Οταν «πρωτογνώρισα» την οδό Πατησίων, ερχόμενος από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα σχεδόν πριν από δέκα χρόνια, έπεσα στην παγίδα της ομοιογένειας. Η λεωφόρος και τα κτίριά της φαίνονταν στα μάτια μου κουρασμένα, γηρασμένα και, πάνω-κάτω, ίδια. Επρεπε να περάσει καιρός για να παρατηρήσω τις διαφορές στην αρχιτεκτονική των κτιρίων, για να ανακαλύψω την ιστορία της, τις μικρές πλατείες, τα σινεμά και τα ζαχαροπλαστεία της. Να τη γνωρίσω πραγματικά. Βασικός οδηγός μου ήταν τα κείμενα και οι περιγραφές του συναδέλφου μου στην «Κ» Νίκου Βατόπουλου, ο οποίος όχι μόνο γνωρίζει αλλά και περπατάει την Αθήνα όσο κανένας άλλος που ξέρω. Στο τελευταίο του βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 13 Νοεμβρίου, προτείνει ακριβώς αυτό: μια μεγάλη περιπατητική διαδρομή που έχει άξονα την Πατησίων και ανοίγει προς το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, την Κυψέλη και την πλατεία Αμερικής, με στάσεις στις μικρές και μεγάλες διακλαδώσεις δρόμων, ιστοριών, υλικού και άυλου πολιτισμού. Οι αναγνώστες θα εκτιμήσουν και ένα κεφάλαιο για την ιστορία της ακμής της Πατησίων, μια πιο προσωπική εξομολόγηση του Νίκου Βατόπουλου για τη γειτονιά στην οποία μεγάλωσε, που ήταν γεμάτη σινεμά και βιβλιοπωλεία. Από εκεί δημοσιεύουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
Σ. Ι.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Η Πατησίων (…) είναι αυτή που προσφέρει στους μελετητές της αστικής ζωής και της αστικής κουλτούρας μια εξαιρετική ανάγνωση της πόλης σε όλες τις συναρπαστικές αλληλουχίες της και σε αναπτύγματα που δεν βρίσκει κανείς σε άλλα σημεία της Αθήνας.
Τα αρχιτεκτονικά μέτωπα της Πατησίων, της 3ης Σεπτεμβρίου, της Αριστοτέλους και της Αχαρνών (όπως και της Δροσοπούλου, πάνω από την Πατησίων) μαζί με όλες τις καθέτους και παρόδους από το Μουσείο ως το τέρμα Πατησίων συγκροτούν με εντυπωσιακή πυκνότητα, επάρκεια και ποικιλία το πανόραμα του ελληνικού αστισμού. Αυτή η θεώρηση της αστικής περιπέτειας τελείται σε συμφωνία με μία κοινωνική κλίμακα από την ανώτερη μεσαία τάξη ως τη χαμηλή μικρομεσαία. Συντελείται συνεπώς μια ανάγνωση και μια τομή στο κοινωνικό σώμα χωρίς χάσματα και σε απόλυτη διαδραστική ώσμωση.

Αν πάρει ο διαβάτης μία προς μία τις πολυκατοικίες επί της οδού Πατησίων, και τις φανταστεί συντηρημένες και με όλα τα αρχιτεκτονικά και αισθητικά στοιχεία τους τονισμένα και προβεβλημένα, εύκολα θα αντιληφθεί πως βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ορυχείο το οποίο πρέπει να διασωθεί. Για να διασωθεί όμως, θα πρέπει πρώτα να κατανοηθεί. Να γίνει δηλαδή κοινώς αποδεκτό πως μία πόλη αξιολογείται, αγαπιέται και αποδίδει όχι μόνο μέσα από τα διάσπαρτα μνημεία της ή από τα μεμονωμένα κτίρια έργα τέχνης ή ιδιαίτερης ιστορικής αξίας, αλλά από το σύνολο που έχει αφήσει ως αποτύπωμα η αστική ζωή στην πόλη.
Η Πατησίων ως κουλτούρα αστικού βιώματος, έτσι όπως αναπτύσσεται σε αναρίθμητα οικοδομικά τετράγωνα με επιμέρους συνοικίες, είναι ένα σπάνιο αν όχι μοναδικό εκθετήριο της συγκρότησης μιας αστικής αρχιτεκτονικής. Η πυκνότητα και η ποιότητα του κτιριακού αποθέματος είναι τέτοια ώστε μπορεί να προκαλέσει ευρύτερο ενδιαφέρον και διεθνή προσοχή. Οσες φορές έχω ξεναγήσει ξένους επισκέπτες στην Αθήνα, σε δρόμους της Κυψέλης ή της Πατησίων, έχω βιώσει τη μετάλλαξη των συναισθημάτων τους από την περιέργεια ως την κατάπληξη. Η αστική ιστορία της Αθήνας δεν διδάσκεται, δεν βρίσκεται μέσα στη «διδακτέα ύλη» μας, ούτε προβάλλεται μέσα από τον κόσμο του τουρισμού.
Η Πατησίων ως κουλτούρα αστικού βιώματος, έτσι όπως αναπτύσσεται σε αναρίθμητα οικοδομικά τετράγωνα με επιμέρους συνοικίες, είναι ένα σπάνιο αν όχι μοναδικό εκθετήριο της συγκρότησης μιας αστικής αρχιτεκτονικής.
Για να κατανοήσει κανείς την Πατησίων της αστικής ακμής, θα πρέπει να σταθεί στην κοινωνική ζωή που οριζόταν κατά ένα μεγάλο ποσοστό στην προσιτή σε όλους έξοδο και διασκέδαση, όπως ήταν για πολλές δεκαετίες τα σινεμά και τα ζαχαροπλαστεία. Η πύκνωση της κοινωνικής ζωής ήταν μια φυσική προέκταση ενός αισθήματος συνοχής και ασφάλειας. Συχνά μετά από μια κινηματογραφική προβολή ακολουθούσε ένα ζαχαροπλαστείο, για ένα ποτό, ένα αναψυκτικό, μια πάστα, ένα σνακ, σύμφωνα με το κλίμα της εποχής.

Η Φωκίωνος Νέγρη και η πλατεία Αμερικής ήταν το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής.
Βεβαίως, για να αντιληφθούμε σήμερα τη σημασία μιας εξόδου στα σινεμά της Πατησίων και των πέριξ θα πρέπει να έχουμε κατά νου την καταλυτική επίδραση που είχε στις ζωές των ανθρώπων ο κινηματογράφος ως μια φτηνή διασκέδαση. Δεν ήταν μόνο η πρόσβαση σε μια αίθουσα που ήταν εύκολη και σχεδόν αυτονόητη διαδικασία, ήταν και όλο το τελετουργικό της εξόδου αλλά και η διάχυση της γοητείας των κινηματογραφικών αστέρων στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Συχνά μετά μια κινηματογραφική προβολή ακολουθούσε ένα ζαχαροπλαστείο, για ένα ποτό, ένα αναψυκτικό, μια πάστα, ένα σνακ, σύμφωνα με το κλίμα της εποχής. Η Φωκίωνος Νέγρη και η πλατεία Αμερικής ήταν το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής.
Ειδικά στην Ελλάδα, με την καθυστερημένη υποδοχή της τηλεόρασης (1966), η μονοκρατορία του κινηματογράφου ήταν απόλυτη. Το θέατρο είχε το δικό του μεγάλο κοινό, αλλά η οθόνη υπηρετούσε μια άλλη μυστική διεργασία προβολής στο υποσυνείδητο επιθυμιών και φαντασιώσεων. Το σινεμά ήταν κομμάτι της αστικής Πατησίων από τα χρόνια του Μεσοπολέμου ως τη δεκαετία του ’90. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 μια κινηματογραφική πρεμιέρα προϋπέθετε επίσημο ένδυμα.
Καθώς η μεταπολεμική ανοικοδόμηση και η στερέωση την ίδια εποχή της αστικής ζωής στην Πατησίων εξελισσόταν παράλληλα με τα χρόνια της παντοκρατορίας του σινεμά, είχαμε το φαινόμενο να υπάρχουν είτε ανεξάρτητα κτίρια κινηματογράφου είτε αίθουσες στις νέες πολυκατοικίες.
Υπήρχαν και αρκετά θερινά σινεμά σε ακόμη αδόμητα οικόπεδα κυρίως στα στενά αλλά και σε μέτωπο επί της Πατησίων. Ηταν ένα φαινόμενο κοινωνικό, εμπορικό και καλλιτεχνικό που όριζε εν πολλοίς και το ύφος του δρόμου, ιδίως τις βραδινές ώρες με τις φωτεινές επιγραφές. Πριν ακόμη η τηλεόραση διεισδύσει στα περισσότερα σπίτια (αυτό συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’70), οι κινηματογραφικές προβολές άρχιζαν στις 4 μ.μ., και ενίοτε στις 2 μ.μ.
Κάποια από τα παλιά σινεμά επιβιώνουν ακόμη. Οπως η «Αελλώ» στη στάση Κεφαλληνίας ή η «Αλεξάνδρα» στον ΟΤΕ. Από τα θερινά υπάρχει ακόμη η «Ηλέκτρα» στο ύψος του Αγίου Λουκά. Τα περισσότερα όμως έκλεισαν. Με δυσκολία εντοπίζει κανείς σήμερα τα ίχνη τους. Ωστόσο, η παρακμή των κινηματογράφων της Πατησίων ή της Αχαρνών και των ενδιάμεσων κάθετων δρόμων ήταν φυσικό επακόλουθο της μείωσης στην προσέλευση του κοινού σταδιακά από τη δεκαετία του ’80 ως το 2000, όταν είχαν μεγάλη απήχηση τα βίντεο-κλαμπ, και αργότερα λόγω του φαινομένου με τις πολλαπλές αίθουσες και τη διείσδυση του διαδικτύου. Παρότι υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση στους κινηματογράφους τα τελευταία χρόνια, τίποτε δεν μπορεί να επαναφέρει το κλίμα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.
Ηταν ένα φαινόμενο που υπηρετούσε και μια ενδότερη ψυχική ανάγκη πέρα από την ψυχαγωγία. Μέσα από τον κινηματογράφο και για πολλές δεκαετίες, από το 1910 ως τουλάχιστον το 1980, η ψυχική προβολή προς τους κινηματογραφικούς αστέρες καλλιεργούσε μια διψασμένη φαντασία, την ανάγκη εκδήλωσης ενός δημόσιου και ιδιωτικού ερωτισμού όπως και της ταύτισης με πρότυπα ρόλων, κοινωνικών και ερωτικών. Ο κινηματογράφος ήταν ένα σχολείο ευρύτερης διαπαιδαγώγησης και ιδιωτικής, κατά μόνας, ενηλικίωσης.
Η Πατησίων ήταν ο παράδεισος για αυτήν την περιπέτεια της φαντασίας μέσα από το σινεμά.
*Το βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 13 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

