Στο πλαίσιο της παρουσίασης του προγράμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήρθε ξανά στο προσκήνιο η συζήτηση για την επαναφορά του νόμου 389/2010 για την προστασία της κύριας κατοικίας.
Είναι λοιπόν καθήκον μου, από τη θέση της γενικής γραμματέως Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, να δώσω κάποια στοιχεία για την εξέλιξη του νόμου αυτού και τι επίδραση είχε στην πορεία του ιδιωτικού χρέους στη χώρα.
Κατ’ αρχάς οφείλουμε να μην παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο νόμος 3869/2010 ή αλλιώς ο περίφημος «νόμος Κατσέλη» (καθότι θεσμοθετήθηκε επί υπουργίας της κ. Κατσέλη) κατά τη χρονική περίοδο που θεσμοθετήθηκε είχε μια ιστορική αναγκαιότητα: η ένταση της κρίσης, η άμεση και απότομη απώλεια εισοδημάτων στον ελληνικό πληθυσμό υπαγόρευε την άμεση λήψη μέτρων για τη διευθέτηση του διαφαινόμενου τότε ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους. Πώς λειτουργούσε ο νόμος αυτός; Με απλά λόγια, έδινε άμεση παύση πλειστηριασμών μόνο με την κατάθεση της αίτησης στο δικαστήριο, ενώ μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα όφειλε ο δικαστής με ταχεία διαδικασία να ορίσει «προσωρινές καταβολές» μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση και να αποφανθεί οριστικά το δικαστήριο. Ποια η ρύθμιση που χορηγούσε; Ο οφειλέτης για να μπορέσει να διασώσει την πρώτη κατοικία του όφειλε να αποπληρώσει την αξία αυτής σε μηνιαίες δόσεις που εκτείνονταν στα 20 έως 35 έτη, ενώ τυχόν λοιπή περιουσία του όφειλε να ρευστοποιηθεί. Λοιπές οφειλές πέραν της αξίας αυτής υπόκειντο σε διαγραφή. Να σημειωθεί ότι ο νόμος αφορούσε μόνο πρόσωπα που δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα (καθώς για τους εμπόρους προβλεπόταν η διαδικασία της πτώχευσης, χωρίς φυσικά ρήτρες για διάσωση πρώτης κατοικίας).
Απλός λοιπόν στη σύλληψή του ο νόμος και φαινομενικά δίκαιος, καθώς δεν «χάριζε» την αξία της πρώτης κατοικίας, αλλά απαιτούσε την αποπληρωμή της σε μηνιαίες δόσεις. Ωστόσο είχε τρεις πολύ βασικές αδυναμίες:
1ον. Δεν προέβλεπε την άρση του τραπεζικού και του φορολογικού απορρήτου. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να συρρεύσουν με αιτήσεις χιλιάδες δανειολήπτες, που αν και είχαν την οικονομική δυνατότητα, προτιμούσαν να λάβουν ένα κούρεμα της οφειλής τους (και ποιος δεν θα ήθελε άλλωστε). Πέραν αυτού, συνέρρευσαν και δανειολήπτες που είχαν την εμπορική ιδιότητα, αν και γνώριζαν ότι η οριστική απόφαση θα τους έθετε εκτός υπαγωγής του νόμου, απλώς για να πάρουν ανάσα στην αποπληρωμή. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σύνολό τους κατατέθηκαν περίπου 480.640 αιτήσεις σε αυτόν τον νόμο, οι οποίες απολάμβαναν άμεσα αναστολή καταδιωκτικών μέτρων και πλειστηριασμών και «προσωρινές καταβολές» μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, όπου και θα κρινόταν η υπαγωγή στον νόμο ή όχι (όπου ως προσωρινή καταβολή ήταν συνήθως ένα πολύ μικρό ποσό σε σχέση με τη μηνιαία δόση).
2ον. Ο προσδιορισμός της δικασίμου γινόταν συνήθως σε χρονικό ορίζοντα δέκα και πλέον ετών από την κατάθεση της αίτησης. Με άλλα λόγια, οι δανειολήπτες για όλο αυτό το χρονικό διάστημα απολάμβαναν εξαιρετικά χαμηλή δόση και απόλυτη προστασία κατά πλειστηριασμών, καθώς η υπόθεσή τους για το αν θα πάρουν τελικά την υπαγωγή στον νόμο με αποπληρωμή της αξίας της κύριας κατοικίας και απαλλαγή από τυχόν υπόλοιπα θα κρινόταν σε βάθος δεκαετίας.
3ον. Με δεδομένες τις μεγάλες (συχνά υπερδεκαετείς) καθυστερήσεις στη δικάσιμο, ο νόμος αυτός προσέφερε προσωρινή προστασία και δεν διευθετούσε σύντομα την κατάσταση ώστε να ξεκαθαρίσει άμεσα το τοπίο στο ιδιωτικό χρέος και στους δικαιούχους υπαγωγής, αλλά μετέθετε το πρόβλημα σε μεταγενέστερο χρόνο, δηλαδή στην έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου. Μάλιστα, σε περίπτωση μη υπαγωγής στον νόμο ο δανειολήπτης βαρύνεται με τους τόκους υπερημερίας όλης της περιόδου αυτής, με αποτέλεσμα η απόφαση μη υπαγωγής να είναι καταστροφική, καθώς βρίσκεται απότομα σε μια κατάσταση μη βιώσιμου χρέους.
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών δίνει τα ωφελήματα του ν. Κατσέλη χωρίς τις παθογένειες αυτού.
