Η οδός Βερανζέρου, μετά τη διασταύρωση με την οδό Μάρνη, συνεχίζει ως Βίκτωρος Ουγκώ, ένας δρόμος με ποιητικό όνομα που προχωράει βαθιά ώς το Μεταξουργείο και τις κοιλότητές του. Εκεί, στην αρχή της Βίκτωρος Ουγκώ, με όλες τις αναθυμιάσεις του κόσμου της Ομόνοιας να ορίζουν ένα κλίμα, διακρίνω ακόμη τα υπολείμματα ενός θνήσκοντος πολιτισμού. Μιας πόλης σε αφάνεια.
Περπατώντας πάνω-κάτω ανάμεσα στην Ομόνοια και στην πλατεία Καραϊσκάκη, και πιο μέσα προς την άλλοτε γλυκιά και συμπαθή συνοικία του Αγίου Παύλου, δυσκολεύεσαι να φανταστείς πώς μπορεί να έρθουν νέοι κάτοικοι να δώσουν ζωή σε αυτούς τους δρόμους τόσο κοντά στο κέντρο της πόλης. Είναι τόσο διάτρητη η κοινωνική συνοχή, υπάρχουν τόσα ζητήματα καθαριότητας, ασφάλειας και υποδομών, που τα ξέφτια τού άλλοτε αστικού παρελθόντος εμφανίζονται περισσότερο σαν σκηνώματα παρά σαν υποσχέσεις.
Η ιστορία των πόλεων είναι η ιστορία διαρκών μεταλλάξεων. Η Αγίου Κωνσταντίνου, η Σατωβριάνδου, η Βερανζέρου, η Μάγερ, και όλες οι πάροδοι, κατρακύλησαν με τα χρόνια στην ανομία και στην εξαθλίωση. Καθώς στέκομαι και παρατηρώ την αρμονία ενός ερειπίου, στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ 17, λίγο πιο πάνω από την Καρόλου, αναλογίζομαι όλες αυτές τις μεταπτώσεις. Αίφνης αισθάνομαι πως σε αυτήν την εικόνα παρακμής αντικρίζω συμπυκνωμένη μια ιστορία ανόδου και πτώσης. Η αντίθεση του σήμερα με την ευγένεια της αρχιτεκτονικής μορφής εκείνων των κατοικιών σε δρόμους γύρω από την Ομόνοια γεννά χάσματα. Αυτό το τριώροφο σπίτι της Βίκτωρος Ουγκώ 17 που βλέπω μπροστά μου, με τα λεπταίσθητα κεντημένα σχέδια στις σιδεριές του εξώστη, τα γύψινα στολίδια σαν δάκρυα, στέμματα, οικόσημα και ρόδακες, τα γαλαζοπράσινα παραθυρόφυλλα, το δωρικό μαρμάρινο υπέρθυρο και τον μανδύα μιας σιωπηρής αξιοπρέπειας, με άνεση και δίχως δεύτερη σκέψη το τοποθετώ σε μια περίοδο ελληνικής αναγέννησης.
Και εκείνη η αναγέννηση που συνδέθηκε με την άνοδο των αστικών στρωμάτων στις γειτονιές των Αθηνών ήταν μια σύμπλευση του λόγιου και του λαϊκού πολιτισμού, της εφαρμογής μιας τεχνικής γνώσης, που έδωσε εξαιρετικά δείγματα οικοδομικής, ξυλουργίας, μεταλλοτεχνίας ή κεραμοπλαστικής. Ηταν τα κτίρια της ελληνικής αναγέννησης, όπως τα είχε ονομάσει προ πολλών ετών, από αυτήν την εφημερίδα, η αρχαιολόγος και μοναδική καταγραφέας του ελληνικού πολιτισμού Αθηνά Καλογεροπούλου.
Αναλογίζομαι πόσο θα βοηθούσε την Αθήνα και σε επίπεδο πρακτικό, καθαρά οικονομικό σε συνδυασμό με τη διπλωματία του τουρισμού, η αποκατάσταση αυτών των κτιρίων μιας αστικής ταυτότητας. Και πόσο ευεργετικά θα επιδρούσε σε όλους τους τομείς η αναζωογόνηση αυτών των δειγμάτων της ελληνικής αναγέννησης, από την περίοδο που οι Ελληνες διαμόρφωναν τον αστικό πολιτισμό του νεαρού βασιλείου. Είναι ένα κεφάλαιο ακόμη υποτιμημένο.
Η σημερινή πραγματικότητα σε όλους αυτούς τους δρόμους που προανέφερα είναι απολύτως καταθλιπτική παρά τις ηρωικές και μεμονωμένες επενδύσεις. Η γενική εικόνα δείχνει το αντίθετο μιας αναγέννησης. Αποτελεί όμως και μια τεράστια πρόκληση.
Δύσκολο να καλυφθούν τα κοινωνικά χάσματα σε αυτούς τους τόσο αθηναϊκούς δρόμους, όταν λείπουν οι προϋποθέσεις μιας ήρεμης αστικής ζωής. Ωστόσο, τα πολλά και θαυμαστά κτίρια της ελληνικής αναγέννησης αλλά και του Μεσοπολέμου είναι εκεί. Είναι μπροστά μας για να μας θυμίζουν ότι η Αθήνα είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό, πολύ πιο ενδιαφέρον και εντέλει πολύ πιο συγκινητικό από την πρώτη εικόνα της δημόσιας όψης της.

