Η Ελλάδα καταγράφει δημοσιονομικές επιδόσεις που εκθειάζονται και προβάλλονται από την κυβέρνηση και αξιολογούνται θετικά από τις αγορές, όπως επιβεβαιώνεται από τις διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού Δημοσίου και την αναβάθμιση του αξιόχρεου των τραπεζών από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Πιο συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ανάπτυξη για το 2025 στο 2,3%, με μικρή επιβράδυνση στο 2% το 2026. Ρυθμοί ανάπτυξης υψηλότεροι από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, συμβάλλοντας στη σταδιακή σύγκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας προς το μέσο επίπεδο της Ε.Ε. Ο πληθωρισμός βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,5%. Η αύξηση αμοιβών, ενοικίων, της τουριστικής κίνησης αλλά και των τιμών στα είδη διατροφής συντηρεί τον πληθωρισμό σε υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που ήταν 1,9% τον Μάιο. Η απασχόληση αυξάνεται σταθερά, το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα κάτω από το 8%. Τα καλά νέα δεν σταματούν εδώ. Το 2024 η γενική κυβέρνηση είχε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ. Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,8%. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Ελλάδα πέτυχε το 2024 τη μεγαλύτερη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες σε 153,6% του ΑΕΠ. Η τάση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το δημόσιο χρέος θα φτάσει στο 146% του ΑΕΠ το 2025 και ίσως κάτω από το 140% το 2026. Οι καταγραφείσες δημοσιονομικές βελτιώσεις οφείλονται στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων έναντι των στόχων λόγω της βελτίωσης (και ψηφιοποίησης) των εισπρακτικών μηχανισμών, καθώς και στη συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών. Οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών αντανακλούν αυτές τις επιδόσεις με την άνοδο του Γενικού Δείκτη, και ιδιαίτερα των μετοχών των ελληνικών τραπεζών και των εταιρειών με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευρά της οικονομίας. Θα αναφέρουμε μόνο τέσσερις στατιστικές απεικονίσεις που η κάθε μία αξίζει χίλιες σκέψεις οικονομικού προβληματισμού. Πρώτον, και το πλέον ανησυχητικό, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας για την περίοδο 2019-2024 παρουσίασε διακυμάνσεις. Την τελευταία όμως διετία καταγράφει αυξανόμενο έλλειμμα, φτάνοντας στα 15,1 δισ. ευρώ ή 6,4% του ΑΕΠ για το 2024, παρότι το ισοζύγιο υπηρεσιών –κυρίως μέσω των ταξιδιωτικών υπηρεσιών– συνεισέφερε θετικά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με έσοδα 21,6 δισ. ευρώ. Ούτε αυτό το τεράστιο ποσό ήταν ικανό να αντισταθμίσει το συνολικό έλλειμμα. Σαφής ένδειξη ότι η ελληνική οικονομία στη μεταμνημονιακή περίοδο δεν έχει καταφέρει να αναδιαρθρώσει την παραγωγική δομή της, υστερώντας στην παραγωγή ανταγωνιστικών αγαθών τόσο σε ποιότητα όσο και σε τιμή (καταλαμβάνει την 50ή θέση στις 67 χώρες που περιλαμβάνονται στην Παγκόσμια Επετηρίδα για την Ανταγωνιστικότητα). Οπως έδειξε η εμπειρία της πανδημίας, μια –συγκυριακή έστω– μείωση των τουριστικών εσόδων μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις.
