«Αυτό που με τράβηξε στο βιβλίο ήταν η ίδια η Γιoνγκ-Χιε, η εξέγερσή της πρώτα ενάντια στο κρέας και στη συνέχεια ενάντια σε οτιδήποτε βάναυσο και βίαιο στις σχέσεις και στον κόσμο. Με συγκίνησε η ονειρική, οραματική “φυτική πορεία” της. Προσπάθησα να μείνω πιστή στο αφηγηματικό τόξο και στη γλώσσα του μυθιστορήματος, δίνοντας κεντρική θέση σε αυτή τη σιωπηλή φιγούρα που, στη σκηνή, ανακτά την παρουσία της».
Μιλάμε με την ηθοποιό, θεατρική συγγραφέα και σκηνοθέτιδα Ντάρια Ντεφλοριάν, μία από τις πιο πρωτότυπες φωνές του ιταλικού και ευρωπαϊκού θεάτρου. Σε λίγες ημέρες το Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου παρουσιάζει την παράστασή της «Η χορτοφάγος», στην Πειραιώς 260, για τρεις βραδιές. Πρόκειται για την ελεύθερη θεατρική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Κορεάτισσας νομπελίστριας Χαν Γκανγκ, λογοτεχνικό κείμενο που από τη φύση του ισορροπεί μεταξύ λογικής και τρέλας, αλληγορίας και ρεαλιστικής καταγραφής της σύγχρονης κορεατικής κοινωνίας.
Για την ερμηνεία της Γιονγκ-Χιε, κάθε λεπτομέρεια είχε σημασία: το περπάτημά της, οι δισταγμοί της, η περιπλάνησή της στην πραγματικότητα και, τελικά, η ρίζα της στα όνειρα.
Στη «Χορτοφάγο» η απόφαση της Γιoνγκ-Χιε να πάψει να τρώει κρέας καταλήγει σε μια αδυσώπητη, αταλάντευτη άρνηση απέναντι σε ό,τι ονομάζεται κανονικότητα. Η συχνά αφαιρετική αφήγηση του βιβλίου έχει μετατραπεί από τη διακεκριμένη Ντεφλοριάν σε θεατρική γλώσσα. Αρχικά, η σκηνοθέτις συνεργάστηκε με τη σεναριογράφο Φραντσέσκα Μαρτσιάνο για να δημιουργήσει ένα είδος περιγράμματος που ακολουθούσε την πορεία του βιβλίου. Στη συνέχεια, η συγκεκριμένη δομή –λίγες μόνο σελίδες– «εμπλουτίστηκε και μερικές φορές μεταμορφώθηκε», όπως λέει η ίδια, καθ’ όλη τη διάρκεια της πρόβας με τους ηθοποιούς.
Η σταδιακή μεταμόρφωση της ηρωίδας του βιβλίου –και της παράστασης κατά τις πρόβες– δεν μπορεί παρά να μας φέρει στο μυαλό τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, μια εξελικτική διαδικασία που συνδυάζει τον ψυχολογικό ρεαλισμό με συμβολικά και ποιητικά στοιχεία.
– Πώς αποδίδεται στο θέατρο αυτή η διαδικασία που μετατρέπει κυριολεκτικά τη γυναίκα σε φυτό χωρίς αυτό να γίνει γκροτέσκο;
– Η «φυτική πορεία» που επιλέγει η Γιoνγκ-Χιε δεν εικονίζεται ποτέ. Αντίθετα, καθώς το έργο ξεδιπλώνεται, σκιές και φαντάσματα καταλαμβάνουν σιγά σιγά χώρο – μέχρι που φυτικές μορφές εισβάλλουν σε ολόκληρη τη σκηνή. Αν το πρώτο μέρος –το οποίο ονομάσαμε «Κόκκινο»– παρουσιάζει μόνο τους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας, το δεύτερο, «Ανοιχτό Γαλάζιο», επιτρέπει στις εμμονές του κουνιάδου να γίνουν ορατές στο κοινό. Και τέλος, στο τρίτο και τελευταίο μέρος, το «Πράσινο», η αφήγηση της αδελφής στοιχειώνεται από πολλές παρουσίες – πάνω απ’ όλα, αυτή της ίδιας της πρωταγωνίστριας.

– Η βία –σωματική, συναισθηματική και κοινωνική– είναι κεντρική στο μυθιστόρημα. Θα την αναπαραστήσετε στη σκηνή;
– Επίτηδες επέλεξα να μην τονίσω τη βία, η οποία στη σκηνή αναπόφευκτα θα φαινόταν τεχνητή. Το θέατρο είναι ένα γεγονός – είτε συμβαίνει είτε όχι. Πιστεύω στη δύναμη της γλώσσας και, σε αυτή την περίπτωση, αυτό που λέγεται είναι ήδη τόσο βίαιο που αρκεί για να μας χτυπήσει βαθιά.
– Πώς παρουσιάζετε τη σύγκρουση συμμόρφωσης και εξέγερσης, ειδικά σε ένα χαρακτήρα σαν τη Γιονγκ-Χιε που αντιστέκεται μέσω της σιωπής της;
– Αφιερώσαμε με τους ηθοποιούς πολύ χρόνο σε αυτοσχεδιασμούς δουλεύοντας με τον χώρο, τον φωτισμό και τον ήχο από τα πρώτα στάδια. Ηταν μια αργή, συλλογική διαδικασία που ενώθηκε σε ένα αφηγηματικό νήμα μόνο κατά τις τελευταίες εβδομάδες. Οχι μόνο η Γιονγκ-Χιε, αλλά και οι τέσσερίς μας ψάξαμε μέσα από τα σώματά μας, τις χειρονομίες και τις χωρικές συνθέσεις για τους χαρακτήρες μας. Ειδικά για την ερμηνεία της Γιονγκ-Χιε, κάθε λεπτομέρεια είχε σημασία: το περπάτημά της, οι δισταγμοί της, η περιπλάνησή της στην πραγματικότητα και, τελικά, η ρίζα της στα όνειρα. Ακόμα και για την αδελφή, την οποία υποδύομαι, ο συνδυασμός της ηχούς και της απόκλισης ήταν απαραίτητος.
– Θεωρείτε τη «Χορτοφάγο» φεμινιστικό έργο και, αν ναι, αυτή η οπτική επηρέασε τις σκηνοθετικές επιλογές σας;
– Θεωρώ το μυθιστόρημα –και αργότερα το θεατρικό έργο– μια ουσιαστική συμβολή στη συνεχή καταγγελία των πολλών μικρών και μεγάλων βιαιοτήτων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες καθημερινά. Πιστεύω ότι η δύναμη αυτής της ιστορίας έγκειται στον τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτει τον κίνδυνο της βίας που ο καθένας μας κουβαλάει μέσα του. Είναι μια καθημερινή ευθύνη που όλοι μοιραζόμαστε.
«Η χορτοφάγος», 13-15/7, Πειραιώς 260.

