Το Νομπέλ Λογοτεχνίας που απονεμήθηκε πρόσφατα στον Λάσλο Κρασναχορκάι ήταν απλώς η επιβεβαίωση ότι ο Ούγγρος συγγραφέας αποτελεί έναν από τους πιο σπουδαίους λογοτέχνες του καιρού μας. Στην Ελλάδα, πάντως, τον έχουμε γνωρίσει ελαφρώς… ανάποδα, μέσα από τις κατά τα άλλα εξαιρετικές μεταφράσεις των εκδόσεων Πόλις. Οι τελευταίες κυκλοφόρησαν το 2015 το αριστουργηματικό «Πόλεμος και πόλεμος», γραμμένο το 1999, για να ακολουθήσουν η καφκική «Μελαγχολία της αντίστασης» (1989), το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Το τανγκό του Σατανά» (1985) και «Η επιστροφή του βαρόνου Βενκχάιμ (2016). Υπό αυτή την έννοια είναι ευπρόσδεκτη η άμεση κυκλοφορία του «Πάει και το Φραντζολάκι» (μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι), του πιο πρόσφατου έργου του Κρασναχορκάι, προκειμένου να δούμε ποια είναι τα θέματα αλλά και η φόρμα που απασχολούν σήμερα τον συγγραφέα.
Η Ουγγαρία ως τόπος – κοινωνία – ανθρωπογεωγραφία αποτελεί σκηνικό των περισσότερων έργων του συγγραφέα, ωστόσο με τρόπο ως επί το πλείστον αόριστο αν όχι σχεδόν ονειρικό, όπως συμβαίνει στα δύο πρώτα του μυθιστορήματα. Αντιθέτως, εδώ η «σύγκρουση» με την πατρίδα του, στη σύγχρονη μάλιστα μορφή της, είναι πολύ πιο άμεση, μετωπική. Κεντρικός ήρωας είναι ο ηλικιωμένος Γιόζι Κάντα, φαινομενικά ένας απλός συνταξιούχος ηλεκτρολόγος, που ζει ειρηνικά σε κάποιο χωριό· στην πραγματικότητα (;) όμως απόγονος του Τζένγκις Χαν και του Μπέλα Δ΄, νόμιμος κληρονόμος κοντολογίς του ουγγρικού θρόνου. Οταν ωστόσο μια ομάδα όψιμων –αλλά πολύ φανατικών– οπαδών του θα τον ανακαλύψει στο σπιτάκι του, μια παράξενη φλόγα θα αρχίσει να σαλεύει στην καρδιά του γερο-βασιλιά.
Ο Κρασναχορκάι παίρνει επ’ ώμου το (ούτως ή άλλως αγαπημένο του) όπλο της σάτιρας, προκειμένου να καυτηριάσει τη σύγχρονη νοσταλγία ενός γεμάτου ρομαντισμό, αλλά αναμφίβολα σκοτεινού, παρελθόντος. Και δεν μιλάμε απλώς για την από καιρό καταργημένη μοναρχία. Οι άνθρωποι που προστρέχουν στον «θείο Γιόζι», όμοιοι περισσότερο με μαθητές γύρω από πεφωτισμένο θρησκευτικό ηγέτη, είναι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απελπισμένοι – στην καλύτερη περίπτωση αιθεροβάμονες που αναζητούν διέξοδο στο πρόσωπο ενός εξωφρενικού μεσσία. Ανάμεσά τους, σε μια καθαρά αυτοσαρκαστική νότα, υπάρχει κι ένας περιπλανώμενος μουσικός ονόματι… Λάσλο Κρασναχορκάι.

Ενα άλλο αληθινό πρόσωπο που αναφέρεται συχνά πυκνά στο βιβλίο είναι ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν, επίσης με τόνο σκωπτικό ή και αδιάφορο, σαν εκείνος να αποτελεί απλή υποσημείωση στην ιστορία του τόπου. Γενικώς ο εθνικισμός, η θρησκοληψία και η ημιμάθεια πυροβολούνται εδώ ανελέητα, παρόλο που μέσα σε όλη αυτή τη σάτιρα υπάρχει ευδιάκριτη και μια νότα συμπόνιας και κατανόησης, αν όχι των ελαττωμάτων, τότε της χαώδους ανθρώπινης φύσης.
Φυσικά, ένα από τα πρώτα πράγματα που προσέχει κάποιος μη εξοικειωμένος με τη γραφή του Κρασναχορκάι είναι η συνεχόμενη, δίχως τις συνηθισμένες διακοπές της στίξης, ροή της. Εδώ η συγκεκριμένη φόρμα φτάνει πραγματικά στην αποθέωση, χωρίς ούτε μία τελεία από την αρχή έως το τέλος κάθε κεφαλαίου. Είναι σαν ο Ούγγρος δεξιοτέχνης να μας προσκαλεί να βρούμε μόνοι μας τις παύσεις στο χειμαρρώδες κείμενο και να αποφασίσουμε πού θα μπουν τα όρια μεταξύ αλληγορίας και ρεαλισμού.

