Τον Βασίλη Μπισμπίκη τον συνάντησα στα αγαπημένα του Εξάρχεια, τα οποία, όπως κατάλαβα, είχε καιρό να επισκεφθεί. Στη μία ώρα περίπου που διήρκεσε η κουβέντα μας σε καφέ της περιοχής, τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι στάθηκαν να τον χαιρετήσουν· όχι θαυμαστές που είδαν ξαφνικά μπροστά τους έναν δημοφιλή ηθοποιό, αλλά φίλοι που βρίσκουν ξανά ύστερα από κάποιο διάστημα ένα αγαπημένο τους πρόσωπο.
Πάντως, στη «Σπασμένη φλέβα», την καινούργια ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, που κυκλοφορεί την προσεχή Πέμπτη στις αίθουσες με πρωταγωνιστή τον Μπισμπίκη, μοιάζει να μην υπάρχουν φίλοι, παρά μόνον ένας ασφυκτικός κλοιός που κλείνει όλο και περισσότερο γύρω από τον ήρωα, ενώ ακόμη και άνθρωποι που θεωρούσε δικούς του αρνούνται να τον συνδράμουν.
«Η κρίση, νομίζω, θα έπρεπε να μας κάνει πιο αλληλέγγυους, δοτικούς, πιο “συμμορία”, να βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Παρ’ όλα αυτά, είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Μας έκανε πιο εγωιστές και παρτάκηδες, προκειμένου να επιβιώσουμε. Δεν συνέβη κάτι κοινωνικά δηλαδή, όμως όλο αυτό μπορείς να το δικαιολογήσεις. Οταν κάποιος φτάνει σε τέλμα, χρωστάει, κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του κ.τ.λ., όπως συμβαίνει με τον Θωμά, υπάρχει τρομερός φόβος μέσα του. Φυσικά όσο πιο εγωιστής γίνεται κανείς, τόσο πιο γελοίο ανθρωπάκι φαίνεται. Εγώ όμως ως ηθοποιός θέλω κάπως να τον δικαιολογήσω, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσα να τον αποδώσω», λέει ο Ελληνας ηθοποιός σχετικά με τον χαρακτήρα του.
Στην ταινία ο Θωμάς Αλεξόπουλος, ένας μεσήλικας επιχειρηματίας πνιγμένος στα χρέη εξαιτίας δικών του (κυρίως) λαθών και επιπολαιοτήτων, έχει διορία μερικές μόνον ημέρες προκειμένου να συγκεντρώσει ένα μεγάλο ποσό για να εξοφλήσει τους τοκογλύφους. Αποφασισμένος μάλιστα να δώσει λύση μόνος του, δεν θα μοιραστεί καν την έκταση του προβλήματος με τη σύζυγό του. «Αυτή είναι και μια βασική διαφορά με τον πρωταγωνιστή της “Μπαλάντας”, ο οποίος έχει βάλει πρώτα από όλα στο κόλπο τη μητέρα του. Στη “Φλέβα”, αντιθέτως, δρα εντελώς αυτόνομα», σημειώνει ο Μπισμπίκης, συμφωνώντας κατά τα άλλα ότι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας έχει αρκετά κοινά με εκείνον που ερμήνευσε στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», την προηγούμενη ταινία του Οικονομίδη. Και συνεχίζει: «Εκτός από την παρωχημένη θέληση “να καθαρίσει σαν άνδρας”, έχει και το στοιχείο του εγωισμού, του “προσώπου” στην κοινωνία. Το αυτοκίνητό του για παράδειγμα πηγαίνει να το πουλήσει προς το τέλος, ενώ είναι εμφανές ότι θα μπορούσε να το δώσει νωρίτερα, απλώς γιατί θέλει να κυκλοφορεί με τη Μερσεντές».
Πράγματι, η ταινία του Οικονομίδη καθρεφτίζει στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή της μια εποχή ευμάρειας –πλαστής ή μη– που πλέον έχει παρέλθει, αφήνοντας πίσω της ανθρώπους σε απελπισία. «Προφανώς υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που βρέθηκε σε αυτή τη θέση· μια μεσοαστική τάξη με λεφτά, η οποία κατέληξε στον βούρκο. Η κρίση βέβαια συνεχίζει να υπάρχει και σε κάποια πράγματα ίσως είναι και χειρότερη. Επίσης, όσα έγιναν τα προηγούμενα χρόνια έχουν αφήσει μεγάλο αποτύπωμα σε όλους και ειδικά στους νέους ανθρώπους. Αλεξόπουλοι συνεχίζουν να υπάρχουν. Οπως συνεχίζουν να υπάρχουν επιχειρηματίες, πολιτικοί και άλλοι, που πατούν επί πτωμάτων, όχι για να επιβιώσουν, αλλά για να βγάλουν φράγκα».
