Νίκος Πετρόπουλος: Κυρίαρχος όλων ο συνθέτης

Οι άστοχοι σκηνοθετικοί νεωτερισμοί που κυριαρχούν και η αναδρομή στην πλούσια πορεία του

7' 3" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Βρίσκομαι στο διαμέρισμα του Νίκου Πετρόπουλου. Σε έναν τοίχο στο σαλόνι βρίσκονται κορνιζαρισμένα τα σχέδια των σκηνικών από τις τρεις πράξεις του «Θείου Βάνια» για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. «Τα έχω εκεί για να μου θυμίζουν το σημείο εκκίνησης», εξηγεί. Αυτή ήταν η πρώτη δουλειά που υπέγραψε σκηνογραφικά αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στην Ιταλία και επέστρεψε στην Ελλάδα. «Πήρα το βαλιτσάκι μου με τις μακέτες και συνάντησα, επί χούντας ακόμα, τον διευθυντή του ΚΘΒΕ. Με σύστησε στον Θάνο Κωτσόπουλο που τότε θα ανέβαζε Τσέχωφ και εκείνος ενθουσιάστηκε».

Την ίδια περίοδο, η μητέρα του τον ενημερώνει πως το Εθνικό Θέατρο θα διοργάνωνε έκθεση με μακέτες νέων σκηνογράφων, της ζήτησε να πάρει μια μακέτα που είχε κάνει για το «Μακμπέθ» και να δηλώσει συμμετοχή. Επειτα από δύο εβδομάδες δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον Τάκη Μουζενίδη για να ετοιμάσουν το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», την εναρκτήρια παράσταση του Εθνικού Θεάτρου για τη νέα σεζόν. «Είχαμε ετοιμάσει τα συμβόλαια, όμως εγώ αποφάσισα να πάω μια βόλτα και από τη Λυρική, μου πρότειναν και εκείνοι να ετοιμάσω την εναρκτήρια παράσταση. Αλλαξαν τη σειρά και έτσι μπόρεσα και έκανα “Καβαλερία Ρουστικάνα” και “Παλιάτσους”. Ξεκίνησε τότε, το 1971/1972, μια συνεργασία με την ΕΛΣ που κράτησε πέντε δεκαετίες. Εχω υπογράψει περισσότερες από 100 παραγωγές, με την ιδιότητα του σκηνογράφου, του ενδυματολόγου ή και του σκηνοθέτη».

Από το 1994, οπότε και ξεκίνησε να σκηνοθετεί, αναλαμβάνει συνολικά την επιμέλεια μιας παράστασης. Το προτιμά έτσι. «Το concept πρέπει να είναι έργο ενός ανδρός, αλλιώς υπάρχουν τρεις διαφορετικές απόψεις που πρέπει να συνδυαστούν, με συμβιβασμούς από κάθε πλευρά και εις βάρος της παράστασης», σημειώνει.

Την αγάπη του για την όπερα την ανακαλύπτει νωρίς. Είναι ακόμα μαθητής στο γυμνάσιο όταν παρακολουθεί στη Μετροπόλιταν Οπερα την «Τόσκα», σε μουσική διεύθυνση Δημήτρη Μητρόπουλου. «Αυτό ήταν. Με το που είδα τα σκηνικά, την αυλαία να ανοίγει, ήξερα τι ήθελα να κάνω. Επέστρεψα και σκάρωνα μακέτες μόνος μου, με ό,τι έβρισκα». Ανακοινώνει στον πατέρα του ότι θέλει να ασχοληθεί με τη σκηνογραφία και την αρχιτεκτονική και εκείνος του λέει: «Χτίστης και μπογιατζής θα γίνεις; Δεν είχε ιδέα από αυτόν τον κόσμο, ήταν στο Διπλωματικό Σώμα, ο πατέρας μου υπήρξε ουδέτερος παρατηρητής στην ανταλλαγή πληθυσμών το 1924. Κρυφά, ήλπιζε ότι θα ακολουθούσα ανάλογη πορεία».

Η στροφή

Ξεκινώντας όμως την ογδόη στη Λεόντειο, ο πατέρας του αλλάζει στάση. «Αν επιμένεις έτσι, θα πετύχεις», του λέει και τον στέλνει στην Ιταλία το καλοκαίρι για να δει πώς έχουν τα πράγματα. Τελειώνοντας το σχολείο, εγγράφεται στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, με καθηγητές τον Τάσσο, τον Σπύρο Βασιλείου, τον Μάριο Λοβέρδο. «Ο Δοξιάδης ψώνιζε ό,τι καλό υπήρχε στην πιάτσα, τους έπαιρνε μαζί του, σου έδινε έτσι όλα τα εφόδια για να ξεκινήσεις».

Το concept πρέπει να είναι έργο ενός ανδρός, αλλιώς υπάρχουν τρεις διαφορετικές απόψεις που πρέπει να συνδυαστούν, με συμβιβασμούς από κάθε πλευρά και εις βάρος της παράστασης.

