«Ο Σαίξπηρ είναι… “Ντάλας”». Η φράση, ειπωμένη χαριτολογώντας από έναν Γάλλο κριτικό με αναφορά στη διάσημη, όλο ίντριγκες αμερικανική σαπουνόπερα των ’80s, συνοψίζει θαυμάσια μια νέα πτυχή των τεχνών που παρατηρούμε διεθνώς: τα ρευστά όρια ανάμεσα στο θέατρο, στο σινεμά και στην τηλεοπτική αφήγηση.
«Το ζητούμενο δεν είναι η πιστότητα, αλλά η αναπνοή που μπορεί να πάρει ένας χαρακτήρας όταν ξαναγεννιέται», εξηγεί ο Ορέστης Σταυρόπουλος, για τη μεταφορά του έργου «Τελευταία έξοδος – Ρίτα Χέιγουορθ».
Αυτή η συζήτηση, όμως, δεν είναι θεωρητική ούτε και στην Ελλάδα. Η θεατρική σεζόν 2025-26 συμπεριλαμβάνει πέντε νέες θεατρικές παραστάσεις που συνδέονται στενά ή πιο χαλαρά με το σινεμά και την τηλεόραση, ενώ επαναλαμβάνονται δύο από την προηγούμενη χρονιά. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν οι παραστάσεις «Το όνομα», «Baby Reindeer», «Τελευταία έξοδος – Ρίτα Χέιγουορθ», «Misery» και «Αρωμα γυναίκας». Στη δεύτερη ανήκει η «Φάλαινα», σε σκηνοθεσία Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, που διασκευάζει την οσκαρική ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι, και το σκοτεινό οικογενειακό δράμα «Festen», σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, που συνδέεται με την ομώνυμη ταινία του Τόμας Βίντεμπεργκ.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου, που τα τελευταία χρόνια κινείται με άνεση ανάμεσα στη σκηνή, στον κινηματογράφο και στις τηλεοπτικές πλατφόρμες, σκηνοθετεί φέτος ένα θεατρικό έργο που γνωρίσαμε μέσω της μεταφοράς του από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του Netflix. Το «Baby Reindeer» (Το Ταρανδάκι) είναι ένας μακρύς μονόλογος με ψυχολογικό βάθος και θρίλερ ατμόσφαιρα που ανεβαίνει στο Θέατρο Ιλίσια – Βολανάκης.
«Φυσικά το είδα, αλλά προσπάθησα να το ξεχάσω αμέσως μετά. Η σειρά υπήρξε αναφορά, όχι οδηγός», λέει όταν τον ρωτάμε για τη σχέση της παράστασης με τη μικρή οθόνη. «Ηθελα να βρω πώς αυτή η ιστορία μπορεί να σταθεί μπροστά σε ανθρώπους που αναπνέουν στον ίδιο χώρο, χωρίς φίλτρα, χωρίς μοντάζ. Το θέατρο έχει τη δική του ωμότητα κι εκεί βρίσκεται και η απελευθέρωση. Μπορείς να ψάξεις την αμηχανία, το χιούμορ, τη ζωντανή στιγμή».


Τον ρωτάμε πώς νιώθει όταν εναλλάσσεται σκηνοθετικά ανάμεσα σε έναν «κλασικό» ήρωα του Μπέκετ στο «Τέλος του παιχνιδιού» και σε έναν ήρωα απολύτως σύγχρονο. «Νιώθω λίγο σαν να πηγαινοέρχομαι ανάμεσα σε δύο αιώνες», απαντά. «Ο Μπέκετ είναι η σιωπή, η αναμονή. Ο Γκαντ που έγραψε το “Ταρανδάκι” είναι η υπερέκθεση στο Ιντερνετ, η εικόνα που δεν σταματά ποτέ. Κι όμως, και οι δύο μιλούν για τη μοναξιά. Τα βλέπω ως δύο τρόπους για να ειπωθεί η ίδια αγωνία· εγώ απλώς αλλάζω πρίζα».
Το «άλλαγμα της πρίζας» –αυτή η σχεδόν ηλεκτρική μετάβαση από το φως της οθόνης στο φως της σκηνής– αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική εικόνα της εποχής μας. Η ρευστότητα των ορίων δεν είναι μόνο αισθητική, είναι και υπαρξιακή. Οι Ορέστης και Δημήτρης Σταυρόπουλος, που συνυπογράφουν τη σκηνοθεσία του θεατρικού «Τελευταία έξοδος – Ρίτα Χέιγουορθ» (θέατρο Ανεσις), διασκευάζουν το ομώνυμο διήγημα του Στίβεν Κινγκ, στο οποίο βασίστηκε επίσης η ομώνυμη ταινία του Φρανκ Ντάραμποντ. «Η λογοτεχνία ιντριγκάρει τους ανθρώπους του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στρεφόμαστε σε αυτήν αναζητώντας, τρόπον τινά, μια ανθρωπολογία της εποχής μας. Διερευνούμε διαφορετικά πάθη, νέους ήρωες. Το ζητούμενο δεν είναι η πιστότητα στην οθόνη, αλλά η αναπνοή που μπορεί να πάρει ένας χαρακτήρας όταν ξαναγεννιέται πάνω στη σκηνή», εξηγεί ο Ορέστης Σταυρόπουλος.
Τον ρωτάμε εάν έχει δει την ταινία και απαντά γελώντας ότι την παρακολούθησε τουλάχιστον 100 φορές κατά την προετοιμασία της παράστασης. Για τον ίδιο, το πλαίσιο της φυλακής είναι μια μεταφορά για την εποχή που ζούμε. «Ο ήρωας, με τη στωική αλλά σταθερή αντίσταση που προβάλλει, γίνεται το αντίβαρο στο κοπάδι που αποτελεί την καθημερινότητά μας – έναν εγκλωβισμό χωρίς τοίχους, αλλά εξίσου καταπιεστικό».
Προφανώς από τα λεγόμενα όλων η «ρευστότητα» των ειδών δεν είναι τεχνική, αλλά υπαρξιακή ανάγκη. Η τηλεόραση αναζητάει το αίσθημα του «παρόντος» που μόνο το θέατρο γνωρίζει. Το θέατρο γράφεται σαν σενάριο. Το σινεμά δομείται με ρυθμούς σκηνής. «Το βασικότερο είναι να έχεις ένα αρχικό υλικό κατάλληλο για μεταφορά», σχολιάζει ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που υπογράφει σκηνοθετικά την παράσταση «Το όνομα» (θέατρο Αθηνά), την ελληνική εκδοχή της γαλλικής κινηματογραφικής κωμωδίας «Le Prénom», που προϋπήρξε ως θεατρικό κείμενο. Η πλοκή εξελίσσεται στη διάρκεια ενός φιλικού γεύματος, όταν αποκαλύπτεται ότι το μωρό που περιμένει το ζευγάρι της παρέας θα βαφτιστεί Αδόλφος.
«Οταν έχεις ένα έργο που διαδραματίζεται σε έναν, μοναδικό χώρο, με ενδιαφέροντες χαρακτήρες οι οποίοι επικοινωνούν καλά μεταξύ τους, τότε ναι, μπορείς να μεταφέρεις την πλοκή ενός κινηματογραφικού έργου στο θέατρο», μας λέει. «Ομως για εμένα το σημαντικότερο είναι κάθε είδος να είναι ολοκληρωμένο και αυτόφωτο. Τότε μια μεταφορά έχει ουσία και σημασία».

