«Φαγωθήκατε πια όλοι να γυρίσουν τα μάρμαρα και να γυρίσουν τα μάρμαρα! Ορίστε, γύρισαν. Και; Τι καταλάβατε; Μια χαρά ήμασταν και με το αντίγραφο, τι ωραίο που ήτανε πάνω στην Ακρόπολη, αφού το έβλεπα και έλεγα, πω πω τι ωραίο, πιο ωραίο και από το αληθινό».
Η «αιθέρια» Καρυάτιδα, η κλεμμένη και εγκλωβισμένη στο Βρετανικό Μουσείο, αποκομμένη από τις πέντε αδερφές της που ζουν στην Ακρόπολη, το διαχρονικό σύμβολο του πιο «φωτεινού» πολιτισμού της ανθρωπότητας, επιστρέφει ως διά μαγείας στην Ελλάδα. Η έλευσή της προκαλεί μεγάλη αναστάτωση στο πολιτικό γραφείο της Αλεξάνδρας Βελλή, της υπουργού Πολιτισμού που διόρισε η κυβέρνηση συνεργασίας δύο κομμάτων, το ένα εκ των οποίων (ο νοών νοείτω…) είναι ακραία εθνικιστικό.
Τι συμβαίνει όμως όταν η ατσούμπαλη και αδέξια υπουργός πέφτει πάνω στο άγαλμα και το κάνει κομμάτια; Η ιδέα του Γιώργου Καπουτζίδη να εστιάσει δραματουργικά στην εξιδανίκευση αλλά και αποδόμηση του εθνικού συμβόλου, προεκτείνοντας τα όρια της πολιτικής σάτιρας έως τις σουρεαλιστικές ακρότητες των διαδοχικών ανατροπών, είναι έξυπνη και έως ένα βαθμό τολμηρή, αν δεν υπονομευόταν από την ευκολία της «τηλεοπτικής» γραφής. Ωστόσο, παρά την επιδερμική σάτιρα και τα τετριμμένα υπονοούμενα για τη διαφθορά της εγχώριας πολιτικής ζωής, η «Καρυάτιδα» με τους έξυπνους και ευθύβολους διαλόγους της προκαλεί αβίαστα αυθόρμητο γέλιο.
Τι συμβαίνει όταν η αδέξια υπουργός Πολιτισμού πέφτει πάνω στην πέμπτη Καρυάτιδα που έχει επιστραφεί από το Βρετανικό Μουσείο και την κάνει κομμάτια;
Μακρά και ατελείωτη η λίστα των επιθέτων και των ουσιαστικών που συνοδεύουν την πολιτική νομενκλατούρα στη σατιρική γραφή του Καπουτζίδη. Πολιτικός αμοραλισμός, ίντριγκες, πολιτική συνδιαλλαγή, νεποτισμός, ματαιοδοξία, ευνοιοκρατία, αλληλοκαρφώματα, έλλειψη παιδείας. Ενα σκηνικό παραλόγου, όπου η βία λανθάνει σε κάθε έκφανση ενός πολιτικού συστήματος που αναζητεί τα εξιλαστήρια θύματά του.
Η Κατερίνα Μαυρογεώργη έκανε ανοίγματα προς όλες τις αναγνώσεις του έργου και έδωσε πνοή στην τηλεοπτική φαρσοκωμωδία, υλοποιώντας σκηνοθετικά μια ώθηση του κωμικού στοιχείου έως τα όρια του σουρεαλιστικού φαντασιακού είδους, του γκροτέσκου, ακόμη και του μακάβριου, αναδεικνύοντας παράλληλα τη βασική τομή του έργου σε δύο μέρη, ένα πρώτο πολύ κωμικό και ένα δεύτερο δραματικό – μελό. Αν και χειρίστηκε δυναμικά την ανομοιογένεια του δραματικού ύφους αυτής της «ελληνικής κωμωδίας», όπως την ορίζει ο υπότιτλός της, δεν απέφυγε τα ηθικοδιδακτικά μοτίβα περί πολιτικής ορθότητας του φινάλε. Το έργο αρχίζει ως σάτιρα, εξελίσσεται σε πολιτικό θρίλερ, καταλήγει σε σχολιασμό της γουόκ κουλτούρας και μανιφέστο-καταγγελία της πολιτικής διαφθοράς.
