Ο επίσημος τομέας αρχικά πίστευε ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν ήταν απαραίτητη, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες ήθελαν από την πρώτη στιγμή «να σβήσουν την πυρκαγιά για να μην πάρει φωτιά όλη η γειτονιά». Ετσι εξιστορεί στην «Κ» το παρασκήνιο της λήψης αποφάσεων κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης ο τότε CEO της Deutsche Bank, Γιόζεφ Ακερμαν. Τονίζει δε ότι στις αρχές Φεβρουαρίου του 2010 ο ίδιος είχε μεταφέρει στον Γιώργο Παπανδρέου πρόταση άμεσης στήριξης με 15 δισ. ευρώ για να κερδίσει η Ελλάδα χρόνο και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, «η προσφορά δεν υλοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις επακόλουθες συζητήσεις με την τρόικα». Ο Ελβετός τραπεζίτης, ο οποίος έχει διατελέσει και πρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου, μιλάει σε γενικές γραμμές με θετικά λόγια για τις τρέχουσες επιδόσεις του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, αν και διαπιστώνει αφενός «πολύ αργή ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων – και της φερέγγυας ζήτησης για πιστώσεις γενικότερα», αφετέρου «διαρθρωτικά εμπόδια στην αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας». Ο Γιόζεφ Ακερμαν θα επισκεφθεί την Αθήνα για να μιλήσει στην εκδήλωση Olympia Dialogues του ομίλου Olympia (του Πάνου Γερμανού), με θέμα την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, η οποία θα διεξαχθεί στις 10 Ιουνίου στο Ζάππειο Μέγαρο.
– Πώς αξιολογείτε την ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών και τι σημαίνει ο εμπορικός πόλεμος για τις προοπτικές τους;
– Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι επί του παρόντος αρκετά ανθεκτικές. Είναι καλά κεφαλαιοποιημένες και διαθέτουν ισχυρή διαχείριση κινδύνου και εταιρική διακυβέρνηση. Το τελικό αποτέλεσμα και η πολυπλοκότητα του συνεχιζόμενου εμπορικού πολέμου είναι δύσκολο να προβλεφθούν προς το παρόν, αλλά πρόσφατες εκτιμήσεις δείχνουν μια πιθανή μέτρια εξασθένηση της ανάπτυξης και κάπως υψηλότερο πληθωρισμό. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα –πρέπει να– είναι σε θέση να το αντιμετωπίσουν.
– Ποιες είναι οι σκέψεις σας αναφορικά με τον πληθωρισμό και τα επιτόκια; Οδεύουμε προς αποσύνδεση νομισματικής πολιτικής μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης;
– Είναι αλήθεια ότι τα ρίσκα του εμπορικού πολέμου υποδηλώνουν ένα σοκ ζήτησης στην Ευρώπη και ένα σοκ προσφοράς στις ΗΠΑ με διαφορετικές επιπτώσεις για τη νομισματική πολιτική. Αλλά ανησυχώ περισσότερο για την εξασθένηση της εμπιστοσύνης στις πολιτικές της κυβέρνησης των ΗΠΑ και τις προοπτικές για ακόμη μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσιο χρέος. Αυτός ο συνδυασμός, εάν δεν αντιμετωπιστεί επειγόντως από τις Αρχές των ΗΠΑ, θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω εξασθένηση του δολαρίου ΗΠΑ και πολύ υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων των ΗΠΑ, διακινδυνεύοντας μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
– Μαζί με την ελληνική οικονομία, οι ελληνικές τράπεζες ανακάμπτουν –αν και από χαμηλή βάση– από την περίοδο της κρίσης. Ποιες είναι οι παρατηρήσεις σας ως προς τη δυναμική αλλά και τα μειονεκτήματα των ελληνικών τραπεζών;
– Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανακάμψει αξιοσημείωτα καλά από την κρίση. Είναι καλά κεφαλαιοποιημένες και διαχειριζόμενες και αρκετά ανθεκτικές. Μπορεί να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος κατά μήκος αυτών των δυναμικών τάσεων. Η μεγαλύτερη πρόκληση και αδυναμία που βλέπω είναι η πολύ αργή ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων και της φερέγγυας ζήτησης για πίστωση γενικότερα, καθώς οι εταιρείες, οι ΜμΕ και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να βαρύνονται με υψηλό χρέος, ενώ η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει διαρθρωτικά εμπόδια στην αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας.
