Οταν μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι περισσότερες γυναίκες δεν δούλευαν (συμμετοχή 36,8% το 1983) και οι περισσότερες αυτοχαρακτηρίζονταν σαν νοικοκυρές. Το ίδιο περίπου, τότε, ίσχυε στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Ιρλανδία.
Σαράντα χρόνια από τότε, έπειτα από νομοθετικές πρωτοβουλίες και πλήθος προγραμμάτων για την ισότητα, όλες οι χώρες έχουν προχωρήσει. Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται στο υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής γυναικών στην ιστορία της: 57,6% το 2023. Η ανεργία γυναικών μειώθηκε. Τα νέα κορίτσια υπερτερούν σε εισαγωγή και επιδόσεις στα πανεπιστήμια.
Τα καταφέραμε; Σε σύγκριση με τους άλλους «της κατηγορίας μας», μείναμε πίσω: όλοι τα πήγαν πολύ καλύτερα. Για να φτάσουμε το ποσοστό της Γερμανίας ούτε συζήτηση, της Δανίας άπιαστο όνειρο.
Παλαιότερα δεν το θεωρούσαμε πρόβλημα. Καμαρώναμε την «ελληνική ιδιαιτερότητα»: οι γυναίκες εργάζονται όσο επιθυμούν επειδή αγαπούν την οικογένειά τους.
Με το δημογραφικό να φορτώνει τα παραγωγικά βάρη σε ολοένα μικρότερο αριθμό ανθρώπων, το κατόρθωμα μοιάζει περισσότερο με ανικανότητα να αξιοποιήσουμε τις παραγωγικές μας δυνατότητες.
Γιατί δεν αναζητούν εργασία πιο πολλές γυναίκες; Σε παλαιότερες έρευνες οι λόγοι που οι ίδιες ανέφεραν δεν αφορούσαν τις διακρίσεις ή την έλλειψη θέσεων εργασίας, αλλά τις υποχρεώσεις φροντίδας. Παλαιότερα ήταν τα παιδιά. Σήμερα και στο μέλλον είναι κυρίως οι ηλικιωμένοι. Την ίδια ώρα που οι ανάγκες επιταχύνουν την είσοδο και παραμονή των γυναικών στην απασχόληση, οι αυξανόμενες απαιτήσεις φροντίδας θα τις τραβούν από το μανίκι. Πόσες τελικά θα περάσουν την πόρτα του σπιτιού για εργασία; Θα δούμε.
* Η κ. Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

