Το φορολογικό νομοσχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ συνιστά ουσιαστική απειλή για τη δημοσιονομική σταθερότητα των ΗΠΑ και σε συνδυασμό με την επιζήμια αβεβαιότητα της εμπορικής πολιτικής ωθεί την αμερικανική οικονομία σε κάποια μορφή κρίσης, η οποία δεν θα σημαίνει απαραίτητα απώλεια της πρόσβασης στις αγορές, αλλά θα συντελέσει σε υψηλότερα επιτόκια και θα δημιουργήσει την ανάγκη για δύσκολες αποφάσεις στον προϋπολογισμό. Είναι η εκτίμηση που καταθέτει στην «Κ» ο Αλαν Αουερμπαχ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Berkeley της Καλιφόρνιας, ερευνητής στο Εθνικό Γραφείο Οικονομικής Ερευνας των ΗΠΑ, πρώην συντονιστής της εθνικής επιτροπής των ΗΠΑ για τη φορολόγηση τη δεκαετία του 1990. Στην παρατήρηση ότι οι φορολογικές μειώσεις συνήθως ενισχύουν την οικονομική δραστηριότητα, επισημαίνει ότι τα συγκεκριμένα μέτρα δεν είναι σε θέση να αντισταθμίσουν τις απώλειες εσόδων από την εφαρμογή τους. Ο Αουερμπαχ θεωρεί ότι ο Αμερικανός πρόεδρος στην πρώτη θητεία του δεν άσκησε μαξιμαλιστικές πολιτικές διότι, στην πραγματικότητα «ήταν κατά λάθος πρόεδρος, δεν ήταν προετοιμασμένος».
– Ποιος μπορεί να είναι ο αντίκτυπος του φορολογικού νομοσχεδίου Τραμπ; Συμφωνείτε με την άποψη ότι συνιστά απειλή για τη δημοσιονομική σταθερότητα των ΗΠΑ;
– Απολύτως. Αυξάνει σημαντικά το ομοσπονδιακό χρέος την επόμενη δεκαετία κι αυτό διότι εφαρμόζει μεγάλες φορολογικές μειώσεις και μόνο κάποιες περικοπές δαπανών, οι οποίες το πιθανότερο θα είναι ακόμη μικρότερες στην τελική εκδοχή του νόμου, καθώς υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες στη Γερουσία για ορισμένες από αυτές. Ηδη βρισκόμαστε σε μια πορεία όπου ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα είναι ο υψηλότερος στην ιστορία και η συγκεκριμένη νομοθεσία θα επιταχύνει αυτή τη διαδικασία. Σε συνδυασμό με άλλα μέτρα της παρούσας κυβέρνησης, τα οποία καθιστούν τις ΗΠΑ λιγότερο ελκυστικές ή πιο αβέβαιες για επενδύσεις, θεωρώ ότι αυτές οι παρεμβάσεις θα αυξήσουν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων – μερικώς, αυτό ήδη συμβαίνει. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν έχει δείξει διάθεση για δημοσιονομική εξυγίανση, διαμορφώνεται μια κατάσταση η οποία τελικά θα οδηγήσει σε κάποια μορφή κρίσης. Δεν θα σημαίνει απαραίτητα απώλεια της πρόσβασης στις αγορές, αλλά θα συντελέσει σε υψηλότερα επιτόκια και θα δημιουργήσει την ανάγκη για δύσκολες αποφάσεις στον προϋπολογισμό.
Ηδη βρισκόμαστε σε μια πορεία όπου ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα είναι ο υψηλότερος στην ιστορία και η νέα φορολογική νομοθεσία θα επιταχύνει αυτή τη διαδικασία.
– Υποθέτω ότι υπάρχει ρόλος και για το δολάριο μέσα σε αυτό το σκηνικό;
– Σωστά. Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ συνήθως οι δασμοί προκαλούν ανατίμηση του νομίσματος, όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε τους δασμούς, το δολάριο έπεσε. Αυτό δείχνει ότι υπερίσχυσε η αίσθηση της αβεβαιότητας και της απώλειας εμπιστοσύνης προς τις ΗΠΑ ως ασφαλές καταφύγιο.