Δεύτερον, το συνολικό ύψος των χρεών των ιδιωτών και των εταιρειών προς τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ανέρχεται σε 49,7 δισ. ευρώ. Στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, παρά τις μεταρρυθμίσεις μίας ολόκληρης δεκαετίας και την πραγματική και ονομαστική μείωση των συντάξεων, το ποσοστό της κρατικής συμμετοχής παραμένει υψηλό, φτάνοντας περίπου στο 50% του ολικού κόστους ετησίως. Ταυτόχρονα, η συνταξιοδοτική δαπάνη εξακολουθεί να αποκλίνει κατά 2,12 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από τον μέσο όρο των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε. Δεδομένης της υπογεννητικότητας και των σχετικά ευνοϊκότερων όρων συνταξιοδότησης στην Ελλάδα, διαφαίνεται ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα θα το συναντήσουμε και πάλι μπροστά μας με αυξανόμενη ένταση και με τις επακόλουθες συνέπειες για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Τρίτον, οι επενδύσεις στην Ελλάδα καταγράφουν μεν συνεχή άνοδο, αλλά εξακολουθούν να υστερούν. Το 2019 αντιστοιχούσαν στο 11% του ΑΕΠ, ενώ το 2024 το ποσοστό έφτασε στο 15,3%, διατηρώντας όμως σημαντική απόσταση από το 21% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις παρουσίασαν σημαντική αύξηση το 2024, φτάνοντας στα 6 δισ. ευρώ, 37% υψηλότερα σε σύγκριση με το 2023 βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ακτινογραφία των επενδύσεων, όμως, παρουσιάζει μια άνιση εικόνα. Το 60% των ξένων επενδύσεων αφορούν την αγορά κατοικιών, ενώ μόνο το 27% κατευθύνεται σε παραγωγικές δραστηριότητες. Τα στοιχεία για τις εγχώριες επενδύσεις, παρά τη σχετική ασάφεια καταγραφής ανά τομέα, είναι πιο ισορροπημένα. Το ποσοστό που επενδύθηκε σε ακίνητα ήταν 39,2%, με το υπόλοιπο να κατευθύνεται σε παραδοσιακούς κλάδους όπως το λιανικό εμπόριο, ο τουρισμός και η εστίαση. Η ενέργεια και η τεχνολογία απορρόφησαν λιγότερο από 18%. Παρ’ όλα αυτά, η ετήσια έρευνα Attractiveness Survey Ernest Young (EΥ) καταγράφει μια πιο απαισιόδοξη εικόνα σχετικά με το πόσο ελκυστική είναι η Ελλάδα ως επενδυτικός προορισμός. Μόνο 40% δηλώνουν «πρόθεση» για επενδύσεις στη χώρα μας, καταγράφοντας το χαμηλότερο ποσοστό συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Το 60% των ξένων επενδύσεων αφορά την αγορά κατοικιών, ενώ μόνο το 27% κατευθύνεται σε παραγωγικές δραστηριότητες.
Τέταρτον, αργή υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών. Παραδειγματικά να αναφέρουμε ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου το δεύτερο τρίμηνο του έτους έφτασαν στα 4 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το ΓΛΚ, οι μεγαλύτερες οφειλές ήταν αυτές προς τα νοσοκομεία (1,65 δισ.), τα ασφαλιστικά ταμεία (613 εκατ.), τους ΟΤΑ (405 εκατ.) και τα ΝΠΔΔ (234 εκατ.). Ποσό που πλησιάζει το προ μνημονίων επίπεδο. Το απόθεμα των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατέγραψε σωρευτική μείωση κατά 4,9 δισ. ευρώ τους πρώτους τέσσερις μήνες του έτους και διαμορφώθηκε τον Απρίλιο σε 198,4 δισ. ευρώ. Επίσης, ο ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι χαμηλότερος του αναμενομένου, όπως και ο ρυθμός υλοποίησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Η παραγωγικότητα στην Ελλάδα (ΑΕΠ ανά εργαζόμενο) βρίσκεται στο 57% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Συμπερασματικά, λοιπόν, παρά τις όποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού έχουν εξαγγελθεί, οι περισσότερες από αυτές έχουν έρθει αντιμέτωπες με ένα οδόφραγμα εμποδίων που ούτε η πολιτεία μπορεί να υπερβεί αποτελεσματικά, αλλά ούτε και η κοινωνία μπορεί να αποδεχθεί με ένα μίνιμουμ συναίνεσης απαραίτητο για την υλοποίησή τους. Σχετικές μελέτες διεθνών οργανισμών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ανεξάρτητων ερευνητικών ιδρυμάτων καταδεικνύουν μια σειρά διοικητικών και διαρθρωτικών αδυναμιών που στέκονται πεισματικά απέναντι στην υλοποίηση των βέλτιστων διεθνών πρακτικών που οδηγούν στην ανάπτυξη και στην ευημερία. Ο κατάλογος μακρύς και σχετικά αμετάβλητος από την εποχή προ μνημονίων: ασαφές και συχνά μεταβαλλόμενο κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας επιχειρήσεων, διαφθορά του δημοσίου τομέα, γραφειοκρατία, αδιαφάνεια συναλλαγών επικουρούμενη από ένα εκτεταμένο σύστημα παραοικονομίας, φοροδιαφυγής και αδήλωτης εργασίας, δαιδαλώδες και χρονοβόρο δικαστικό σύστημα μειωμένης αξιοπιστίας, περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναντιστοιχία δεξιοτήτων δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, ελλιπής ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρήσεων ακόμη και για την εκμετάλλευση εγχώριων προϊόντων με διεθνή ζήτηση (π.χ. ελαιόλαδο, μέλι).
Κλείνοντας να τονίσουμε ότι οι εκάστοτε κυβερνώντες, ανεξαρτήτως κόμματος, χρώματος και ιδεολογίας, αρέσκονται στην περιγραφή της φωτεινής πλευράς του φεγγαριού. Οι πολίτες όμως είναι χρήσιμο να βλέπουν και την άλλη, τη σκοτεινή.
*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

