ΓΕΩΡΓΙΑ
ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ
Μπρέτσια
εκδ. Μετρονόμος,
2025, σελ. 158
Από το «Bagatelles της οδού Αλκαμένους» (Μετρονόμος: 2024) στο «Μπρέτσια», που σημαίνει «μπάζα», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Είναι άραγε ύφος αυτή η έμμεση υποτίμηση; Επιλογή που υποδηλώνει την αξία του ευτελούς; Η Γεωργία Συριοπούλου είναι δεινή παρατηρητής. Διαθέτει συνδυαστική νοημοσύνη –«περί της συγκολλητικής διάθεσης» ο υπότιτλος– που πολλοί θα ζήλευαν.
Εικαστικός, μουσικός και συγγραφέας, κατασκευάζει διηγήματα, αποσπασματικά και ελλειπτικά, έμπλεα νοηματικών ακροβασιών, που οδηγούν τον αναγνώστη σε απρόσμενες ατραπούς. Ενίοτε, χωρίς να βλέπουμε τη γέφυρα, συνειδητοποιούμε ότι την έχουμε διασχίσει.
Εδώ όμως διακυβεύεται και κάτι βαθύτερο. Δεν λειτουργεί ουδόλως υποτιμητικά η επιλογή των όρων «Bagatelles» και «Μπρέτσια». Η Συριοπούλου ειρωνεύεται, αυτοσαρκάζεται. Η αποσπασματική γραφή της είναι ένα λεπτοδουλεμένο παιχνίδι αμφιθυμίας: μια απόπειρα να σταθεί στο φως και ταυτόχρονα να αποσυρθεί στη σκιά. Το θραύσμα της μοιάζει με ράγισμα: αφήνει να περάσει μια υπόνοια προσωπικής αλήθειας, αλλά δεν επιτρέπει ποτέ να δούμε ολόκληρη την εικόνα. Στο «Αλατιέρα», θα μας αφηγηθεί ότι στο πατρικό της –«Ο,τι αφορά τον τόπο είναι πατρικό, η γλώσσα όμως είναι μητρική»– δεν υπήρχε το συγκεκριμένο αντικείμενο στο τέλος όμως θα ξεγλιστρήσει: «Αυτή λοιπόν τη σχέση μου με την αλατιέρα δεν μπορώ να τη μοιραστώ». Είναι σαν το βλέμμα μας να καλείται να ανασυνθέσει μια ιστορία που διαρκώς αναβάλλεται.
Η στιγμή της παύσης
Στην ελλειπτικότητα κρύβεται ένα είδος τόλμης. Το να αφήνεις μια ιστορία φαινομενικά ανολοκλήρωτη, μια σκέψη που μοιάζει μισή, είναι σαν να καταθέτεις την αδυναμία σου γυμνή. Είναι όμως και μια άσκηση χρονισμού στις παύσεις. Η Συριοπούλου σιωπά ακριβώς όπου και όπως πρέπει, ώστε να μην προσφέρει τον εφησυχασμό της συνοχής. Δεν κρύβεται πίσω από μια στιλπνή αφήγηση. Σε σημεία, το κείμενο ξομπλιάζεται με χαρακτηριστικές πολυσημίες που υποδεικνύουν τον τρόπο προσέγγισής του: «Βοηθάει επίσης να μην έρθεις σε επαφή με τη μία με όλον αυτόν τον πλούτο· να ξετυλίγεται η κάθε μικρή λεπτομέρεια από μία σκιερή γωνίτσα. Ενας τέλεια σκηνογραφημένος χώρος κατάνυξης, περίσκεψης και κοινωνίας». Οπως και: «Τα βάζω δίπλα δίπλα πολλά να έχουν μια εγγύτητα μεταξύ τους. Ετσι θα προκαλέσω όσους έχουν κρίση ώστε να διαχωρίσουν και θα δώσω υλικό σε όσους έχουν φαντασία να βρουν κοινά».
Η «συγκολλητική διάθεση», που τη χειρίζεται και περιπαικτικά, καθώς τη μετακυλίει αρθρωτά από ιστορία σε ιστορία, με ποικίλες αναφορές σε ρητίνες και κόλλες, όπως και σε σπονδύλους και ραχοκοκαλιές, λειτουργεί καταστατικά και κατευναστικά. Υπάρχει πάντα ένας αδιόρατος ιστός που συγκρατεί τα θραύσματα μαζί. Μια υπέργεια (γέφυρες γαρ) συνοχή που δεν δηλώνεται ρητά αλλά υποβάλλεται, σαν μουσική αρμονία που συνέχει τις σκόρπιες νότες. Κάπως σαν τις «συμπαθητικές χορδές, που δεν συμμετέχουν στη μελωδία ή τον ρυθμό […] παρά μόνο πάλλονται». Αυτός ο ιστός, που πλάθεται με παύσεις, με ρυθμούς, με εσωτερικούς συνειρμούς, μπορεί να παρουσιάζει κάτι διάσπαρτο, πείθει όμως ότι ανήκει σε ενιαίο σώμα.
Συστοιχία εμπειριών
Στο εξαιρετικό «Ελικες», η Συριοπούλου ενορχηστρώνει μια συστοιχία εμπειριών που επιτρέπει στον εξωτερικό κόσμο να συντονιστεί με τον βιολογικό κώδικά μας. Μια σειρά παρατηρήσεων για την εικόνα που παρουσιάζουν τα κλιμακοστάσια από ψηλά, παραλληλίζεται με το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών ανάμεσα σε δύο καθρέφτες: «έχουν μια φθίνουσα σε μέγεθος ακολουθία πολλαπλών ειδώλων». Το όλο εγχείρημα υποδηλώνει την έλικα του DNA: «Τέτοιος κοινός τόπος ακριβώς είναι το σημείο που ανακαλύπτουμε τον πρωτόγονο ίλιγγο μέσα στην ορθοκανονική μας αρχιτεκτονική».
Το θραύσμα της ως ράγισμα δεν καταστρέφει την εικόνα· αντιθέτως, την αναδεικνύει σε κάτι πιο ζωντανό, γιατί η ενότητα προκύπτει όχι ως δεδομένο, αλλά ως ανακάλυψη που εναπόκειται στη νοητική σκευή του αναγνώστη. Το αρραγές, το συμπαγές, αναδύεται μέσα από την ίδια τη διασπορά.
«Οταν πρέπει να περπατήσω αργά, ντρέπομαι και είμαι αμήχανη, δεν ξέρω τι να κάνω τα χέρια μου. Με κάνει να σκέφτομαι το ίδιο το βάδισμα κάπως σαν να μιλάς, ενώ ταυτόχρονα σκέφτεσαι τη φωνή σου».
Θα ήθελα να διαβάσω μια απόπειρα της Συριοπούλου πάνω σε αυτό το πιο αργό, στοχαστικό περπάτημα. Οχι γιατί δεν με ικανοποιεί η παρούσα, όπως και η προηγούμενη προσπάθεια – αν και ομολογουμένως στέκουν άβολα κοντά η μία στην άλλη. Με σκανδαλίζει η ικανότητά της να διηθείται, με χαρακτηριστική ευκολία, μέσα από τους αρμούς της βιοτής.