Η Αγορίτσα Οικονόμου με την υποκριτική ευφυΐα της, την απίστευτη κίνηση και το ευθύβολο βλέμμα της, ερμηνεύει την αμόρφωτη, ατάλαντη και ανίκανη υπουργό Πολιτισμού, που επαίρεται για την ανάδειξη του αδερφού του συζύγου της, ως του μεγαλύτερου εμπόρου κοκαΐνης στα Βαλκάνια. Κωμική φιγούρα και πετυχημένη καρικατούρα ο Δρόσος Σκώτης, στον ρόλο του ακροδεξιού προέδρου των «Ελεύθερων Ελλήνων». Ξεχωρίζει γελοιογραφημένος και ο Μιχάλης Πανάδης ως ο έντιμος σύμβουλος της υπουργού. Οι υπόλοιπες ερμηνείες (Στέλιος Ξανθουδάκης, Μαρία Φιλίνη, Ασημίνα Αναστασοπούλου, Σωτήρης Μανίκας) γραμμικές, χωρίς αποκλίσεις από τη δραματική φόρμα των στερεοτυπικών ρόλων.
Η μουσική του Παναγιώτη Μελίδη επιτείνει το σασπένς, κυρίως στο δεύτερο μέρος.
Απολαυστικές οι ατάκες τη στιγμή της καταστροφής του γυναικείου αγάλματος. «Κύριε πρωθυπουργέ, αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη. Τι θα πει αυτό; Θα φύγω από αυτό το υπουργείο και θα πάω σε ένα άλλο».
Οι θεατές χειροκροτούν.
«Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία»
Μια αυθεντική σουρεαλιστική θεατρική εμπειρία βιώνει ο θεατής στη σκηνή του θεάτρου «Σταθμός», με το έργο του Ροζέ Βιτράκ «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» (1928). Πρόκειται για ανατρεπτική πολιτική αλληγορία, προδρομική του θεάτρου του παραλόγου, με έντονες διαφυγές προς την αστική κωμωδία. Η δράση εκτυλίσσεται στο Παρίσι στις 12 Σεπτεμβρίου 1909, την ημέρα των γενεθλίων του Βικτόρ στο διαμέρισμα της οικογένειας των Πομέλ. Ο Βικτόρ, ένα τολμηρό, ευφυές και αδίστακτο εννιάχρονο αγόρι με την υπερφυσική σωματική και πνευματική του ανάπτυξη, αποκαλύπτει όλη την υποκρισία, τον κοινωνικό καθωσπρεπισμό, τον πολιτικό φανφαρονισμό, την ψευδοπατριωτική συνείδηση των Γάλλων, την αυταρχική συμπεριφορά των αστών γονέων. Αυστηρή κριτική στον θεσμό του γάμου, της οικογένειας, της θρησκείας, της πατρίδας και της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο Κώστας Παπακωνσταντίνου σκηνοθέτησε τη σκηνική αφήγηση του Βιτράκ, ως μία κοινωνική παραβολή όπου ο Βικτόρ ως διάδοχος της αστικής οικογένειας επιλέγει να πεθάνει.
Η παράσταση αποκάλυψε όλη τη μαγεία του σουρεαλιστικού μιλιέ και ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του τρομακτικού παιδιού, υπογράμμισε και την κωμική διάσταση του ρόλου, με την αεικίνητη, ευέλικτη, δυναμική και ενεργητική, σχεδόν πληθωρική ερμηνευτική γραμμή που υιοθέτησε. Η Λυδία Πολυζώη στον ρόλο της εξάχρονης φίλης του Εστέρ, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου στους ρόλους του στρατηγού, του κερατά, της ερωμένης, της απατημένης συζύγου (Αγγελική Μαρίνου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Θανάσης Χαλκιάς, Δημήτρης Φραγκιόγλου, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Μαριάννα Ντίρου, Θανάσης Βλαβιανός) ανταποκρίνονται σε αυτή την πρόσκληση της αποσυναρμολόγησης της παραδοσιακής φόρμας του μπουλβάρ. Το σκηνικό του πελώριου τραπεζιού της Βίκυς Πάντζιου, τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα και η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα ανέδειξαν τη σκηνοθετική στόχευση της ανασύνθεσης μιας τελετουργικής, σχεδόν ονειρικής με έντονες πολιτικές αιχμές, σκηνικής πράξης.
* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

