«Σαφέστατα θα μπορούσε. Αλλά χωρίς να βελτιωθεί το επίπεδο εκπαίδευσης και χωρίς να αναπτυχθεί κουλτούρα γύρω από το ρίσκο, θα συνεχίσουμε να “πανηγυρίζουμε” μόνο κάποια μεμονωμένα success stories. Επίσης, δυστυχώς, δεν βλέπω να παράγουμε έρευνα αιχμής. Δεν υπάρχει στοχευμένη πολιτική και πρόθεση να κάνουμε έρευνα αιχμής σε 3-4 στρατηγικούς τομείς».
Αυτήν την απάντηση δίνει στην «Κ» ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, εταίρος στο ελληνικό επενδυτικό κεφάλαιο Marathon Venture Capital, ερωτηθείς εάν ο κλάδος των νεοφυών επιχειρήσεων θα μπορούσε να αποκτήσει ένα μέγεθος ικανό, ώστε να συμβάλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Cisco, CNH Industrial, αλλά και το αμερικανικό private equity Carlyle Group, συγκαταλέγονται στη λίστα εκείνων που εξαγόρασαν ή επένδυσαν σημαντικά ποσά σε εταιρείες τεχνολογίας, τις οποίες προηγουμένως είχε το ελληνικό fund χρηματοδοτήσει. Ανάμεσα σε αυτές, η εταιρεία κυβερνοασφάλειας Hack the Box και η Augmenta, εταιρεία αγροτεχνολογίας από τον Βόλο. Aυτή την περίοδο, ο κ. Παπαδόπουλος «σκανάρει» την αγορά για να βρει, μαζί με τον συνεργάτη του, Γιώργο Τζιραλή, νέες καινοτόμους ιδέες. Τον Μάιο ανακοίνωσαν τη δημιουργία ενός τρίτου επενδυτικού κεφαλαίου ύψους 75 εκατ. ευρώ, και σύντομα θα κλείσουν νέα επένδυση σε εταιρεία που αναπτύσσει τεχνολογία για την ασφάλεια γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη. «Επενδύουμε σε όσους, με μοχλό την τεχνολογία, έχουν το πάθος να βρουν λύσεις σε προβλήματα της ανθρωπότητας. Οσους επιθυμούν να τρέξουν πιο γρήγορα από τους ανταγωνιστές και να αποκτήσουν άμεσα πολλούς πελάτες», αναφέρει στην «Κ», περιγράφοντας το προφίλ εκείνου που θα λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης του. «Πλέον, με το νέο fund έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε deal παντού. Ωστόσο, η βασική μας στόχευση θα είναι ελληνικές εταιρείες. Χρειαζόμαστε ένα οικοσύστημα που θα παράγει αξία για την ίδια τη χώρα».
Σε ρομποτική, ενέργεια, τεχνητή νοημοσύνη και λογισμικό για τη βιομηχανική παραγωγή το ενδιαφέρον για επενδύσεις.
Αν και διακρίνει ευκαιρίες στην Ελλάδα, ανησυχεί για την απουσία επιχειρηματικότητας σε νέους 20 ετών, αλλά και για το γεγονός πως ο πληθυσμός τους τα τελευταία χρόνια συρρικνώνεται. «Για παράδειγμα στο Σαν Φρανσίσκο στήνουν επιχείρηση από τα 16. Δεν σημαίνει πως θα πετύχουν, αλλά στύβουν το κεφάλι τους για να κάνουν πράγματα στον τομέα της επιχειρηματικότητας», αναφέρει. «Δεν αρκεί μόνο μία εταιρεία, ούτε ένα fund για να αποφέρει ο κλάδος των startup οφέλη στην ελληνική οικονομία. Χρειαζόμαστε είκοσι καλές εταιρείες τεχνολογίας και τουλάχιστον πέντε ενεργά επενδυτικά κεφάλαια», επισημαίνει.
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά την ανάπτυξη του κλάδου των startups στην Ελλάδα, σε τι στάδιο βρίσκεται σήμερα; «Σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρούμε πως οι χρηματοδοτήσεις βρίσκονται σε χαμηλό δεκαετίας, έπειτα και από την αθρόα άντληση κεφαλαίων από εταιρείες τεχνολογίας κατά τη διετία 2020-2021. Παράλληλα, βλέπουμε πως διοχετεύονται τεράστιοι όγκοι κεφαλαίων σε ελάχιστες εταιρείες που ξεχωρίζουν, όπως οι Open AI, Anthropic και Databricks», εξηγεί. «Στην Ελλάδα έχουμε μία πρωτοφανή δημιουργία επενδυτικών κεφαλαίων, λόγω ορισμένων καλών αποεπενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2021-2023. Ωστόσο, δεν βλέπουμε αύξηση των επενδύσεων σε startups που διατηρούν παρουσία στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώνουμε, παρατηρούμε έναν σταθερό αριθμό χρηματοδοτήσεων, γύρω στις 70 τον χρόνο. Αυτό σημαίνει πως ο σχηματισμός νέων εταιρειών δεν έχει αυξηθεί». Από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα, οι ελληνικές startups έχουν αντλήσει 208 εκατ. δολ. από 37 Ελληνες και διεθνείς επενδυτές, έναντι 393 εκατ. δολ. πέρυσι όλη τη χρονιά.
Ανάμεσα στους τομείς που παρουσιάζουν ενδιαφέρον ξεχωρίζει τη ρομποτική, την ενέργεια, την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και το λογισμικό για τη βιομηχανική παραγωγή. «Για να βρουν όμως αυτοί οι τομείς πεδίο εφαρμογής, η οικονομία χρειάζεται να στηρίζεται σε βιομηχανίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, όχι σε επιχειρήσεις που πωλούν καφέδες».

