Το πολιτικό δράμα σε Γαλλία και ΗΠΑ εντείνει την ήδη πολύ υψηλή αβεβαιότητα με την οποία είναι αντιμέτωπες η παγκόσμια οικονομία και οι αγορές, σε μια χρονιά που τα σοκ δεν έχουν λείψει.
Η προσπάθεια του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να απομακρύνει το στέλεχος της Fed, Λίζα Κουκ, εγείρει πρωτοφανή ερωτήματα για την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και την ισορροπία δυνάμεων, ενώ στη Γαλλία η ψήφος εμπιστοσύνης που ζήτησε ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού αναδεικνύει την εύθραυστη πολιτική κατάσταση και τις δημοσιονομικές προκλήσεις που ταλανίζουν, όχι μόνο τη Γαλλία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Οι αγορές αντέδρασαν σχετικά ψύχραιμα, χωρίς πανικό, ωστόσο οι αναλυτές επισημαίνουν πως σύντομα δεν θα μπορέσουν να αγνοήσουν τις σημαντικές επιπτώσεις που απορρέουν από αυτές τις εξελίξεις, με τους «τιμωρούς των ομολόγων» –vigilantes όπως έχουν χαρακτηριστεί– να καραδοκούν, απειλώντας με εκτόξευση τα κόστη δανεισμού διεθνώς.
Και δεν είναι μόνο η Γαλλία ή οι ΗΠΑ. Το Ηνωμένο Βασίλειο βιώνει τη δική του δημοσιονομική κρίση, με δίδυμα ελλείμματα, αυξημένα επιτόκια δανεισμού και ανησυχίες για την ικανότητα της κυβέρνησης να εξυπηρετήσει το χρέος. H Ιαπωνία, η τρίτη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων στον κόσμο, είναι επίσης αντιμέτωπη με τις ισχυρές πιέσεις της αγοράς, καθώς η Τράπεζα της Ιαπωνίας μειώνει σταδιακά τις αγορές τίτλων, ενώ δέχεται αυξανόμενη πίεση για σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής και οι ανησυχίες για το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα εντείνονται.
Oι «τιμωροί των ομολόγων», οι vigilantes όπως έχουν χαρακτηριστεί, καραδοκούν, απειλώντας με εκτόξευση τα κόστη δανεισμού διεθνώς.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αποδόσεις των πολύ μακροπρόθεσμων ομολόγων διεθνώς, διάρκειας 30 ετών, εκτοξεύτηκαν την περασμένη εβδομάδα, με αυτά σε χώρες της Ευρωζώνης, όπως Γερμανία και Γαλλία να αγγίζουν τα υψηλότερα επίπεδα από την κρίση χρέους, στη Βρετανία τα υψηλά 25ετίας και το 30ετές κόστος δανεισμού στην Ιαπωνία να διαμορφώνεται σε επίπεδα ρεκόρ. Η αύξηση των αποδόσεων αποτελεί πονοκέφαλο για τις κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν υψηλότερες ανάγκες δαπανών και ήδη υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους – ακριβώς τη στιγμή που προετοιμάζονται να εκδώσουν περισσότερα ομόλογα από τον Σεπτέμβριο.
Στο επίκεντρο αυτή τη στιγμή είναι η Γαλλία. Ο πρωθυπουργός Μπαϊρού θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στις 8 Σεπτεμβρίου, μετά την αντίδραση της αντιπολίτευσης στο μείγμα περικοπών δαπανών και αυξήσεων φόρων ύψους 44 δισ. ευρώ που προωθεί. Ο Μπαϊρού αναμένεται ευρέως ότι θα αναγκαστεί να παραιτηθεί. Αυτό φέρνει δύο δύσκολες επιλογές στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν: είτε να διορίσει νέο πρωθυπουργό –κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ακόμη εύθραυστη μειοψηφία– είτε να προκηρύξει νέες εκλογές. Και οι δύο «δρόμοι» υποδηλώνουν περαιτέρω αβεβαιότητα σχετικά με τη διακυβέρνηση, τις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό και τη δημοσιονομική μεταρρύθμιση.
Το πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας είναι ασταθές από τότε που ο Μακρόν έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία το 2024. Ο κατακερματισμός έχει εμποδίσει τη δημοσιονομική μεταρρύθμιση, ακόμη και καθώς η Γαλλία αντιμετωπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. και τα αυξημένα επίπεδα χρέους. Αυτή η ψήφος εμπιστοσύνης σηματοδοτεί τη δεύτερη πρόκληση για έναν Γάλλο πρωθυπουργό σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Η Γαλλία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων της περιοχής, ενώ αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα τρίτο του πανευρωπαϊκού χρηματιστηριακού δείκτη των blue chips, του Euro Stoxx 50. Η παρατεταμένη πολιτική δυσλειτουργία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το ευρύτερο ευρωπαϊκό κλίμα κινδύνου – ειδικά εάν διευρυνθούν οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους. Οι ισχυρές πιέσεις που δέχτηκαν τα γαλλικά ομόλογα την περασμένη εβδομάδα υπογραμμίζουν τα αυξανόμενα ασφάλιστρα δημοσιονομικού κινδύνου, υποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές θα ζητούν υψηλότερη «αποζημίωση» για τη διακράτηση ομολόγων, δηλαδή θα προκαλέσουν υψηλότερο κόστος δανεισμού και αυτό αφορά ολόκληρη την Ευρωζώνη και όχι μόνο τη Γαλλία.

