Δύο γυναικείες μορφές –η Αντιγόνη και η Λυσιστράτη– συναντήθηκαν στο μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου όχι ως θραύσματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αλλά ως ζωντανές φωνές του σήμερα, καθισμένες στον επαρχιακό καφενέ «Παναγούλα», έναν τόπο συμβολικό που παραμένει αλώβητος στον χρόνο, όπως και οι ιστορίες τους.
Η διπλή παράσταση «Δεξιά της κοίτης», σε κείμενο του Γιάννη Παλαβού και «Συνεδρία πολέμου» του Αρη Αλεξανδρή, που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και αποτελεί μέρος του κύκλου Contemporary Ancients σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, σύστησε στο κοινό μία Αντιγόνη που σκιαγραφεί τη σχέση πατέρα-κόρης, και μία Λυσιστράτη, η οποία περιγράφει τη σχέση της γενιάς Ζ με το σεξ και τον ψηφιακό κόσμο.
Με πηγή έμπνευσης τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, στην ορχήστρα του θεάτρου εμφανίστηκε, μαυροντυμένη, η ηθοποιός Ρένια Λουιζίδου, υποδυόμενη μία γυναίκα από τη Βόρεια Ελλάδα, η οποία ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει ένα μνημόσυνο. Με γλαφυρό τρόπο και έντονη κοζανίτικη προφορά, η πρωταγωνίστρια θυμάται τον πατέρα της, έναν λαϊκό οργανοπαίχτη, που από αγαπημένη φιγούρα του χωριού, μέσα σε μία νύχτα εκδιώχθηκε σαν άλλος Οιδίποδας από τον τόπο του.

Υπό τους ήχους του κλαρίνου και την αισθαντική φωνή της Μαριάμ Ρουχάτζε, που ερμήνευσε παραδοσιακά μοιρολόγια και τραγούδια από την Ηπειρο, η ηρωίδα μάς μετέφερε πειστικά σε έναν νεκρικό τόπο, δεξιά της κοίτης, εκεί όπου ο πατέρας της συνήθιζε να απομονώνεται και να παίζει με το κλαρίνο του την πατινάδα του γάμου.
Ο εν βρασμώ ψυχής φόνος του νεαρού Γιώργου, με τον οποίο η ηρωίδα ήταν ερωτευμένη, δεν ανάγκασε μόνο εκείνον να ζήσει σαν αποδιοπομπαίος τράγος, αλλά και την κόρη του να τον ακολουθήσει στην περιπλάνησή του. Η πρωταγωνίστρια, βαδίζοντας στα χνάρια του μύθου του Σοφοκλή, παραμένει αφοσιωμένη στο πλευρό του, και μέσα από τον σπαρακτικό της μονόλογο, στην πραγματικότητα, προσπαθεί να βρει τη λύτρωσή της και να πει τη δική της ιστορία.
Τη σκυτάλη από τη διαφορετική αυτή Αντιγόνη –την οποία κάλλιστα θα μπορούσαμε να συναντήσουμε σε ένα από τα βιβλία του Γιάννη Παλαβού– πήρε μία σύγχρονη Λυσιστράτη, που παρακολουθούσε το τελετουργικό καθισμένη στο μικρό επαρχιακό καφενείο (σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης). Η μετάβαση από την τραγωδία του Σοφοκλή στην κωμωδία του Αριστοφάνη, αλλά και από την Ελλάδα μιας άλλης εποχής στο σήμερα, αποδείχθηκε δύσκολο εγχείρημα, με την παρουσία του χορού να προσπαθεί να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο έργων.
Ο Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης, με γυναικεία μεταμφίεση, εμφανίστηκε στην ορχήστρα του θεάτρου ως ψυχολόγος και ξεκίνησε έναν φανταστικό διάλογο με τους θεραπευόμενούς του, το κοινό. Με έξυπνο χιούμορ και λέξεις που συχνά συναντάμε σε παρέες της γενιάς Ζ (όπως τα λεγόμενα «situationships»), ο Αρης Αλεξανδρής βάζει τη Λυσιστράτη όχι να προτάξει τον έρωτα ως εργαλείο πίεσης για να σταματήσει ο πόλεμος –όπως γράφει ο Αριστοφάνης–, αλλά να ορίσει το ίδιο το σεξ ως πόλεμο.
Ενα κείμενο με απλή γλώσσα, αλλά δύσκολο στη θεατρική του μεταφορά, σκιαγραφεί το προφίλ των σημερινών σχέσεων μέσα από ατάκες που θίγουν με καταιγιστικό ρυθμό τη λογική των dating apps, τη δυσκολία –και κυρίως την αδιαφορία μας– να συναντήσουμε τον άλλον, αλλά και την αδυναμία να συνομιλήσουμε ουσιαστικά με τον ίδιο μας τον εαυτό, παρά τις ώρες και τα χρήματα που ξοδεύουμε σε συνεδρίες.
Και μπορεί η σκηνοθετική επιλογή του Γιάννη Σκουρλέτη να εμφανιστεί η Λυσιστράτη με υπερβολικά εξωτερικά χαρακτηριστικά –όπως ψεύτικο στήθος και οπίσθια– να ξένισε, τα λόγια της όμως ήταν μία τόσο φρέσκια και τολμηρή απεύθυνση στη νέα γενιά, που μετά τη λήξη της παράστασης προκάλεσε πολλές συζητήσεις.