– Πόσο έχει αλλάξει το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου από την περίοδο που ήσασταν πρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου;
– Η τρέχουσα υψηλή κερδοφορία της Τράπεζας Κύπρου και του κυπριακού τραπεζικού συστήματος γενικότερα είναι φυσικά εντυπωσιακή, αλλά όχι απροσδόκητη. Οσον αφορά την Τράπεζα Κύπρου, το σχέδιο αναδιάρθρωσης που εφαρμόσαμε κατά τη διάρκεια της θητείας μου καρποφόρησε, βοηθούμενο από διάφορους παράγοντες. Αυτοί οι παράγοντες περιλάμβαναν την ισχυρή αύξηση της παραγωγής και την ανάκαμψη της ζήτησης πιστώσεων, το έντονο ενδιαφέρον ξένων κεφαλαίων για την αγορά μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και την απόσυρσή τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών, τις συνεχιζόμενες προσπάθειες μείωσης του κόστους, μεταξύ άλλων μέσω περαιτέρω ψηφιοποίησης, και την αποκατάσταση θετικών επιτοκίων πολιτικής από την ΕΚΤ, η οποία επέτρεψε την αύξηση των εσόδων από τόκους πάνω στη χρόνια πλεονάζουσα τραπεζική ρευστότητα.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανακάμψει αξιοσημείωτα καλά από την κρίση. Είναι καλά κεφαλαιοποιημένες και διαχειριζόμενες και αρκετά ανθεκτικές. Μπορεί να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος κατά μήκος αυτών των δυναμικών τάσεων. Η μεγαλύτερη πρόκληση και αδυναμία που βλέπω είναι η πολύ αργή ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων και της φερέγγυας ζήτησης για πίστωση γενικότερα, καθώς οι εταιρείες, οι ΜμΕ και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να βαρύνονται με υψηλό χρέος.
– Ποια ήταν τα λάθη του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα ως προς τη συμβολή του στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008;
– Υπάρχει ευρεία συμφωνία ως προς αυτό. Τα κύρια λάθη ήταν η κακή διαχείριση κινδύνου και διακυβέρνηση, τα ανεπαρκή κεφάλαια, τα λανθασμένα κίνητρα ανταμοιβής για γρήγορα βραχυπρόθεσμα κέρδη και η τάση των τραπεζών να ακολουθούν τις κακές πρακτικές άλλων τραπεζών από τον φόβο μήπως μείνουν εκτός των ευκαιριών κερδοφορίας. Η κακή τραπεζική εποπτεία και οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ήταν επίσης ισχυροί παράγοντες που ευνόησαν την εκδήλωση της κρίσης.
– Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση δημιούργησε το πλαίσιο για να εκδηλωθεί η ελληνική κρίση χρέους. Αν γυρνούσε ο χρόνος πίσω, τι θα είχατε συμβουλεύσει τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής στην Ελλάδα για την αποτροπή ή την καλύτερη διαχείριση εκείνης της ιστορικής κρίσης;
– Η ελληνική κρίση δημόσιου χρέους ήταν κυρίως εγχώρια, καθώς οι μη παραγωγικές δημόσιες δαπάνες διεύρυναν απότομα τα ελλείμματα του δημόσιου προϋπολογισμού και τις απαιτήσεις δανεισμού της κυβέρνησης. Οι ελληνικές τράπεζες επέκτειναν την έκθεσή τους σε ομόλογα του Δημοσίου, εν μέρει υπό την πίεση των εποπτικών αρχών, ενώ οι ευρωπαϊκές τράπεζες και άλλοι δανειστές ήταν πολύ πρόθυμοι να δανείσουν σε μια χώρα της Ευρωζώνης με αποδόσεις υψηλότερες από αυτές της Γερμανίας, καθώς θεωρούνταν ότι η Ελλάδα είχε εμμέσως –από την Ε.Ε. και το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωζώνης– την εγγύηση πως δεν θα χρεοκοπούσε. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο. Η συμβουλή που θα είχα δώσει προς τις Αρχές θα ήταν απλώς να επιμείνουν σταθερά σε συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, να αποφύγουν τις μη παραγωγικές δημόσιες δαπάνες, να ενισχύσουν την είσπραξη εσόδων, να προωθήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις μέσω της μείωσης των διαρθρωτικών εμποδίων στην ανάπτυξη και να ενισχύσουν τη διαφάνεια στις κυβερνητικές λειτουργίες.
– Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο περιστατικό που σας έχει μείνει από τις επαφές σας εκείνη την περίοδο;
– Η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι ιστορική, καθώς ήταν η μεγαλύτερη στην ιστορία. Ωστόσο, αυτό που δεν έχει γίνει γνωστό ή κατανοητό είναι ότι, σε αντίθεση με όλες τις άλλες αναδιαρθρώσεις χρέους, αυτή προτάθηκε και επιδιώχθηκε έντονα από τις βασικές ευρωπαϊκές τράπεζες που ήταν πιστωτές, έναντι μιας διστακτικής αρχικής αντίδρασης από τους επίσημους πιστωτές, συμπεριλαμβανομένης ιδίως της ΕΚΤ, αλλά και από την ελληνική κυβέρνηση. Τρία περιστατικά ξεχωρίζουν σε αυτό το πλαίσιο. Κατ’ αρχάς, σε συζητήσεις στη Ρώμη με την ομάδα εργασίας του Eurogroup τον Ιούνιο του 2011, οι ιδιώτες πιστωτές επέμειναν, προς έκπληξη των συμμετεχόντων από τον επίσημο τομέα, ότι το αίτημα για τη μετακύλιση των πληρωμών εξυπηρέτησης χρέους που έληγαν την περίοδο 2011-14 από τους ιδιώτες πιστωτές δεν ήταν αρκετά ευρύ, δεν κάλυπτε μια αρκετά μακρά περίοδο και δεν συνεπαγόταν ωριμάνσεις σε αρκετό βάθος. Καθώς η ελληνική οικονομία αποδυναμώθηκε, τους μήνες που ακολούθησαν, πρότεινα προσωπικά –σε ένα οικονομικό συνέδριο στη Φρανκφούρτη, τον Σεπτέμβριο του 2011– ένα ονομαστικό «κούρεμα» 50% του ανεξόφλητου ελληνικού δημόσιου χρέους, το οποίο ενσωματώθηκε στο ανακοινωθέν του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτωβρίου 2011. Τέλος, στις τελικές διαπραγματεύσεις με την Ευρωομάδα στις Βρυξέλλες τον Φεβρουάριο του 2012, οι ιδιώτες πιστωτές πρότειναν ένα ακόμη υψηλότερο «κούρεμα» 53,5% για να επιτευχθεί συμφωνία. Ο λόγος για αυτήν την προσέγγιση από τους ιδιώτες πιστωτές, και παρά την αρχική απροθυμία ορισμένων πιστωτών, ήταν η ανάγκη ελαχιστοποίησης του κινδύνου να υποβαθμιστούν οι τραπεζικές πιστώσεις προς όλες τις χώρες της Ε.Ε. Οπως είχα πει τότε, δεν έπρεπε να αφήσουμε μια πυρκαγιά σε ένα μικρό σπίτι να θέσει σε κίνδυνο έκρηξης ολόκληρη τη γειτονιά.