Οπως επισημαίνει η Goldman Sachs, η νέα πολιτική κρίση στη Γαλλία υπενθυμίζει στους επενδυτές το πόσο ευάλωτη είναι, όχι μόνο η Γαλλία αλλά και η Ευρώπη συνολικά, δεδομένης της εύθραυστης δημοσιονομικής κατάστασης ορισμένων οικονομιών.
Η γαλλική πολιτική θα συνεχίσει να ασκεί πίεση στα spreads των ευρωπαϊκών ομολόγων, όπως σχολιάζει η Citigroup. Την προηγούμενη εβδομάδα το γαλλικό spread έναντι της Γερμανίας έφτασε τις 80 μονάδες βάσης και στα υψηλότερα επίπεδα από τον Απρίλιο, ενώ η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Γαλλίας αυξήθηκε στα υψηλότερα επίπεδα από τον περασμένο Μάρτιο, στο 3,53%. Οι αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων έχουν πλέον ξεπεράσει τις αποδόσεις όλων των ομολόγων της περιφέρειας πλην της Ιταλίας, η οποία ωστόσο πλησιάζει. Ειδικότερα, τα γαλλικά ομόλογα είναι 9 μ.β ακριβότερα από τα ελληνικά, 20 μ.β. από τα ισπανικά, 35 μ.β. ακριβότερα από τα πορτογαλικά και μόλις 10 μ.β. φθηνότερα από τα ιταλικά.
Κατά τη Citi, εάν η Γαλλία οδηγηθεί σε εκλογές η πορεία του γαλλικού χρέους/ΑΕΠ θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια, ενώ εκτιμά πως σύντομα και τα ιταλικά ομόλογα θα «νικήσουν» τα γαλλικά. Οι πρόωρες εκλογές, όπως υπολογίζει, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εκτόξευση των γαλλικών spreads προς τις 90-95 μονάδες βάσης και σε επίπεδα που είχαν βρεθεί κατά την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, ενώ ανάλογη εκτίμηση έχουν Société Générale και Barclays. Σε περίπτωση μάλιστα που υπάρξει παραίτηση του Μακρόν, τότε το γαλλικό spread θα εκτοξευθεί στις 120-125 μ.β., παρασύροντας και τα spreads των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης κατά 10-20 μ.β. υψηλότερα.
Οι πιέσεις Τραμπ στη Fed
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, φέτος έχουν προκύψει πολλά ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της Fed, της σημαντικότερης νομισματικής αρχής στον κόσμο, καθώς ο Τραμπ επέκρινε επανειλημμένα τον πρόεδρό της, Τζερόμ Πάουελ, ενώ την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσε ότι «απολύει» ένα στέλεχός της, τη Λίζα Κουκ. Ενώ προηγούμενοι πρόεδροι των ΗΠΑ, όπως ο Τζόνσον και ο Νίξον, είχαν ασκήσει πιέσεις στη Fed για πολιτικές αποφάσεις, κανένας δεν είχε προσπαθήσει να απομακρύνει έναν εν ενεργεία κυβερνήτη. Ανεξάρτητα του πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, το θέμα της ανεξαρτησίας της Fed και της αξιοπιστίας στον έλεγχο του πληθωρισμού είναι εξαιρετικά κρίσιμο.
Η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών θεωρείται σημαντικό «asset» και αν τεθεί σε κίνδυνο θα «κοστίσει» στις αγορές. Εστω και με καθυστέρηση οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως οι Fed και ΕΚΤ, κατάφεραν να χαλιναγωγήσουν τελικά τον πληθωρισμό, γιατί οι αγορές τις «άκουσαν».
Το θέμα της ανεξαρτησίας της Fed και της αξιοπιστίας στον έλεγχο του πληθωρισμού είναι εξαιρετικά κρίσιμο, όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά για ολόκληρο τον κόσμο.
«Μια τέτοια κίνηση ενέχει τον κίνδυνο πολιτικοποίησης της νομισματικής πολιτικής, υπονομεύοντας την αξιοπιστία της Fed στην επίτευξη της διπλής εντολής της. Με την πάροδο του χρόνου αυτό θα μπορούσε να αποδυναμώσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και να αυξήσει το ασφάλιστρο διάρκειας των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων», όπως επισημαίνει η JPMorgan.
Συζητήσεις μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών στο περιθώριο της πρόσφατης συνόδου της Fed στο Τζάκσον Χολ αποκάλυψαν ότι ένα σενάριο στο οποίο η Fed βλέπει την ικανότητά της να αντιμετωπίζει τον πληθωρισμό να τίθεται σε κίνδυνο από την απώλεια της ανεξαρτησίας της, αποτελεί άμεση απειλή για την οικονομική σταθερότητα γενικότερα. Πιθανότατα θα συνεπαγόταν μεγάλη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ολι Ρεν, περιέγραψε τις σοβαρές παγκόσμιες επιπτώσεις σε αγορές και οικονομία. «Εάν η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας πραγματικά καταρρεύσει και η Fed αρχίσει να λαμβάνει αποφάσεις για λόγους διαφορετικούς από τις αρχές της ορθής νομισματικής πολιτικής –για παράδειγμα επειδή ο πρόεδρος απαιτεί χαμηλότερα επιτόκια– η αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η αύξηση του πληθωρισμού», δήλωσε.