– Στον βαθμό που θα υπάρξουν περικοπές δαπανών, σε ποιους τομείς θα τις δούμε;
– Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει περικοπές σε δύο τομείς: στην υγειονομική περίθαλψη για τους φτωχούς (Medicaid) και στο πρόγραμμα τροφίμων SNAP (πρώην food stamps). Οι περικοπές εγείρουν κυρίως την απαίτηση οι ενήλικες για να μπορούν να λαμβάνουν τις παροχές να έχουν κάποια μορφή εργασίας. Αυτός θεωρείται από τους Ρεπουμπλικανούς ένας τρόπος να μειωθούν οι παροχές χωρίς να φανούν σκληροί. Ωστόσο, υπάρχει η ανησυχία ότι θα χάσουν επιδόματα ακόμη και άτομα που τα δικαιούνται. Πάντως, από δημοσιονομική άποψη, ακόμη και αν αυτές οι περικοπές παραμείνουν, δεν πλησιάζουν το μέγεθος των φορολογικών μειώσεων. Πιθανώς θα επιδιωχθεί να μετακυλιστεί το κόστος στις πολιτείες, οι οποίες όμως έχουν την υποχρέωση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και θα πρέπει να αυξήσουν φόρους ή να μειώσουν δαπάνες. Τα μεγαλύτερα και δημοφιλέστερα προγράμματα –όπως η φροντίδα ηλικιωμένων (Medicare) και οι συντάξεις (Social Security)– είναι δύσκολο να περικοπούν. Το ίδιο ισχύει και για τις αμυντικές δαπάνες, οι οποίες μάλιστα αυξάνονται. Επομένως, αν δεν μεσολαβήσει κάποια σημαντική στροφή πολιτικής, δεν βλέπω να υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές προτού φτάσουμε στο απροχώρητο.
– Από την άλλη πλευρά, η μείωση των φόρων δεν έχει και ευεργετικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη;
– Μπορεί, ανάλογα με το ποιους φόρους μειώνεις. Οι μειώσεις στους φόρους επιχειρήσεων, ειδικά αυτές που παρατάθηκαν από το 2017, φαίνεται να αύξησαν τις επενδύσεις. Ομως οι μεγαλύτερες μειώσεις αφορούν τα φυσικά πρόσωπα. Η μείωση των οριακών φορολογικών συντελεστών ενισχύει την οικονομική δραστηριότητα, αλλά τα οφέλη δεν φαίνεται να αντισταθμίζουν τις απώλειες εσόδων. Επομένως, αν κάποιος ήθελε να ενισχύσει την ανάπτυξη, θα μπορούσε να το κάνει με λιγότερες μειώσεις φόρων.
– Πώς παρακολουθείτε την εμπορική πολιτική Τραμπ;
– Πολλά εξαρτώνται από το τελικό επίπεδο των δασμών. Σε αντίθεση με την πρώτη θητεία, τώρα επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα – διαπραγματεύσεις, καθυστερήσεις, απειλές. Αν καταλήξουμε, για παράδειγμα, σε ένα επίπεδο δασμών 10% και σε κάποιους ειδικούς δασμούς για την περίπτωση της Κίνας, τότε θα έχουμε να διαχειριστούμε μόνο τη συνέπεια της πληθωριστικής πίεσης. Οσο όμως επικρατεί η αβεβαιότητα, οι εταιρείες ήδη αποσύρουν επενδύσεις. Ακόμη και αν οι δασμοί τελικά δεν θα είναι μεγάλοι, η ζημιά από την αβεβαιότητα είναι ήδη σοβαρή.
Βλέπουμε τώρα πιο ακραίες πολιτικές, τις οποίες ο πρόεδρος Τραμπ θα είχε εφαρμόσει και το 2017 αν ήταν τότε ανάλογα προετοιμασμένος.
– Πώς τοποθετείται η Fed μέσα σε αυτό το περιβάλλον;
– Η Fed έχει μια πολύ δύσκολη αποστολή. Προσπαθεί να διατηρήσει την ανάπτυξη και να συγκρατήσει τον πληθωρισμό. Οι δασμοί επηρεάζουν και τα δύο αλλά προς αντίθετες κατευθύνσεις. Η Fed θα ζυγίσει τις επιπτώσεις και θα πράξει ανάλογα, αλλά η πολιτική πίεση που της ασκείται –βλ. απειλές αποπομπής του Πάουελ– κάνει τη δουλειά της πολύ πιο δύσκολη. Και δεν μπορεί να αγνοήσει πλήρως το πολιτικό σκηνικό.
– Τι έχει αλλάξει από την πρώτη θητεία Τραμπ; Τότε δεν είχαμε δει αυτή τη μαξιμαλιστική οικονομική πολιτική.
– Στην πραγματικότητα, το 2017 ήταν «κατά λάθος» πρόεδρος. Ούτε ο ίδιος πίστευε ότι θα κέρδιζε. Δεν είχε έτοιμη ομάδα και βασίστηκε σε παραδοσιακούς Ρεπουμπλικανούς –πολλοί από τον χρηματοοικονομικό κλάδο– οι οποίοι συγκράτησαν τις πιο ακραίες ιδέες του. Τώρα όμως είχε σχέδιο και ανθρώπους που συμμερίζονται τις απόψεις του ή τουλάχιστον τις στηρίζουν. Επομένως, βλέπουμε τώρα πιο ακραίες πολιτικές, τις οποίες θα είχε εφαρμόσει και το 2017 αν ήταν τότε ανάλογα προετοιμασμένος.

