Στην αρχή είχα επιφυλάξεις και περιέργεια. Τι ακριβώς θα βλέπαμε σε αυτή τη «μοναδική εμπειρία ακρόασης και εξερεύνησης του “πέρα από τον άνθρωπο” κόσμου», στην οποία ένα τετραμελές ερμηνευτικό σύνολο θα ζωντάνευε επί σκηνής τις εμπειρίες δύο ζώων, όχι με λόγια, αλλά με ήχους από καθημερινά αντικείμενα; Οι Times του Λονδίνου, όπου το εγχείρημα έκανε την πρεμιέρα του, το περιέγραψαν σαν μια «αλλόκοτη απόπειρα οικολογικής τέχνης, που ούτε η Γκρέτα Τούνμπεργκ δεν θα καταλάβαινε».
Και όμως. Η παράσταση «Cow | Deer», μια συμπαραγωγή του Royal Court Theatre με το Εθνικό Θέατρο, η οποία πλέον παρουσιάζεται στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», είναι ιδιαίτερη, πειραματική, αλλά δυσνόητη δεν τη λες. Ούτε «αλλόκοτη» – το σύγχρονο θέατρο έχει να επιδείξει πιο ιδιοσυγκρασιακά ανεβάσματα. Βασίζεται απλώς στην όχι και τόσο διαδεδομένη «τεχνική Foley», που αξιοποιεί ζωντανά ηχητικά εφέ, για να μιμηθεί, εν προκειμένω, όσα θα άκουγε κανείς αν βρισκόταν σε ένα αγρόκτημα, πλάι σε μια ετοιμόγεννη αγελάδα· ή σε ένα δάσος, μαζί με μια ελαφίνα που αναζητά τροφή.
Πότε ρυθμικό και άλλοτε πιο ελεύθερο, το χτύπημα των χεριών σε ένα δεμάτι άχυρα ακούγεται πράγματι σαν καλπασμός ζώου στη γη. Ενα ζευγάρι δερμάτινα γάντια, αν τιναχτούν με δύναμη και ταχύτητα, θυμίζουν το φτεροκόπημα ενός πουλιού. Ζουλήξτε με τα δάχτυλά σας επανειλημμένως τη σάρκα ενός καρπουζιού και ίσως ακουστεί ένα νεογέννητο μοσχάρι που θηλάζει τη μάνα του. Οταν η ελαφίνα της παράστασης βρήκε τροφή, το μασούλημά της το μιμήθηκαν εύκολα δύο ανθρώπινα δάχτυλα που έσκιζαν στα δύο ένα λαχανικό. Και όταν το ζώο, τρομαγμένο από μια αλωνιστική μηχανή, ξεστράτισε και βγήκε στον αυτοκινητόδρομο, οι τελευταίες του στιγμές, οι οπλές του που έτρεμαν στην άσφαλτο, προέκυψαν από δύο κρόταλα που χτυπούσαν σπασμωδικά.
Κάποια στιγμή, η διπλανή μου έκλεισε τα μάτια – αρκετοί θεατές «έβλεπαν» την παράσταση με αυτόν τον τρόπο. Λειτουργεί, προτίμησα όμως να εστιάσω στους τέσσερις ερμηνευτές και ερμηνεύτριες (Αλέξανδρος Ζοτάι, Χρήστος Θάνος, Κορίνα Κόκκαλη και Ιωάννα Τουμπακάρη), που από τις εκφράσεις τους έμοιαζαν ενίοτε σαν να συμπάσχουν με το ζώο που αναπαριστούσαν ηχητικά, παρά τις σωματικές απαιτήσεις του εγχειρήματός τους (ή και εξαιτίας τους). Ισως αυτή να ήταν η οδηγία της Βρετανίδας σκηνοθέτιδος Κέιτι Μίτσελ (που στην Ελλάδα συνεργάστηκε με την Ειρήνη Φαναριώτη). Την «ιστορία» του έργου υπέγραψε η συγγραφέας Νίνα Σιγκάλ, ενώ τον ηχητικό σχεδιασμό ανέλαβε η sound artist Μέλανι Γουίλσον.
Οχι, το «Cow | Deer» δεν θα άντεχε περισσότερο από τη μία ώρα που διαρκεί, ενώ και οι επεξηγηματικοί υπέρτιτλοι που το συνοδεύουν, χρήσιμοι είναι. Συνολικά όμως, το έργο έχει κάτι από τη μαγεία του κουκλοθεάτρου, του θεάτρου μαριονέτας, με τη διαφορά ότι εδώ ζωντανεύουν καθημερινά αντικείμενα, τα οποία παράγουν ήχους, που με τη σειρά τους γεννούν εικόνες ή ακόμα και αναπαριστούν φόβους, που ο άνθρωπος προκαλεί στα ζώα, αλλά συνήθως τους ξεχνάει. Είναι εφικτό άραγε, τα χέρια του, όπως και των ερμηνευτών της παράστασης, να τα λερώνει πιο συχνά με άχυρα ή χυμούς φρούτων, παρά με οτιδήποτε άλλο;

