«Καταδικασμένοι» σε πολύ χαμηλές συντάξεις είναι 9 στους 10 ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες, που για μια ακόμη χρονιά, το 2025, επέλεξαν να πληρώσουν στον ΕΦΚΑ τις εισφορές της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας. Η επιλογή τους να καταβάλουν εισφορές που για την κύρια ασφάλιση ανέρχονται σε 180,58 ευρώ τον μήνα (χωρίς τις εισφορές υγείας και τα 10 ευρώ υπέρ ανεργίας) οδηγεί, όπως συνηθίζεται να γράφεται, σε μόνιμη απώλεια εισοδήματος στο μέλλον, καθώς οι συντάξεις που θα λάβουν, και μάλιστα έπειτα από 40 χρόνια δουλειάς, δεν θα ξεπερνούν τα 800 με 850 ευρώ μεικτά. Είναι όμως έτσι; Κι αν ναι, είναι αυτό δίκαιο;
Η «Κ», με τη βοήθεια του ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββα Ρομπόλη και του δρος του Παντείου Βασίλη Μπέτση, χαρτογραφεί το ισχύον σύστημα ασφάλισης για τους μη μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολουμένους και αγρότες – περίπου 1,2 εκατ. άτομα. Και ένα από τα βασικά συμπεράσματα των προβολών που παρουσιάζει είναι ότι η αναδιανεμητική λειτουργία και η αλληλεγγύη της κοινωνικής ασφάλισης «διασώζει» τα εισοδήματα των ασφαλισμένων σε χαμηλές κατηγορίες, αφού η μελλοντική τους σύνταξη θα αντιστοιχεί σχεδόν στο 100% του μέσου ποσού που έχει ληφθεί ως συντάξιμες αποδοχές, για να υπολογιστεί η σύνταξη. Στην πράξη δηλαδή οι ελεύθεροι επαγγελματίες βγαίνουν κερδισμένοι αφού, για παράδειγμα, κάποιος μισθωτός με τον κατώτατο μισθό σήμερα, ύστερα από 40 χρόνια λαμβάνει επίσης σχεδόν το 100% των συντάξιμων αποδοχών του. Στον αντίποδα, μη μισθωτοί που επιλέγουν την υψηλή ασφαλιστική κατηγορία, οδηγούνται σε χαμηλότερο συντελεστή αναπλήρωσης των συντάξεών τους. Κάτι που ισχύει βέβαια και στους υψηλόμισθους μισθωτούς. Στην πράξη αποδεικνύεται ότι όσο αυξάνεται η ασφαλιστική κατηγορία τόσο μειώνεται ο συντελεστής αναπλήρωσης.
Αναλυτικά, σύμφωνα με τους δύο επιστήμονες και τη μελέτη τους, που παρουσιάζει η «Κ», ένας ασφαλισμένος ελεύθερος επαγγελματίας, εφόσον παραμείνει για 40 έτη στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία θα λάβει σύνταξη 887,5 ευρώ σε σημερινές τιμές και θα έχει συντελεστή αναπλήρωσης 98%, δεδομένου ότι η 1η ασφαλιστική κατηγορία αντιστοιχεί σε συντάξιμες αποδοχές 902 ευρώ. Δηλαδή, ένας ασφαλισμένος ελεύθερος επαγγελματίας που ασφαλίζεται στην 1η ασφαλιστική κατηγορία είναι σαν έναν ασφαλισμένο μισθωτό που λαμβάνει μεικτές αποδοχές 902 ευρώ τον μήνα. Αντιστοίχως, για έναν ασφαλισμένο στην 6η ασφαλιστική κατηγορία, ήτοι 582,50 ευρώ (μόνο για κύρια ασφάλιση) τον μήνα, για 40 χρόνια, η σύνταξη θα είναι 1.892 ευρώ μεικτά και ο συντελεστής αναπλήρωσης θα είναι στο 65%. Το ποσό της εισφοράς της 6ης ασφαλιστικής κατηγορίας αντιστοιχεί δηλαδή σε μισθό ύψους 2.912 ευρώ μεικτά τον μήνα εφόσον πρόκειται για μισθωτό. Σύμφωνα με τον κ. Ρομπόλη, αυτός είναι και ο σκοπός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή η άμβλυνση των ανισοτήτων διαμέσου της αναδιανεμητικής λειτουργίας και της αλληλεγγύης εντός των γενεών.
Η μόνιμη επιλογή της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας θα οδηγήσει, ακόμη και με 40 χρόνια ασφάλισης, σε συντάξεις που δεν θα ξεπερνούν τα 800 με 850 ευρώ μεικτά.
