλλά και άλλα κράτη. «Οι ΗΠΑ δεν θα ανεχθούν αυτή την παγκόσμια πράσινη νέα απάτη φόρου στη ναυτιλία και δεν θα τον εφαρμόσουν με κανέναν τρόπο. Δεν θα επιτρέψουμε αυξήσεις στις τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές ούτε τη δημιουργία μιας νέας πράσινης γραφειοκρατίας που θα σπαταλά τα χρήματά σας στα όνειρά τους», ανέφερε ο Ντόναλντ Τραμπ. Τελικά, ύστερα από μια περιπετειώδη τετραήμερη αντιπαράθεση των κρατών-μελών του ΙΜΟ, η ψηφοφορία αναβλήθηκε για ένα χρόνο.
Μετά τα τέλη στα λιμάνια, η κόντρα Ουάσιγκτον – Πεκίνου μεταφέρθηκε και στο ζήτημα των νέων πράσινων κανονισμών για τους ρύπους των πλοίων.
Το NZF επιφυλάσσει δυσμενή αντιμετώπιση του φυσικού αερίου και ειδικότερα του υγροποιημένου φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα. Μια απόφαση η οποία εφόσον υλοποιηθεί θα έχει αρνητικές επιπτώσεις εκατοντάδων δισ. ευρώ για τις ναυτιλιακές, που έχουν ήδη επενδύσει σε πλοία με καύσιμο το υγροποιημένο φυσικό αέριο, σε συμμόρφωση με τους σχετικούς ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Η αξία των πλοίων αυτών μειώνεται προοπτικά από μια τέτοια εξέλιξη, όπως και οι ναύλοι που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν.
Παράλληλα, το NZF επηρεάζει αρνητικά πολλές περισσότερες μικρότερες ναυτιλιακές λόγω της προβλεπόμενης επιβολής προστίμων για τις εκπομπές άνθρακα, η οποία θα αποτελούσε καίριο πλήγμα στην ανταγωνιστικότητά τους και σε περιπτώσεις ακόμη και στην επιβίωσή τους.
Διεθνείς ενώσεις πλοιοκτησίας αντέδρασαν. Ολόκληρη η παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία, άλλωστε, γνωρίζει ότι αξιόπιστα εναλλακτικά καύσιμα μειωμένων εκπομπών άνθρακα δεν υπάρχουν ακόμη, πόσο μάλλον σε επαρκείς ποσότητες για να κινήσουν τον παγκόσμιο στόλο. Η συνεδρίαση του IMO την Παρασκευή εξελίχθηκε σε θρίλερ, με την ψηφοφορία να καθυστερεί και τελικά να αναβάλλεται για ένα χρόνο. Η Αθήνα, λαμβάνοντας προφανώς υπόψη τα εθνικά συμφέροντα, όπως τη θέση της χώρας ως ενεργειακού κόμβου στη Μεσόγειο, που βρίσκεται σε διαδικασία έρευνας για κοιτάσματα φυσικού αερίου σε περιοχές όπως νοτίως της Κρήτης και κορυφαίο ναυτιλιακό έθνος, είχε επιλέξει –σύμφωνα με πληροφορίες– να απέχει από την ψηφοφορία του ΙΜΟ τηρώντας παράλληλα ίσες αποστάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε., παρά το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες το υποστήριξαν σθεναρά.
Το ενδιαφέρον για ναυπηγεία και LNG
Το ενδιαφέρον της αμερικανικής κυβέρνησης για την ελληνική ναυτιλία και τα ελληνικά ναυπηγεία έχει εκδηλωθεί με σαφήνεια στις επαφές που έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής μεταξύ της ελληνικής και της αμερικανικής κυβέρνησης. Κι αυτό διότι η Ουάσιγκτον επιχειρεί, πρώτον, να διασφαλίσει την ομαλή ροή εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη (υπενθυμίζεται η πρόσφατη δέσμευση της Ε.Ε. για εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων από τις ΗΠΑ αξίας έως και 750 δισ. δολ. κατά την επόμενη τριετία), αλλά και άλλα σημεία του πλανήτη, δεύτερον, να εξασφαλίσει ικανό αριθμό πλοίων σε εφεδρεία για περιπτώσεις κρίσεων –ακόμη και ως ναυλωμένα από τρίτα μέρη, όπως από Ελληνες εφοπλιστές– και, τρίτον, να πετύχει ένα γρήγορο ξεκίνημα της ναυπηγικής βιομηχανίας της, προσελκύοντας και ελληνικών συμφερόντων εταιρείες σε αμερικανικά ναυπηγεία. Παράλληλα επιδιώκει να μειωθεί η επιρροή της Κίνας, τόσο στη ναυπήγηση όσο και στο θαλάσσιο εμπόριο αποκτώντας σταδιακά έναν αξιόπιστο αμερικανικό στόλο. Οι προτεραιότητες αυτές και τα σχέδια υλοποίησής τους βρίσκονται σε γνώση του Μεγάρου Μαξίμου ήδη από την επίσκεψη στην Αθήνα του επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας των ΗΠΑ (National Energy Dominance Council) Νταγκ Μπέργκμαμ – και συζητήθηκαν τόσο στην Αθήνα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον υπουργό Ναυτιλίας Βασίλη Κικίλια κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον. Εκεί ο κ. Κικίλιας συναντήθηκε για δεύτερη φορά με τον Νταγκ Μπέργκμαμ, αλλά και με τον Αμερικανό υπουργό Μεταφορών Σον Ντάφι. Η ατζέντα αυτή των ελληνικών ενεργειακών και ναυπηγικών ζητημάτων έχει άλλωστε συζητηθεί στις ΗΠΑ και με τον υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος Σταύρο Παπασταύρου.