Στο ίδιο πνεύμα, της προληπτικής υποστήριξης των πιστωτών, θα μπορούσα να αναφέρω μια όχι και τόσο γνωστή πρωτοβουλία που ανέλαβα ως CEO της Deutsche Bank. Με την υποστήριξη μεγάλων γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, και ορισμένων σημαντικών διεθνών θεσμικών επενδυτών, συζήτησα στην αρχή της ελληνικής κρίσης –στις αρχές Φεβρουαρίου 2010– με τον Ελληνα πρωθυπουργό Παπανδρέου στην Αθήνα μια πιθανή συνδυασμένη στήριξη ρευστότητας ύψους 15 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι οι γερμανικές και γαλλικές κυβερνήσεις θα συμμετείχαν επίσης σε αυτό το σχέδιο. Μια τέτοια χρηματοδότηση θα μπορούσε να είχε βοηθήσει την Ελλάδα να κερδίσει χρόνο για να καταρτίσει ένα κατάλληλο πρόγραμμα πολιτικής μεταρρύθμισης με επαρκή οικονομική στήριξη από την Ε.Ε. Για διάφορους λόγους, αυτή η προσφορά δεν υλοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις επακόλουθες συζητήσεις με την τρόικα.
Με την υποστήριξη μεγάλων γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, και ορισμένων σημαντικών διεθνών θεσμικών επενδυτών, συζήτησα στην αρχή της ελληνικής κρίσης –στις αρχές Φεβρουαρίου 2010– με τον Ελληνα πρωθυπουργό Παπανδρέου στην Αθήνα μια πιθανή συνδυασμένη στήριξη ρευστότητας ύψους 15 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι οι γερμανικές και γαλλικές κυβερνήσεις θα συμμετείχαν επίσης σε αυτό το σχέδιο. Για διάφορους λόγους, αυτή η προσφορά δεν υλοποιήθηκε.
– Θα έχετε ακούσει την ανάλυση, εν είδει κριτικής, ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους καθυστέρησε για να προλάβουν να απαλλαγούν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες από τα τοξικά εκείνη την περίοδο ελληνικά ομόλογα. Τι λέτε;
– Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η αναδιάρθρωση δεν καθυστέρησε, υπό την έννοια ότι ο επίσημος τομέας δεν πίστευε αρχικά πως μια τέτοια αναδιάρθρωση ήταν πραγματικά απαραίτητη. Αντ’ αυτού, οι Γερμανοί και Γάλλοι υπουργοί Οικονομικών ζήτησαν από όλες τις μεγάλες τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες στις αντίστοιχες χώρες τους να διατηρήσουν τα ανοίγματά τους στην Ελλάδα – ένα αίτημα, πρέπει να σημειώσω, που τιμήθηκε.
– Η Γερμανία δείχνει διατεθειμένη πλέον να αυξήσει τις δαπάνες για επενδύσεις προκειμένου να αναθερμάνει την οικονομία της και να συντελέσει στη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Ποιες είναι οι παρατηρήσεις σας;
– Χαιρετίζω αυτή την προθυμία. Πιστεύω ότι η Γερμανία, ενεργώντας σε συνεργασία με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, θα πρέπει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην ενίσχυση της απαραίτητης στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης.
– Μπορεί η ευρωπαϊκή Ενωση Κεφαλαιαγορών να λειτουργήσει ως game changer για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας; Υπό ποιες προϋποθέσεις;
– Είμαι εδώ και καιρό ένθερμος υποστηρικτής της ταχείας ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης Αγοράς και της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενωσης. Χάρηκα πολύ που είδα ότι τόσο η Εκθεση Ντράγκι όσο και οι επακόλουθες συστάσεις πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενσωματώνουν έντονα αυτές τις θεσμικές πρωτοβουλίες. Η αποτελεσματική εφαρμογή τους θα ήταν θεμελιώδους σημασίας για τη διοχέτευση των υφιστάμενων και πρόσθετων αποταμιεύσεων της Ε.Ε. προς περισσότερα επιχειρηματικά κεφάλαια και άλλες ιδιωτικές επενδύσεις που θεωρούνται επί του παρόντος πολύ επικίνδυνες για τον τραπεζικό δανεισμό. Η τιτλοποίηση του τραπεζικού δανεισμού και οι ενισχυμένες ρυθμίσεις για τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά συστήματα θα συνέβαλλαν επίσης σε αυτή τη διαδικασία.

