Ευκολότερη καθίσταται η έκδοση φορολογικής ενημερότητας για τη μεταβίβαση ακινήτου για όσους χρωστούν στο Δημόσιο και τα χρέη τους βρίσκονται σε αναστολή είσπραξης. Κι αυτό καθώς μειώνεται το ποσοστό παρακράτησης που επιβάλλεται κατά την έκδοση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος με τίμημα.
Με απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλή, το ποσοστό παρακράτησης περιορίζεται στο 5% του τιμήματος, από 50% που ίσχυε μέχρι σήμερα για χρέη που τελούν σε αναστολή είσπραξης, εφόσον ο οφειλέτης προσφέρει επαρκή διασφάλιση για την εξόφληση του χρέους μέσω εγγυήσεων ή εγγραφής υποθήκης σε άλλο ακίνητο.
Ειδικότερα, όταν υπάρχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές με βασικό χρέος άνω των 50.000 ευρώ, που βρίσκονται σε αναστολή είσπραξης είτε βάσει δικαστικής απόφασης είτε κατόπιν απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και ο οφειλέτης επιθυμεί να πουλήσει το ακίνητό του, το ποσοστό παρακράτησης διαμορφώνεται στο 5% εφόσον ο φορολογούμενος παρέχει είτε εγγύηση είτε πρώτη υποθήκη σε άλλο ακίνητο ιδιοκτησίας του. Στην περίπτωση της υποθήκης λαμβάνεται υπόψη για τη μείωση της παρακράτησης το 80% της αντικειμενικής αξίας του προσφερόμενου ακινήτου.
Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις που το ποσοστό παρακράτησης φθάνει και στο 70% για όσους χρωστούν στο Δημόσιο, ακόμη και να έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η φορολογική διοίκηση μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη (σε πρόγραμμα ρύθμισης) ορίζει υποχρεωτικά όριο παρακράτησης στις περιπτώσεις που το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται για είσπραξη χρημάτων ή μεταβίβαση ακινήτου.
Ειδικά για μεταβίβαση ακινήτου το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται με ποσό παρακράτησης ποσοστού 70% επί του τιμήματος, εφόσον το τίμημα δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των ληξιπρόθεσμων ρυθμισμένων οφειλών στη φορολογική διοίκηση.
Εάν το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και το ποσό της παρακράτησης (υπολογιζόμενο επί του τιμήματος) είναι μικρότερο των οφειλών, εκδίδεται αποδεικτικό ενημερότητας με υπολογισμό του ποσού της παρακράτησης επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της παρακράτησης που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό δεν υπερβαίνει το τίμημα.

