«Με πήραν τα γεμάτα σβάρα – περπατάω κοντά τα εκατό. Είπε κανένας καλά νιάτα; Οχι, καλά γεράματα και καλόν θάνατο. Τα έρημα τα νιάτα περνάνε, για τα γεράματα τι να κάνεις. […] Καλά γεράματα ήλεγε και εμείς οι κοπέλες γελάγαμαν. Για που έρχονται του καθενός».
Με αυτόν τον τρόπο ξεκινάει η Αλέξω, μία γυναίκα γύρω στα 100, την αφήγησή της σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» (εκδ. Πατάκη), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ρόδα στο μαντίλι». Το βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 2022 βιβλίο έχει θεωρηθεί ένα λογοτεχνικό εργόχειρο, γραμμένο στη νότια ηπειρωτική διάλεκτο της Θεσπρωτίας και διατηρώντας την προφορικότητά του και στις 600 σχεδόν σελίδες του. Αυτό το γεμάτο λαϊκά ιδιώματα κείμενο, που υπογράφει ο γεννημένος στον Αμπελώνα Θεσπρωτίας Σωτήρης Δημητρίου και το οποίο αποτελεί ένα από τα πιο ώριμα και σύνθετα έργα του, μετουσιώνεται σε θεατρική πράξη από τον Περικλή Μουστάκη.
Στην παράσταση «Ρόδα στο μαντίλι», που παρουσιάζεται, στο πλαίσιο του «Ολη Ελλάδα ένας Πολιτισμός», στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αρτας, ο σκηνοθέτης διατηρεί το, δύσκολο στην ανάγνωση, γλωσσικό ιδίωμα του βιβλίου, στο οποίο απουσιάζει σκοπίμως οποιασδήποτε μορφής γλωσσάρι, στις πίσω σελίδες του. Δεν πρόκειται για παράλειψη, αλλά για πρόθεση του συγγραφέα, που μέσα από τη ρυθμική ροή της γλώσσας, δεν βάζει απλώς την ηλικιωμένη μητέρα του Αλέξω να αφηγείται την ιστορία της, αλλά κάνει τον αναγνώστη να τη βιώνει μαζί της.
Ο εσωτερικός ρυθμός
«Διαπίστωσα ότι είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται συλλογικά, παρόλο που γενικά θεωρώ ότι η ανάγνωση γίνεται κατά μόνας. Θα πρέπει μία ομάδα ολόκληρη να το “αναπνεύσει” και να “πιάσει” τον εσωτερικό ρυθμό του. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε μέσα από την παράσταση – με τον τρόπο που προσλαμβάνει ο καθένας τον λόγο της Αλέξως, την οποία υποδύεται η Δώρα Στυλιανέση, βγαίνουν προς τα έξω τα βαθιά του νοήματα», λέει ο Περικλής Μουστάκης.
Από το πυκνό κείμενο με τα δεκάδες κεφάλαια –ένα για κάθε ιστορία που έχει να μας αφηγηθεί η πρωταγωνίστρια– ο σκηνοθέτης επιλέγει να επικεντρωθεί μόνο στα «Ρόδα στο μαντίλι». «Το διάλεξα γιατί εδώ υπάρχει έντονα το στοιχείο του θαυμασμού. Η Αλέξω, αν και είναι κοντά στα τέλη του βίου της, συνεχώς απορεί και θαυμάζει τον κόσμο γύρω της, μέχρι να φτάσει στη νεκρική της κλίνη. “Τώρε πώς από ένα σιάλι ξεχώρισε ο Θεός την κοπέλα από το παιδί; Δεν είναι κατόρθωμα αυτό που έκανε ο Θεός; […] Πώς βάνει στη μύτη του κόσμου τις μυρουδιές και στο στόμα τις γεύσεις;” την βλέπουμε να αναρωτιέται. Οταν ένας άνθρωπος θαυμάζει, είναι ένας άνθρωπος ζωντανός και ο θαυμασμός ενέχει την απορία», λέει ο Περικλής Μουστάκης.
«Είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται συλλογικά, παρόλο που θεωρώ ότι η ανάγνωση γίνεται κατά μόνας», λέει ο σκηνοθέτης Περικλής Μουστάκης για τη μεταφορά του λόγου του Σωτήρη Δημητρίου στη σκηνή.
Διαπιστώνει, μάλιστα, ότι ο θαυμασμός που εκφράζει η Αλέξω, αλλά και οι άλλες μορφές που εμφανίζονται στο βιβλίο διέπονται από μία παιδικότητα – μία έννοια που συμπυκνώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον στο εδώ και τώρα. «Η ηρωίδα μας έχει το ψυχικό σθένος να νοηματοδοτεί αδιάκοπα τη ζωή. Παρά τις κακουχίες, τη φτώχεια και τους πολέμους που έχει ζήσει, συνεχώς δοξάζει τη φύση, τον κόσμο, τον άλλον άνθρωπο. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το θείο δώρο του βιβλίου –η εμμονή του να νοηματοδοτώ αενάως τη ζωή μου μέσα από απλά πράγματα– κάτι που δεν υπάρχει σήμερα».
Ο δοξαστικός λόγος της έρχεται να αποτυπωθεί με έναν τελετουργικό τρόπο στην παράσταση η οποία, σύμφωνα με τον κ. Μουστάκη, καταφέρνει να φέρει το κείμενο κοντά στο κοινό και να γίνει πλήρως κατανοητό, παρόλο που έχει χαρακτηριστεί ως ένα απαιτητικό ανάγνωσμα, παραδεχόμενος ότι την πρώτη φορά που το διάβασε δυσκολεύτηκε αρκετά. «Θέλει ιδιαίτερη συγκέντρωση και πάνω από όλα απαιτεί τη “βραδύτητα”, κάτι που σχετίζεται εντελώς με την ποιοτική ανάγνωση, αλλά και με τη ζωή της Αλέξως και των ανθρώπων στην επαρχία», αναφέρει.
Συζητώντας μαζί του για την πολυδιάστατη αυτή φιγούρα, για την οποία θα χρειαζόμασταν και άλλες σελίδες για να αναλύσουμε περαιτέρω, ο Περικλής Μουστάκης χαρακτηρίζει την Αλέξω «καλλιτέχνη», με την έννοια ότι η ίδια θέτει συνεχώς ερωτήματα που απαντούν στο «πώς», όπως ακριβώς και οι άνθρωποι της τέχνης. «Ετσι ακριβώς χτίζεται ο πολιτισμός –από την περιέργεια– αγγίζοντας καμιά φορά και τα όρια του κουτσομπολιού. “Τίνος είναι αυτός;”, λένε οι ηλικιωμένοι στα χωριά, χαρτογραφώντας με τον δικό τους τρόπο τον κόσμο».
Η παράσταση, στην οποία συμμετέχει και ο ίδιος ως μέλος του χορού που συνδιαλέγεται έμμεσα με την κεντρική αφηγήτρια και το κοινό, έρχεται να καθαγιάσει τη δημώδη γλώσσα, η οποία έχει αντιμετωπιστεί κατά καιρούς με υποτιμητικό τρόπο. «Τα Ηπειρώτικα, τα Ρουμελιώτικα κ.ά. έχουν χαρακτηριστεί από πολλούς “βλάχικα” με σκοπό να προσβάλλουν την ιδιομορφία τους. Εμείς αποκαλύπτουμε ότι εν τέλει μπορεί να έχουμε ανάγκη αυτή την ιδιαιτερότητα, καθώς φωτίζει με πλήθος διαφορετικών τρόπων την πραγματικότητά μας και γινόμαστε πιο πλούσιοι», καταλήγει.
«Ρόδα στο μαντίλι – Ουρανός απ’ άλλους τόπους», 19-20/8, Αρχαιολογικό Μουσείο Αρτας.