Μάλιστα, εάν η σύγκριση γίνει με ένα ιδιωτικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αντίστοιχο με αυτό που εφαρμόζεται σήμερα στη χώρα μας στο ΤΕΚΑ –βέβαια μόνο για τις επικουρικές συντάξεις και μόνο για τους νέους σε ηλικία ασφαλισμένους– διαπιστώνεται ότι στην περίπτωση των ασφαλισμένων της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας η σύνταξη που θα προέκυπτε από την αποταμίευση των ίδιων εισφορών θα ήταν 589 ευρώ και θα αντιστοιχούσε στο 66,4% της σύνταξης που θα προκύψει με το υπάρχον αναδιανεμητικό σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης. Η αντίστοιχη αναλογία για την 6η ασφαλιστική κατηγορία είναι στο 100,5%. Δηλαδή, οι ίδιες εισφορές που θα κατέβαλλε ένας ασφαλισμένος στην 6η ασφαλιστική κατηγορία των 582,50 ευρώ, στο πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα οδηγούσε σε σύνταξη σχεδόν ίση με το ύψος των μέσων αποδοχών που ελήφθησαν υπόψη για να υπολογιστεί η σύνταξη. Στην πράξη, ο δείκτης αυτός δείχνει ότι όσο χαμηλότερη ασφαλιστική κατηγορία επιλέγει κανείς, τόσο λειτουργεί το διανεμητικό σύστημα ώστε να στηριχθούν οι ασφαλισμένοι με… θεωρητικά χαμηλό εισόδημα. Ενώ, όσο αυξάνεται η ασφαλιστική κατηγορία, τόσο η αναδιανεμητική λειτουργία του συστήματος δεν λειτουργεί και το ύψος της σύνταξης ουσιαστικά αντιστοιχεί στο ύψος των εισφορών που έχουν καταβληθεί.
Να σημειωθεί ότι η σύγκριση γίνεται με τη λογική ότι ο ασφαλισμένος θα αποταμίευε την αντίστοιχη εισφορά που καταβάλλει σήμερα, σε μια κεφαλαιοποιητική σύνταξη. Στους υπολογισμούς της κεφαλαιοποιητικής σύνταξης έχει ληφθεί υπόψη πραγματική μέση ετήσια απόδοση επενδύσεων 2% (ονομαστική 4%) για περίοδο 40 ετών, υπόθεση την οποία έχει λάβει υπόψη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις μελέτες του Ageing Working Group 2024 για τα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα.
Από τον πίνακα που παρουσιάζει η «Κ» φαίνεται επίσης ότι υπάρχει ένας σταθερός συντελεστής αναπλήρωσης στην κεφαλαιοποιητική σύνταξη, της τάξης του 65,3%, με τον κ. Μπέτση να δηλώνει πως αυτό συμβαίνει γιατί τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα δεν εμπεριέχουν τη βασική αρχή της αλληλεγγύης ούτε εντός της ίδιας γενιάς.
Η μελέτη των Σ. Ρομπόλη και Β. Μπέτση δείχνει ότι όσο αυξάνεται η ασφαλιστική κατηγορία, τόσο μειώνεται ο συντελεστής αναπλήρωσης της σύνταξης.
Χωρίς να είναι απόλυτα συγκρίσιμα τα μεγέθη, καθώς η φύση της απασχόλησης είναι τελείως διαφορετική, αξίζει να επισημανθεί ότι ένας μισθωτός που κατά μέσον όρο λαμβάνει τον σημερινό κατώτατο μισθό, για 40 χρόνια, ήτοι 830 ευρώ μεικτά, καταβάλλοντας εισφορές (αυτός και ο εργοδότης του) της τάξης των 110,67 ευρώ τον μήνα, μόνο για κύρια ασφάλιση, θα λάβει κύρια σύνταξη 851,48 ευρώ μεικτά. Εάν οι ίδιες εισφορές αποταμιεύονταν σε ένα κεφαλαιοποιητικό ατομικό λογαριασμό για τα ίδια χρόνια, η σύνταξη θα ήταν της τάξης των 632,32 ευρώ. Ο συντελεστής αναπλήρωσης της αναδιανεμητικής σύνταξης ανέρχεται σε 102,6%, έναντι 76,2% συντελεστή αναπλήρωσης της κεφαλαιοποιητικής. Αντιστοίχως, ένας μισθωτός με μέσο μεικτό μισθό 2.000 ευρώ, καταβάλλει μαζί με τον εργοδότη του εισφορές της τάξης των 400 ευρώ και ύστερα από 40 έτη θα λάβει σύνταξη 1.523,65 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 71,8% των εισφορών που έχει καταβάλει.

