Ο μονόλογος ενός άμοιρου θεατή

Εχουμε συνηθίσει οι μονόλογοι στο θέατρο να παρουσιάζονται στο τέλος της θεατρικής σεζόν, την άνοιξη και σε μικρές σκηνές

1' 58" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Εχουμε συνηθίσει οι μονόλογοι στο θέατρο να παρουσιάζονται στο τέλος της θεατρικής σεζόν, την άνοιξη και σε μικρές σκηνές. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, στην πληθωριστική θεατρική παραγωγή της Αθήνας έχουμε δει να παρουσιάζονται μονόλογοι από την αρχή της σεζόν (μέσα Νοεμβρίου) και σε μεγάλες σκηνές. Κάποιοι μάλιστα έχουν μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, ενισχύοντας τη θεατρική τάση.

Ποιοι οι λόγοι; Εχει ξεμείνει το θέατρο –ελληνικό και ξένο– από έργα πρόζας; Εχουμε ανάγκη να αφεθούμε σε μια αφηγηματική αναπόληση, ξεχνώντας το παρόν; Και γιατί διαλέγει ένας ηθοποιός να παρουσιάσει μόνος επί σκηνής ένα βιβλίο ή ένα ποιητικό κείμενο, διασκευασμένο δραματουργικά; Είναι η δύναμη της ιστορίας ο λόγος ή η υποκριτική δυσκολία που έχει το εγχείρημα; Μήπως η επιλογή του μονολόγου αντί μιας πρόζας οφείλεται επί της ουσίας στη διάθεση του ηθοποιού να καταδείξει, επιτέλους, την πρωταγωνιστική του στόφα; Το βλέπουμε συχνά. Ας μην παραβλέπουμε ότι οι μονόλογοι έχουν λιγότερα έξοδα παραγωγής και ρίσκο. Ανάλογα με τον ηθοποιό, τον σκηνοθέτη, το έργο και τις συνθήκες, όλα μπορεί να ισχύουν.

«Στο πολύ ξεχωριστό αυτό θεατρικό είδος υπάρχει συμπύκνωση εμπειρίας. Ο θεατής βλέπει έναν άνθρωπο-καλλιτέχνη γυμνό από άμυνες, έχει άμεση πρόσβαση στην εσωτερική του σκέψη και νιώθει ότι του απευθύνονται προσωπικά. Ο μονόλογος ως θεατρική πράξη έχει τη λειτουργία συχνά της εξομολόγησης με όλα της τα ενδοσκοπικά οφέλη ή της αποκάλυψης», μου ανέφερε ο Αργύρης Ξάφης, ο οποίος εντυπωσίασε στο «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος», έναν συγκλονιστικό μονόλογο του Ισπανού Ζουζέπ Μαρία Μιρό.

Στον μονόλογο η δράση γεννιέται είτε από τη μνήμη, είτε από τη φαντασία, είτε από κάποιον εσωτερικό «συμπαίκτη» του ηθοποιού, κατ’ αναλογίαν με την πρόζα.

«Για τον ηθοποιό είναι τεράστια παγίδα ο μονόλογος. Οποιαδήποτε υπερβολή ή μη εσωτερική ροή και σύνδεση φαίνεται αμέσως. Η συγκίνηση από μόνη της, χωρίς δράση, δεν είναι ενδιαφέρον θέατρο και κουράζει. Ενας καλός μονόλογος δεν ζητάει από το κοινό να συγκινηθεί, αλλά το αναγκάζει, το παρασύρει να παρακολουθήσει και να εμπλακεί σε μια εσωτερική σύγκρουση – και τότε το συναίσθημα έρχεται μόνο του. Και σε βρίσκει. Και σε λυτρώνει», λέει ο Αργύρης.

Ωστόσο, υπάρχουν ηθοποιοί που έχουν «εξειδικευθεί» σε μονολόγους, επιλέγοντας να διηγηθούν ιστορίες με μόνο εφόδιο τη μανιέρα τους, τις θεατρικές ευκολίες τους και λεκτικούς ακκισμούς. Χωρίς καμία εσωτερική έκθεση προς το κοινό, πατώντας πάνω στη συγκίνηση που προκαλεί μια σπαρακτική ιστορία. Σε αυτή την περίπτωση το χειροκρότημα καταλήγει να είναι μια τυπική, αναγκαστική «υποχρέωση».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT