Στην καρδιά του Σέντραλ Παρκ, ανάμεσα στο πλούσιο πράσινο και τα δέντρα, η σκηνή του διάσημου Delacorte ξεπροβάλλει σαν μια υπαίθρια θεατρική όαση εδώ και πάνω από 60 χρόνια. Το θέατρο, που θεωρείται «σπίτι του Σαίξπηρ», καθώς σχεδόν όλες οι παραστάσεις που ανεβαίνουν αφορούν το έργο του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα, άνοιξε χθες για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό, ύστερα από μια ανακαίνιση που κράτησε δύο χρόνια.
Η ιστορία του αρχίζει το 1962, όταν ο θεατρικός παραγωγός και σκηνοθέτης Τζόζεφ Παπ επεδίωξε να δημιουργήσει έναν χώρο όπου το κοινό θα μπορούσε να απολαύσει δωρεάν θεατρικές παραστάσεις υψηλής ποιότητας, κάνοντας το κλασικό θέατρο προσβάσιμο σε όλους. Με χρηματοδότηση από τον Τζορτζ Ντελακορτ, του οποίου το όνομα δόθηκε και στο θέατρο, το όνειρο του Τζόζεφ Παπ έγινε πραγματικότητα, με τις περίπου 1.800 θέσεις θεατών να γεμίζουν, ειδικά τα πρώτα χρόνια, σε κάθε νέο ανέβασμα.
Εδώ όμως και μια δεκαετία η ανάγκη ανακαίνισης του θεάτρου –δεδομένου ότι μιλάμε για έναν υπαίθριο χώρο εκτεθειμένο σε καιρικά φαινόμενα και τα ζώα του πάρκου– ήταν επείγουσα. Τα μέτρα για την πανδημία, όμως, έβαζαν φρένο στις φιλόδοξες συζητήσεις για ριζικές αλλαγές του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Public Theatre, που οργανώνει και διαχειρίζεται τον χώρο.
Υστερα από δύο χρόνια λοιπόν, κατά τα οποία το θέατρο παρέμεινε κλειστό για τις εργασίες ανακαίνισης, κόστους 85 εκατ. δολαρίων, που χρηματοδοτήθηκαν από τη δημοτική αρχή της Νέας Υόρκης και από ιδιωτικά κεφάλαια, άνοιξε ξανά με παρόμοια εμφάνιση και αισθητική, αλλά τροποποιημένο και εκσυγχρονισμένο σε πολλά σημεία, σύμφωνα με το εκτεταμένο αφιέρωμα των NYT για την τελική διαμόρφωση του χώρου.
Το Delacorte, το οποίο βρίσκεται υπό τη διαχείριση του Public Theater, έχει παρουσιάσει περισσότερες από 160 παραστάσεις, μεταξύ των οποίων τα «Ερρίκος Ε΄» με τη Μέριλ Στριπ, «Ο έμπορος της Βενετίας» με τον Αλ Πατσίνο, ενώ σε μία από τις τελευταίες φορές που άνοιξε για το κοινό παρουσιάστηκε ο «Αμλετ» σε σκηνοθεσία του Κένι Λέον. Χθες η ολοκαίνουργια σκηνή, η οποία διαμορφώθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στην εύκολη κίνηση των ηθοποιών πάνω σ’ αυτή, εγκαινιάστηκε με τη «Δωδέκατη νύχτα» σε σκηνοθεσία Σαχίμ Αλί, με τους Σάντρα Ο, Πίτερ Ντίνκλατζ, Τζέσι Τάιλερ Φέργκουσον κ.ά. στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Με έμφαση στην προσβασιμότητα, κάτι το οποίο έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να είχε διαφυλαχθεί από τη στιγμή που το πνεύμα του θεάτρου έχει ταυτιστεί με την έννοια της συμπερίληψης, ο χώρος περιλαμβάνει πλέον 12 θέσεις λιγότερες από τον αρχικό σχεδιασμό. Χάρη σε αυτόν τον ελάχιστο περιορισμό θέσεων, τα νέα καθίσματα είναι μεγαλύτερα, υπάρχουν περισσότερες ράμπες, αλλά και πιο βολικές θέσεις καθισμάτων για χρήστες αναπηρικών αμαξιδίων.
Οσον αφορά το εξωτερικό του, η όψη του είναι ελαφρώς διαφορετική από ό,τι προηγουμένως, με το τοίχωμα που το περιβάλλει να μοιάζει πλέον με κώνο, παρά με κύλινδρο, κάτι το οποίο με βάση τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό προσδίδει μια πιο φιλόξενη αίσθηση στο ιστορικό θέατρο.

