Σημαντικές δυσλειτουργίες στην αγορά εργασίας διαπιστώνει η τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθώς παρά τη σημαντική μείωση της ανεργίας, το ποσοστό της οποίας έπεσε εντός του 2024 –για πρώτη φορά μετά την τριπλή κρίση του 2009 (οικονομική, χρέους και τραπεζική)– κάτω από το 10%, η συμμετοχή στην αγορά εργασίας το γ΄ τρίμηνο του έτους μειώθηκε σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023 στο 60,3% από 60,4%.
Και μπορεί η διαφορά να είναι οριακά αρνητική, όμως οφείλεται σε δύο ομάδες που αποτελούν στόχους για τις προωθούμενες πολιτικές απασχόλησης, τις γυναίκες και τους νέους. Παράλληλα, οι κενές θέσεις αυξάνονται, παρά τη σημαντική δεξαμενή των ανέργων, γεγονός που καταδεικνύει ότι η αναντιστοιχία δεξιοτήτων εντείνει τη διαρθρωτική ανεργία. Το υπουργείο Εργασίας, πάντως, στο πλαίσιο του ετήσιου προγραμματισμού για το 2025 έχει εντάξει δράσεις μείωσης της ανεργίας και κάλυψης των κενών θέσεων εργασίας, όπως άλλωστε είχε κάνει και το 2024.
Αναλυτικά, βάσει των πρόσφατων στοιχείων της Eurostat, η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας συνεχίζει να υστερεί σημαντικά από αυτήν των ανδρών (52,7% και 68,2% το γ΄ τρίμηνο του 2024). Αντιστοίχως, η συμμετοχή των νέων 15-29 ετών στην αγορά εργασίας μειώθηκε ελαφρώς τον τελευταίο χρόνο (από 44,9% το γ΄ τρίμηνο του 2023 σε 43,4% το γ΄ τρίμηνο του 2024).
Συνολικά βέβαια, αν και υπολείπεται σημαντικά από τα προ κρίσης επίπεδα, η απασχόληση τον τελευταίο χρόνο αυξήθηκε. Το σύνολο των απασχολουμένων το γ΄ τρίμηνο του 2024 ανήλθε σε 4,25 εκατ. άτομα, αριθμός αυξημένος κατά 67.000 σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο του 2023 (αύξηση 1,6%). Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μάλιστα δείχνουν πως ανά τύπο απασχόλησης η αύξηση προήλθε από τις θέσεις πλήρους απασχόλησης οι οποίες το γ΄ τρίμηνο του 2024 σημείωσαν αύξηση κατά 1,9% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2023, με τις θέσεις μερικής απασχόλησης να σημειώνουν μείωση (2,6%). Ως εκ τούτου, η μερική απασχόληση κατά το γ΄ τρίμηνο του 2024 διαμορφώθηκε στο 6,2% του συνόλου της απασχόλησης (έναντι 6,5% το γ’ τρίμηνο του 2023), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην E.E. είναι 18,5% (έναντι 18,2% το γ΄ τρίμηνο του 2023). Αλλά και τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη» δείχνουν πως το 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2024 σημειώθηκαν 2.574.577 προσλήψεις, με το 53,2% να είναι πλήρους απασχόλησης και οι υπόλοιπες μερικής ή εκ περιτροπής. Οι περισσότερες προσλήψεις σημειώθηκαν στους τομείς Εκπαίδευση, Αθλητικές Δραστηριότητες και Δραστηριότητες Διασκέδασης και Ψυχαγωγίας και στην Υγεία.
Οι κενές θέσεις αυξάνονται, παρά τη σημαντική δεξαμενή των ανέργων.
Οσο για τον αριθμό των κενών θέσεων εργασίας στο σύνολο της οικονομίας κατά το γ΄ τρίμηνο του 2024, τα στοιχεία δείχνουν άνοδο. Συγκεκριμένα, οι κενές θέσεις έφθασαν τις 46.997, αυξημένες κατά 27,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Οι περισσότερες κενές θέσεις συναντώνται στην Εκπαίδευση (21,1%), στον κλάδο του Τουρισμού (18,2%), στον δημόσιο τομέα (Δημόσια Διοίκηση, Αμυνα και Κοινωνική Ασφάλιση) (14,8%) και στο Λιανικό Εμπόριο (13,2%).
Κι εδώ έρχεται η επόμενη «δυσλειτουργία» της αγοράς εργασίας, που αποτελεί άλλωστε και μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για το 2025. Οπως επισημαίνει και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, ο υψηλός αριθμός κενών θέσεων εργασίας παρά το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό που υποδηλώνει το επίπεδο της ανεργίας, καταδεικνύει την αναντιστοιχία ζητουμένων και προσφερομένων δεξιοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας. Πρόκειται για ένα σημαντικό εμπόδιο στην προσπάθεια αντιμετώπισης της ανεργίας και βελτίωσης της παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και την έρευνα του ΕΛΙΑΜΕΠ, η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά σε δείκτες όπως η ανάπτυξη δεξιοτήτων και η αποτελεσματική αντιστοίχισή τους με τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, μόνο το 21,7% των ελληνικών επιχειρήσεων παρέχει συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, έναντι 72,6% στην Ε.Ε., ενώ περίπου το 30% των εργαζομένων απασχολείται σε θέσεις που δεν σχετίζονται με τις σπουδές τους.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, κρίνεται απαραίτητη η ενίσχυση της εκπαίδευσης ενηλίκων και η επένδυση σε τομείς με αυξημένες ανάγκες δεξιοτήτων, όπως η τεχνολογία και η μηχανική, αλλά και η αύξηση της συμμετοχής στη διά βίου μάθηση και της ποιότητας των προγραμμάτων κατάρτισης. Τέτοιες παρεμβάσεις, αναφέρει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, θα μπορούσαν να μειώσουν την ανεργία και να βελτιώσουν την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, κρίνεται αναγκαία η ενίσχυση της διαχείρισης δεξιοτήτων μέσω προγραμμάτων κατάρτισης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων «ως σημαντικό βήμα για την ψηφιακή αναβάθμιση των επιχειρήσεων».
Να σημειωθεί πάντως, ότι σύμφωνα με το νέο σχέδιο δράσης του υπουργείου Εργασίας για το 2025, που αναρτήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων, ο προγραμματισμός για τον επόμενο χρόνο περιλαμβάνει –μεταξύ άλλων– δράσεις για την ενίσχυση της ισότητας στην αγορά εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, νέα στρατηγική για την απασχόληση, καθώς και παρεμβάσεις στις παθητικές πολιτικές απασχόλησης παράλληλα με ένα νέο πλαίσιο για την εποχική εργασία.