Το κοινό σήμερα θέλει συναίσθημα
Πώς προετοιμάζεται κανείς πιο αποτελεσματικά για να παίξει έναν τέτοιον χαρακτήρα; «Πρέπει να βρεις εκδοχές του εαυτού σου που κολλάνε πάνω στην προσωπικότητα του ήρωα. Οσο περισσότερο εκτεθείς προσωπικά με όχημα τον ήρωα, τόσο πιο επιτυχημένος θα γίνει εκείνος. Προφανώς όλοι έχουμε μέσα μας τα πάντα. Το μίσος, π.χ., ίσως να μη μπορείς να μισήσεις άνθρωπο, αλλά ένα κουνούπι που το βράδυ στροβιλίζεται στο αυτί σου. Αν καταφέρεις να αναπαραγάγεις αυτό το συναίσθημα, αυτήν την τρέλα, σε μια σκηνή για να κάνεις ας πούμε φόνο, φτάνει. Ο Γιάννης δεν ζητάει να “παίξεις”, θέλει να “είσαι”. Αλλωστε αυτός ήταν και πρώτος μου δάσκαλος πάνω στον ρεαλισμό. Οταν κάναμε μαζί την “Μπαλάντα”, με την καλή έννοια τον “έκλεψα”, πήρα τον τρόπο του και τον κόλλησα πάνω σε θέματα που με ενδιέφεραν. Και αμέσως μετά έκανα το “Ανθρωποι και Ποντίκια”», λέει ο Μπισμπίκης.
Πράγματι, η συγκεκριμένη παράσταση και γενικότερα η προσέγγισή του σε θέατρο και σινεμά φανερώνουν έναν καλλιτέχνη που έχει βρει απολύτως τον εκφραστικό του τρόπο. «Προσωπικά πιστεύω ότι οι πιο σοκαριστικές για τον θεατή ταινίες λειτουργούν καλύτερα. Το ίδιο και με το λεγόμενο “θέατρο του σοκ” – να εμβολίσεις δηλαδή έναν θεατή μέσα από το σοκ θεωρώ ότι είναι πιο αποτελεσματικό από οποιαδήποτε άλλη μέθοδο. Το σινεμά και το θέατρο του σκληρού ρεαλισμού δεν δίνει λύσεις, θέλει να βάλει τον θεατή να σκεφτεί. Το ζήτημα δεν είναι να φτιάξεις κάτι σχηματικό βάζοντας, π.χ., έναν αναρχικό ή έναν φασίστα και να πεις έκανα κάτι πολιτικό. Επίσης πιστεύω ότι το κοινό σήμερα θέλει συναίσθημα, θέλει να νιώσει».
Το σινεμά και το θέατρο του σκληρού ρεαλισμού δεν δίνει λύσεις, θέλει να βάλει τον θεατή να σκεφτεί.
Επειτα από αυτά, του ζητώ να μου μεταφέρει τη «θερμοκρασία» από ένα σετ του Οικονομίδη – βασίζονται όντως όλα τόσο στον αυτοσχεδιασμό; «Φυσικά και υπάρχει αυτοσχεδιασμός. Από την άλλη, είναι μύθος ότι δεν υπάρχει και προετοιμασία. Δεν υπάρχει πιο οργανωτικό άτομο από τον Γιάννη. Αρχικά έχουμε ένα σενάριο που έχει δουλευτεί δύο χρόνια μαζί με τον Βαγγέλη Μουρίκη. Βέβαια στις πρόβες ο Γιάννης σε αφήνει να γίνεις συνδημιουργός, να βάλεις μέσα τον εαυτό σου, τη γλώσσα, την ψυχή σου».
Μιλώντας περί ηθικής και συναισθημάτων, η κουβέντα πηγαίνει αναπόφευκτα και στο περίφημο «ατύχημα» με τα τρακαρισμένα οχήματα, όπου ο Βασίλης Μπισμπίκης άκουσε πάρα πολλά για τη στάση του μετά το περιστατικό. «Ηταν λίγο σαν να με προετοίμασε και η ζωή πάνω στο κομμάτι τού να κρίνομαι ηθικά. Ούτως ή άλλως ήμουν δακτυλοδεικτούμενος από μικρός, γιατί ας πούμε στα 15 μου ήμουν πανκ στην επαρχία, φορούσα σκουλαρίκια, έκανα παρέες με ανθρώπους που ήταν παραβατικοί ή περιθωριακοί. Κι εγώ δεν ήμουν το καλύτερο παιδί. Οπότε εκπαιδεύτηκα. Με ενδιαφέρει μόνο αν με κρίνουν άνθρωποι που είναι δίπλα μου και τους αγαπώ: o Γιάννης, η Δέσποινα, το παιδί μου, η οικογένειά μου. Οι άλλοι απλώς δεν με ενδιαφέρουν», απαντάει.
Με ενδιαφέρει μόνο αν με κρίνουν άνθρωποι που είναι δίπλα μου και τους αγαπώ: o Γιάννης, η Δέσποινα, το παιδί μου, η οικογένειά μου. Οι άλλοι απλώς δεν με ενδιαφέρουν.
Ως καλλιτέχνης με σταθερή παρουσία σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση, είναι σίγουρα σε θέση να μιλήσει για την κατάσταση του Ελληνα ηθοποιού. «Υπάρχουν περίπου 20.000 ηθοποιοί στην Ελλάδα σήμερα και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό ζει αποκλειστικά από το επάγγελμα. Οταν στο Εθνικό Θέατρο ο ανώτατος μισθός είναι 1.400 ευρώ και τον παίρνεις μετά από 30 χρόνια δουλειάς, καταλαβαίνεις τι γίνεται. Προφανώς υπάρχει ένα κομμάτι ηθοποιών, μέσα σε αυτό και εγώ, που παίρνουν πολλά χρήματα από την τηλεόραση και το θέατρο, όμως αυτό είναι πολύ μικρό – όλοι οι υπόλοιποι είναι τρομερά υποαμειβόμενοι».

