Η ποιότητα των υπηρεσιών εκπαίδευσης στη χώρα μας πανθομολογουμένως είναι χαμηλή και αυτό, συνδυασμένο με τη μειωμένη αποτελεσματικότητα των πολιτικών που έχουν στόχο να βελτιώσουν τους δείκτες απασχόλησης, προκαλεί σειρά αρρυθμιών και δυσλειτουργίες σε επίπεδο κινητικότητας των εργαζομένων ανάμεσα σε διάφορους κλάδους και θέσεις εργασίας στην αγορά λιανικής, επιπροσθέτως, δε, κρατάει τα επίπεδα ανεργίας, κατά βάσιν τριβής, αρκετά υψηλά. Σήμερα η νέα ψηφιακή πραγματικότητα των επιχειρήσεων απαιτεί συγκεκριμένες δεξιότητες από πλευράς εργαζομένων, με δεδομένη τη δυσκολία προσαρμογής και συγχρονισμού της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας να καθίσταται απολύτως ορατή εδώ και πολλά χρόνια, να αποτελεί, δε, αντικείμενο ατέρμονων συζητήσεων και διαλόγου με τη συμμετοχή τόσο της ακαδημαϊκής όσο και της επιχειρηματικής κοινότητας, δίχως όμως σοβαρή προσέγγιση του προβλήματος με τον ορθό τρόπο, όπως εξάλλου διαφαίνεται και από τα πενιχρά αποτελέσματα αυτού του διαλόγου.
Στην αγορά λοιπόν της λιανικής, που συνιστά βασικό πυλώνα μεγέθυνσης του ΑΕΠ με συμμετοχή γύρω στο 11%, αλλά αξιοσημείωτη συμβολή και σε όρους απασχόλησης με περίπου 400.000 εργαζομένους, συντελούνται σήμερα σημαντικές αλλαγές στο προφίλ τόσο της ζήτησης προσωπικού όσο και της προσφοράς από την πλευρά των επιχειρήσεων. Από την άλλη, το πρόβλημα έλλειψης στελεχών υψηλών, μεσαίων αλλά και χαμηλών δεξιοτήτων στη συγκεκριμένη αγορά έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και στην παραγωγή πλούτου.
Σημειωτέον, σε 2,9 εκατομμύρια εργαζομένων μισθωτής εργασίας οι κενές θέσεις ανά τρίμηνο αντιπροσωπεύουν ποσοστό 0,5% έως 1%, με τα πρωτεία να κατέχουν οι κλάδοι λιανικής και τουρισμού. Ωστόσο, μικρή αξία θα έλεγα ότι έχει η συζήτηση περί δεξιοτήτων γενικώς από τη στιγμή που το μοντέλο της οικονομίας που κυριαρχεί και υπηρετείται στην παρούσα φάση βολεύεται και αυτό με θέσεις ανειδίκευτης εργασίας και χαμηλής αξίας.
Σήμερα η νέα ψηφιακή πραγματικότητα των επιχειρήσεων απαιτεί συγκεκριμένες δεξιότητες από πλευράς εργαζομένων.
Ως εκ τούτου, η συνολική αντιμετώπιση του προκειμένου προβλήματος έλλειψης προσωπικού είναι συνάρτηση στοιχειοθέτησης θεμελιωμένων στρατηγικών, με πνεύμα συμπερίληψης και ρεαλιστικής ανάγνωσης και μελέτης του φαινομένου, που εστιάζουν και απαντούν σε τέσσερα ουσιαστικά ερωτήματα: Πρώτον, τι είναι αυτό τελικά που θα βοηθήσει τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα πανεπιστήμιά μας, να συνδεθούν με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας και γιατί καθυστερεί τόσα χρόνια; Και τι είναι αυτό που θα παράσχει ασφαλιστικές δικλίδες ομαλής και αναγκαίας μετάβασης από την εκπαίδευση στην απασχόληση, και το αντίθετο από την απασχόληση στην εκπαίδευση! Δεύτερον, τι είναι αυτό που θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να ενσωματώσουν νέες τεχνολογίες και σύγχρονα συστήματα ΑΙ, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, νέες εφαρμογές logistics, καινοτόμες δράσεις κ.ά., προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να δημιουργήσουν θέσεις υψηλής εξειδίκευσης; Tρίτον, τι είναι τελικά αυτό που επίσης θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους σωστά, γιατί μόνο έτσι το προσωπικό θα ενσωματωθεί και θα κατανοήσει την αξία και σπουδαία συνεισφορά του «επιχειρείν» στην κοινωνία και στην οικονομία, καθώς και τη σημαντικότητα επίσης του «μονοπατιού διαδρομής» (career path) στην επαγγελματική τους ανέλιξη και, τέταρτον, ποια τελικά θα μπορούσε να είναι η ενδεδειγμένη στάση και ουσιαστική συμβολή της πολιτείας και του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργείου στη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την απασχόληση και στην κάλυψη του μεγάλου «χάσματος δεξιοτήτων» που παρατηρείται σήμερα!
*Ο κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι εκτελεστικός αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων και μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ).

