Σε ένα κομμάτι της Αθήνας που προ πολλού έχει αποσυνδεθεί από τη συγκροτημένη αστική ζωή, στη λοβοτομημένη οδό Αχιλλέως, κάτω από την πλατεία Καραϊσκάκη, συναντά ο περιπατητής αυτά τα αξιοπερίεργα ξέφτια μιας πρότερης συνθήκης. Είναι σπίτια-κουφάρια, στέκουν στην άκρη του δρόμου σαν κενοτάφια και λαϊκά μαυσωλεία, σαρωμένα από τον χρόνο και ρημαγμένα από την απουσία. Είναι ωστόσο ένα κομμάτι ποίησης σε ένα περιβάλλον σκληρό και τραχύ.
Εχετε δοκιμάσει να περπατήσετε από την πλατεία Καραϊσκάκη κατά μήκος της Αχιλλέως; Να περάσετε ξώφαλτσα από τα στενά του Μεταξουργείου με τα μυθικά και ιστορικά ονόματα (Ιάσονος, Μυλλέρου, Μαραθώνος…), να φθάσετε στις γραμμές του τρένου και πέρα από αυτές, εκεί που η Αθηνών, με εκείνη την υπερτοπική αύρα, οδηγεί λοξά στην Ακαδημία Πλάτωνος και πιο κάτω στον Κολωνό; Συνοικίες παλαιές, χωνεμένες σε στρώσεις του χρόνου πίσω στον 20ό και στον 19ο αιώνα, με μικρά και μεγαλύτερα σπίτια, και μποστάνια, και κήπους, και χέρσα οικόπεδα. Ενας κόσμος που υπάρχει στις σελίδες της παλιάς λογοτεχνίας, ένας κόσμος που εμφανίζεται πλέον μονάχα ως φάντασμα στην ονειροφαντασία του διαβάτη.
Υπάρχουν κάποιες ετοιμόρροπες προσόψεις επί της Αχιλλέως και στα πέριξ στενά που από μόνες τους έχουν τέτοια εικονοποιητική δύναμη και τέτοια συνειρμική ικανότητα ώστε αποτελούν ψευδαισθητικά σκηνικά. Το σπίτι της φωτογραφίας μας, στον αριθμό 36 της οδού Αχιλλέως, προσφέρεται έτσι γυμνό και ατιμασμένο, για άνευ όρων παρατήρηση. Είναι διώροφο, στον όροφο θα ήταν χωρίς αμφιβολία κατοικία, αλλά και στο ισόγειο φαίνεται ότι υπήρχε η κύρια είσοδος με δωμάτια αριστερά και δεξιά και κλίμακα ανόδου. Η σκάλα θα ήταν ξύλινη και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε καταστραφεί ή θα έχει αφαιρεθεί, καθώς όλη η στέγη έχει πέσει και οι τοίχοι μένουν χωρίς στήριξη.
Αυτή είναι η κατάσταση σε πολλά σπίτια της περιοχής. Σπίτια, όμως, που κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, καθώς εκφράζουν και αυτά, παρότι πλήρως υποτιμημένα και αγνοημένα, κεφάλαια της ιστορίας αυτής της πόλης, κεφάλαια της ιστορίας της κατοίκησης σε αυτήν τη χώρα. Αυτό το σπίτι πρέπει να χτίστηκε περί το 1920, όπως και το γειτονικό τριώροφο ανάμεσα σε μάντρες αυτοκινήτων. Για το τριώροφο είχα γράψει παλαιότερα, και ο εκλεκτός μελετητής της ιστορίας της Χαλκίδας Κώστας Δημητούλης με είχε πληροφορήσει ότι επρόκειτο για την αθηναϊκή κατοικία του αρχιτέκτονα Ποθητού Καμάρα. Αυτά τα αναφέρω για να υποδηλώσω το αστικό υπόστρωμα μιας περιοχής τόσο κοντά στο κέντρο, που διατηρούσε άλλοτε πολλά κομμάτια μεσοαστικής και μικροαστικής ζωής απολύτως συντεταγμένα και συντονισμένα με τον γενικότερο αθηναϊκό κανόνα. Ενδεικτικό της αστικής άνθησης αυτής της περιοχής στη διάρκεια του Μεσοπολέμου είναι ένα ακόμη κτίριο, που σώζεται σε καλή κατάσταση, αν και ακατοίκητο.
Είναι το διώροφο στον αριθμό 58 της Αχιλλέως, γωνία με Θερμοπυλών, ένα σπίτι που αποτελεί έξοχο δείγμα του προπολεμικού μοντερνισμού και το οποίο διατηρεί την πλήρη εξάρτυση των διακοσμητικών και χρηστικών στοιχείων: τη σφυρήλατη πόρτα σε ύφος αρ ντεκό, την ορθομαρμάρωση, τους φεγγίτες-φινιστρίνια, τους κλειστούς εξώστες, την πέργκολα-επίστεψη στην ταράτσα και το αρχικό αρτιφισιέλ με τον πρωτότυπο χρωματισμό. Είναι ένα κέλυφος ζωής που θα έπρεπε πάση θυσία να διατηρηθεί. Η παρουσία του εκεί μας δηλώνει ότι σε αυτό το κομμάτι της Αθήνας, που σήμερα πολλοί υποτιμούν, υπήρχε μια κινητική, αστική τάξη ανοικτή στην καινοτομία του μοντερνισμού και των νεωτερισμών του ’30. Ακριβώς δίπλα, επί της Θερμοπυλών, σώζεται επίσης μια ισόγεια, εκλεκτικιστική κατοικία, διατηρημένη και με ζωή, που μας δείχνει την κλίμακα μιας άλλης εποχής.

