Το βλέμμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στην πλατεία που φέρει το όνομά του, στα Πατήσια, θυμίζει κάπως τη φωτογραφία του 1908. Αυτήν τη σπάνια λήψη είχε τραβήξει ο ζωγράφος Γεώργιος Χατζόπουλος (1859-1935) και την είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας. Στην πλατεία Παπαδιαμάντη με τα μεζεδοπωλεία, στην Κυπριάδου, την κάποτε –δικαίως ονομαστή και παντοτινά αγαπημένη– κηπούπολη, στέκει η μαρμάρινη προτομή του. Εργο της γλύπτριας Λουκίας Γεωργαντή (1919-2001), στην οποία οφείλουμε πολλές προτομές στην Αθήνα, στήθηκε στην πλατεία το 1969 και έκτοτε είναι σημείο αναφοράς.
Η Κυπριάδου δεν εξαντλείται, φυσικά, σε μία και δύο βόλτες. Τα σπίτια της, μιας συγκεκριμένης τυπολογίας, όσα βεβαίως έχουν πλέον απομείνει, μιλούν για εκείνο το καταπληκτικό οικιστικό εγχείρημα που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1920 ο γεωπόνος – μηχανικός Επαμεινώνδας Κυπριάδης (1888-1958). Η συμβολική, όμως, παρουσία του Παπαδιαμάντη σε μια περιοχή που τιμάει στις πλατείες και στους δρόμους της ζωγράφους, ποιητές και συγγραφείς, γεννά και μια ακόμη διάσταση που ορίζει το δίχως άλλο τόσο τον ρυθμό του βήματος όσο και το βάθος του βλέμματος.
Η επιθυμία εικαστικής και πλαστικής απόδοσης της μορφής του Παπαδιαμάντη γέννησε και αυτήν τη μαρμάρινη προτομή στην πλατεία της Κυπριάδου. Και μας θυμίζει το πλήθος των αποδόσεων από τον Φώτη Κόντογλου, τον Θωμά Θωμόπουλο, τον Σπύρο Βασιλείου, τον Τάσσο, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Τάσο Μαντζαβίνο και πολλούς ακόμη στη διάρκεια των πρόσφατων ετών. Είναι και ο Παπαδιαμάντης ένας ένοικος της συλλογικής φαντασίας. Τη στοιχειώνει…
Με διασκέδαζε που έβλεπα τα τραπεζάκια των εστιατορίων γεμάτα κόσμο που ανέμελα απολάμβανε το μεσημεριανό γεύμα του γύρω από την προτομή του Παπαδιαμάντη. Είναι μια έστω και ασυνείδητη συμφιλίωση της αναβλύζουσας ζωής και της ανάγκης του ανθρώπου με το πνεύμα, με τη μνήμη, με το άυλο. Ηταν πάντως μια εικόνα δρόμου που την κράτησα ως στοιχείο της εποχής μας.
Οι καλλιτέχνες, οι αρχιτέκτονες, οι ποιητές τής έδιναν έναν άλλον αέρα. Οι κήποι και η ανθοφορία της άνοιξης μεθούσαν όποιον περπατούσε στα δρομάκια της Κυπριάδου.
Η Κυπριάδου, όπως ορίζεται από την Αγίας Λαύρας και τους παραποτάμους της, από τις μικρές πλατείες της και τα αμέτρητα δρομάκια της, προσφέρεται για περιπάτους, ιδίως άνοιξη και φθινόπωρο, γιατί ακόμη έχει κήπους και πρασιές και παλιά δέντρα και αναρριχώμενα φυτά. Αν είχα προσγειωθεί στην Κυπριάδου από άλλη χώρα και δεν γνώριζα τίποτε για την ιστορία της και τις οικογενειακές διηγήσεις που συν τω χρόνω έφτιαξαν μια αστική παράδοση, θα περπατούσα και θα απολάμβανα το πράσινο και την ευχάριστη ατμόσφαιρα.
Αλλά δεν είναι αυτή η δική μου περίπτωση. Γιατί παρότι ένιωθα τη συμπαγή εικόνα πολυκατοικιών, σπιτιών, κήπων, δενδροστοιχιών, σχολείων, ναών, αυτοκινήτων, ως κάτι οικείο και καθησυχαστικό σε βαθμό πλήρους αποδοχής, γνώριζα πως η Κυπριάδου είναι πλέον σκιά του παλιού εαυτού της.
Στην Κυπριάδου είχε αναπτυχθεί ένας τύπος διώροφης κατοικίας, την περίοδο 1925-1935, με κεραμοσκεπή, ψευδόλιθους, με επίχρισμα συνήθως στο χρώμα της ώχρας, παράλληλα με μια ευρεία γκάμα προαστιακής αρχιτεκτονικής, που εξελίχθηκε σταδιακά με ευρηματικότητα δίνοντας μοντερνιστικούς τύπους διώροφων και ισόγειων μονοκατοικιών και διπλοκατοικιών ώς περίπου το 1955-60. Οι καλλιτέχνες, οι αρχιτέκτονες, οι ποιητές τής έδιναν έναν άλλον αέρα. Οι κήποι και η ανθοφορία της άνοιξης μεθούσαν όποιον περπατούσε στα δρομάκια της Κυπριάδου.
Η ανοικοδόμηση με πολυκατοικίες ήταν η επιλογή της ελληνικής κοινωνίας παντού. Εδώ, όμως, στην Κυπριάδου, θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί η συνεχής δόμηση, τα άρρηκτα μέτωπα. Ας ήταν οι πολυκατοικίες ελεύθερα τοποθετημένες στο οικόπεδο μέσα στα δέντρα. Εστω… ο Παπαδιαμάντης με σοφία μάς παρατηρεί.