Φεύγει έπειτα για τη Ρώμη και γίνεται δεκτός στη Σχολή Σκηνογραφίας / Ενδυματολογίας της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του, εργάζεται ως βοηθός του Ιταλού σκηνογράφου και ενδυματολόγου Φράνκο Λαουρέντι, ενώ εκπονεί και τη διδακτορική διατριβή του πάνω στο ρωσικό μπαρόκ. «Τελικά, παρά τον κόπο και την ενδελεχή έρευνα, το διδακτορικό έμεινε ένα χαρτί πατικωμένο στη βαλίτσα που το βρήκε η μητέρα μου όταν την άδειαζε· από εκεί πήρε τον δρόμο του για το πατάρι, δεν με ενδιέφερε ποτέ η ακαδημαϊκή καριέρα. Εμένα με συγκινούσε η πρόκληση –εγώ το είχα προτείνει ως θέμα– και το ψαχούλεμα για να καταλήξεις σε ένα συμπέρασμα».

Το «ψαχούλεμα» είναι αυτό που χαρακτηρίζει και όλες τις δουλειές του. Μόνο για την «Τόσκα» (πρώτη παρουσίαση το 2007, στο Θέατρο Ολύμπια), η οποία παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στην ΕΛΣ στο πλαίσιο του αφιερώματος του οργανισμού για τη σεζόν 2025/2026 στον αγαπημένο της συνεργάτη, έκανε έρευνα επί τέσσερις μήνες. «Θέλεις να μεταφέρεις χρονολογικά μια όπερα; Ψάξε, παρατήρησε, σύγκρινε. Επιμένω, και το έχω πει πολλές φορές, είμαστε διαχειριστές του έργου του συνθέτη, δεν μας ανήκει».

Η «Τόσκα» μεταφέρεται χρονολογικά την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην ιταλική πρωτεύουσα. «Αν το συγκρίνεις με το 1810, την εποχή που τα ναπολεόντεια στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Ρώμη, θα βρεις τρομερές αντιστοιχίες». Μου απαγγέλλει το λιμπρέτο απέξω και μου εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια το σκεπτικό του. «Δεν γίνεται στο όνομα του νεωτερισμού να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Είδατε τον “Ντον Τζοβάνι” (σκην. Τζον Φουλτζέιμς); Δεν μπορεί να προσκαλεί ο Ντον Τζοβάνι τον Κομεντατόρε –τον οποίο έχει σκοτώσει– σε γεύμα, και όλα αυτά να διαδραματίζονται στην κουζίνα ενός ξενοδοχείου στη Νέα Υόρκη. Δεν μπορεί να βάζουν την Τζίλντα να αυτοκτονεί στον “Ριγολέττο”. Και εγώ θα μπορούσα να βάλω τον βαρώνο Σκάρπια να μπαίνει με μοτοσικλέτα στην εκκλησία. Ή και με καμήλα ακόμα. Τι, όχι;».

Νίκος Πετρόπουλος: Κυρίαρχος όλων ο συνθέτης-1
Η συνεργασία του Νίκου Πετρόπουλου με τη Λυρική ξεκίνησε τη σεζόν 1971/72 και έχει υπογράψει περισσότερες από 100 παραγωγές, με την ιδιότητα του σκηνογράφου, του ενδυματολόγου ή και του σκηνοθέτη.

Κι αν αυτές οι σκηνοθετικές παρεμβάσεις αποφασίζονται στο όνομα της προσέλκυσης ενός νεότερου κοινού; Διαφωνεί – οι νέοι θα έρθουν μια φορά, υποστηρίζει, αλλά δεν θα αγαπήσουν την όπερα, ούτε θα καταλάβουν το έργο. «Αν πραγματικά μας ενδιαφέρουν οι νέοι, πρέπει να φροντίσουμε να υπάρξει ακαδημία λυρικών τραγουδιστών, όπως έκανε ο Λουκάς Καρυτινός με τους μαέστρους στην ΚΟΑ, όλα τα άλλα είναι για να λέγονται. Αυτά που βλέπουν τα μάτια μας συμβαίνουν γιατί υπάρχει πλήρης άγνοια και ένα τεράστιο εγώ. Το έργο μου, λένε. Δεν υπάρχει το έργο σου, υπάρχει το έργο του Βέρντι, του Μότσαρτ».

Επισημαίνει ότι υπάρχουν όπερες που δεν τις πειράζουμε. «Η “Τραβιάτα” είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Είναι μια φωτογραφία των ηθών της εποχής, δεν μπορείς να το παραβλέψεις αυτό, δεν γίνεται η “Τραβιάτα” να σέρνεται μπροστά σε μια τηλεόραση που κάνει παράσιτα. Ο Αντρέας Σενιέ, επίσης, υπαρκτό πρόσωπο, εκ μητρός Ελληνίδος».