Τι αποτελέσματα όμως επέφερε ο εν λόγω νόμος στο ιδιωτικό χρέος; Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους: δείκτες εξαιρετικά διογκωμένοι στην υπερχρέωση, σε επίπεδα ιστορικά υψηλά. Το 2016-2017 ο δείκτης κόκκινων δανείων στις ελληνικές τράπεζες ξεπέρασε το 49%, πράγμα που σημαίνει ότι ένα στα δύο δάνεια που είχαμε στην οικονομία ήταν κόκκινο και η Ελλάδα ήταν η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στην Ευρώπη. Η αύξησή τους ξεκίνησε σταδιακά από το 2009 και μέχρι το 2016-2017 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είχαν ισοσκελίσει τα ενήμερα και μάλιστα το 2018 τα είχαν ξεπεράσει. Εν συνόλω, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια το 2018 έφτασαν στα 99,7 δισ. ευρώ. Χωρίς καμία αμφιβολία, η ανωτέρω περιγραφείσα κατάσταση με την αδυναμία λήψης καταδιωκτικών μέτρων και την ελάχιστη καταβολή, σε συνδυασμό με τη συρροή αιτήσεων, ακόμη και από δανειολήπτες που είχαν τη δυνατότητα αποπληρωμής του δανείου τους, συντέλεσε στα νούμερα αυτά.
Αλλά και τα αποτελέσματα του ν. 3869/2010 μας δίνουν ασφαλές συμπέρασμα: Ποσοστό περί του 40% των αιτήσεων κρίθηκαν ότι δεν μπορούν να λάβουν τη ρύθμιση του νόμου, ή αλλιώς περί τις 200.000 περιπτώσεις οι οποίες μετά από χρόνια που εκδικάστηκαν δεν πήραν προστασία, αλλά αντιθέτως ήρθαν αντιμέτωπες με μη βιώσιμη οφειλή, επιβαρύνοντας έτσι κατά πολύ τόσο τον προσωπικό όσο και τον «συλλογικό» λογαριασμό.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση διογκωμένου χρέους, ήρθε ως προληπτικό μέτρο ο εξωδικαστικός μηχανισμός. Τι προσφέρει; Αποπληρωμή της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που διαθέτει ο οφειλέτης με μηνιαίες δόσεις που εκτείνονται έως τις 240 και διαγραφή του μέρους της οφειλής που δεν μπορεί να αποπληρωθεί στη βάση του «ενεργητικού». Με άλλα λόγια, ο εξωδικαστικός αποτελεί το καλύτερο «ζύγι» μεταξύ ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη διαγράφοντας το παθητικό που δεν υποστηρίζεται από ενεργητικό, δίνοντας έτσι μια ρεαλιστική και κοινωνικά δίκαιη λύση στο ιδιωτικό χρέος. Μάλιστα, η πρόσφατη διεύρυνση των ορίων υποχρεωτικότητας ως προς τη χορήγηση πρότασης στους επιλέξιμους δανειολήπτες της μεσαίας τάξης δίνει μια ουσιαστική απάντηση στον προβληματισμό των νοικοκυριών για τη διευθέτηση του ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους. Με απλά λόγια, δίνει τα ωφελήματα του ν. Κατσέλη χωρίς τις παθογένειες αυτού (καθώς η λύση είναι εντός δύο μηνών, με αυτοματοποιημένο τρόπο και κατόπιν άρσεως τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου και αυτοματοποιημένης συγκέντρωσης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού).
Τα νούμερα ομοίως μιλούν από μόνα τους: Από το 2018 το ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του συνολικού ιδιωτικού χρέους έχει παρουσιάσει σημαντική μείωση άνω των 12 ποσοστιαίων μονάδων, κλείνοντας σε 58,6% το Q1 2025 (από 70,8%), δείχνοντας έτσι την ουσιαστική αποκατάσταση όσον αφορά την εύρυθμη εξυπηρέτηση των οφειλών. Παράλληλα βλέπουμε την τελευταία τριετία (από το 2021 και μετά) να μειώνεται το «κόκκινο» στοκ δανείων στους servicers και μάλιστα έχουν αρχίσει να διατηρούν και ενήμερα δάνεια πλέον στα χαρτοφυλάκιά τους. Χαρακτηριστικά, το 2021 έκλεισε με 79,7 δισ. ευρώ, το 2022 με 70,7 δισ., ενώ σήμερα είμαστε στα 67,1 δισ., μετά από νέα μεταφορά δανείων από τις τράπεζες μέσω του προγράμματος «Ηρακλής». Επομένως υπάρχει σταδιακή βελτίωση, με αποκατάσταση κόκκινων δανείων ή και ρύθμιση προκειμένου να «θεραπευτούν» και να σταματήσουν να χαρακτηρίζονται μη εξυπηρετούμενα. Παράλληλα, οι εταιρίες διαχείρισης πραγματοποιούν κατά μέσον όρο ρυθμίσεις οφειλών ύψους 300 εκατ. ευρώ ανά μήνα.
Αδιαμφισβήτητα και ο πιο σκεπτικιστής οφείλει να παραδεχθεί ότι σε ένα τόσο δύσκολο πεδίο όπως είναι το ιδιωτικό χρέος έχουν γίνει σημαντικότατα βήματα, τα οποία επέδειξαν απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Σαφώς δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός, καθώς το ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό χρέος αποτελεί ένα κοινωνικό πρόβλημα, ωστόσο τα θεσμοθετημένα εργαλεία του κράτους λειτουργούν σωστά και αποτελεσματικά.
*Η κ. Θεώνη Αλαμπάση είναι γενική γραμματέας του Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.