Αυτά που βλέπουν τα μάτια μας συμβαίνουν γιατί υπάρχει πλήρης άγνοια και ένα τεράστιο εγώ. Το έργο μου, λένε. Δεν υπάρχει το έργο σου, υπάρχει το έργο του Βέρντι, του Μότσαρτ.

Δεν γίνεται να αλλοιώνεις την ιστορία, τονίζει, αλλά ούτε να δημιουργείς συνειρμούς που δεν έχουν σχέση με το πνεύμα του έργου. Αυτό το τελευταίο είναι η απάντησή του στη «Μαντάμα Μπατερφλάι» σε σκηνοθεσία Ολιβιέ Πι, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Στη συγκεκριμένη παράσταση υπήρχαν πάνω στα ερείπια του ρωμαϊκού ωδείου πανό με αμερικανικά, διάσημα brands, μια χειρονομία που παρέπεμπε στην ιμπεριαλιστική πολιτική της Αμερικής. «Μα ποια ιμπεριαλιστική πολιτική, μια ιστορία αγάπης είναι», σχολιάζει.

Παραδέχεται ότι από τον σκηνοθέτη που έμαθε πράγματα ήταν από τον Βιρτζίνιο Πουέκερ – εκείνος μαζί με τον Τζόρτζιο Στρέλερ ίδρυσαν το Piccolo Teatro στο Μιλάνο. «Μετά τους έκοψα τους σκηνοθέτες και δούλευα μόνος μου», αστειεύεται. Ομολογεί πως έχει ένα μικρό απωθημένο: θα ήθελε να είχε τολμήσει να ανεβάσει Βάγκνερ, αλλά είναι της αρχής πως αν δεν γνωρίζεις τη γλώσσα του λιμπρέτου, καλό είναι να μην επιχειρήσεις μεταφορές. «Ο Βάγκνερ αποτελεί μια τομή για το θέατρο, ένα δόγμα. Τα έκανε όλα μόνος του, έγραφε το λιμπρέτο, τη μουσική, ακόμα και τον σχεδιασμό του θεάτρου έκανε. Κατέβασε την ορχήστρα χαμηλότερα για να μην ενοχλούνται οι θεατές».

Υπήρξαν λάθη από τα οποία έμαθε, πράγματα που πήγαν στραβά στη διάρκεια μιας παράστασης; «Υπήρχε πολύμηνη μελέτη για κάθε έργο, δεν υπήρχαν μοιραία λάθη, από εκεί και πέρα ο σκηνοθέτης πρέπει να βρίσκει λύσεις και σαν σκηνογράφος να ξέρει τι λέει όταν απευθύνεται στους τεχνικούς. Αλλιώς, αν αυτά που ζητάει είναι ανεδαφικά, τον έχουν ξεγραμμένο».

Κομβικές στιγμές

Κι αν έπρεπε να τραβήξει μια νοητή γραμμή με τις κομβικές στιγμές της διαδρομής του, ποιες θα συμπεριελάμβανε; «Την “Πολιορκία της Κορίνθου” που είχε πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, την “Τόσκα” που θα δείτε και τώρα και τη “Σαλώμη” στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης». Αναφέρει ότι στη «Σαλώμη» κρατούσε σημειώσεις στο περιθώριο των σημειώσεων του Ρίχαρντ Στράους. «Ο συνθέτης ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένος από κείμενα ψυχιάτρων της εποχής, όπως ο Γιόζεφ Μπρέιερ και ο Σίγκμουντ Φρόυντ, τα διάβασα και εγώ». Αφού ολοκλήρωσε τη μελέτη του, επισκέφθηκε με τις σημειώσεις του ένα φίλο ψυχίατρο και έκανε μαζί του δέκα συνεδρίες προσπαθώντας να κατανοήσει καλύτερα τους χαρακτήρες. Το έργο τελικά «μεταφέρθηκε» σε μια ψυχιατρική κλινική της εποχής, τον ομώνυμο ρόλο είχε αναλάβει η Μαρούσα Ξυνή. «Υπήρχε ένα πρόβλημα, δεν μπορούσα να την πείσω με τίποτα να χορέψει στον Χορό των Πέπλων. Εβαλα έτσι μια χορεύτρια γυμνή να λικνίζεται στο φόντο, ο Ηρώδης έπεφτε πάνω στη σκιά, τη χάιδευε, ήταν σε παραλήρημα. Το εμπόδιο το γύρισα σε πλεονέκτημα, πρέπει να μπορείς να διαβάζεις τις συνθήκες κάθε φορά».

*Τζάκομο Πουτσίνι, «Τόσκα». Αναβίωση της σκηνοθεσίας του 2007 στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Νίκο Πετρόπουλο. 
Από 27/11 έως 9/1 στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT