33 χρόνια κομμάτια

Οι δώδεκα πιο σημαντικοί σταθμοί στη δισκογραφία του, από τη μετεφηβική βραχνάδα του «Φορτηγού» στον ώριμο στοχασμό του «Χρονοποιού»

33-χρόνια-κομμάτια-563894641 Αρχείο LYRA
Αρχείο LYRA

1966, Φορτηγό

33 χρόνια κομμάτια-1

Με ένα μοντέρνο εξώφυλλο, τη χρήση λέξεων όπως «νταβατζής» ή «νταρντάνα», συνθέσεις γωνιώδεις και μια επαναστατική αγριάδα στην ερμηνεία, τον Νοέμβριο του 1966 ο Διονύσης Σαββόπουλος κυκλοφορεί ένα εντελώς ρηξικέλευθο για τα ελληνικά δεδομένα ντεμπούτο, που αργότερα κατατάσσεται στο είδος Νέο Κύμα. Βασικές επιρροές ο Ντίλαν, ο Μπρασένς και ο Χατζιδάκις.

Συνοδεύοντας τη φωνή του με μιαν όχι άψογα κουρδισμένη κλασική κιθάρα, ο μόλις 21 ετών Σαββόπουλος τραγουδάει σαν να εξαρτάται η ζωή του από αυτό. Μαζί με τις κραυγές διαμαρτυρίας («Βιετνάμ γιε-γιε», «Οι παλιοί μας φίλοι») και τις υποβλητικά σκοτεινές στιγμές («Το δέντρο», «Τα πουλιά της δυστυχίας»), υπάρχουν εδώ και κάποια πιο ελαφρά τραγούδια («Η Συννεφούλα», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη»), τα οποία όχι μόνο τον βοηθούν να βρει κοινό, αλλά προστατεύουν και τον δίσκο από το να περιχαρακωθεί σε μια γκρίζα «στρατευμένη» ζώνη. Το «Φορτηγό» είναι και ένας δίσκος σφιγμένης γροθιάς, αλλά όχι μόνον αυτό. Πέρα από το συλλογικό αίσθημα, προβάλλει επίσης το ατομικό.

Ως συνθέτης, ο Σαββόπουλος δεν έχει πατήσει ακόμη πλήρως στα πόδια του, κρίνοντας τουλάχιστον από τη μετέπειτα εξέλιξή του. Αυτό το «άγουρο» στοιχείο, όμως, δίνει τελικά στο «Φορτηγό» την αίσθηση ενός δίσκου που δεν φτιάχτηκε από έναν «επαγγελματία» καλλιτέχνη, αλλά από έναν παράξενο νέο που ζητάει το δικαίωμα να υπάρξει ανάμεσά μας, ακέραιος και αληθινός, με δική του φωνή.

1969, Το Περιβόλι του Τρελλού

33 χρόνια κομμάτια-2

Αν το «Φορτηγό» είναι δίσκος σύγκρουσης, το «Περιβόλι του Τρελλού» είναι ένας δίσκος που «χτίζει». Περνώντας από το ασπρόμαυρο στο πολύχρωμο, με μια πολύ μικρή διαφορά φάσης σε σχέση με όσα συνέβαιναν στη Δύση (χιπισμός, καλοκαίρι της αγάπης κ.λπ.), o Σαββόπουλος εμπλουτίζει τον στίχο του με ποίηση και αλληγορίες, εν μέρει και για να αποφύγει τη λογοκρισία της χούντας. Επιπλέον, εμπλουτίζει τις μουσικές του, έχοντας πια μια ολόκληρη ηλεκτρική μπάντα να τον συνοδεύει, μαζί με τσέλο, πνευστά κ.λπ., ενώ βρίσκει επίσης τη φωνή του ως τραγουδιστή.

Το κυριότερο όμως είναι ότι στο «Περιβόλι», ο Σαββόπουλος προσεγγίζει για πρώτη φορά το περίφημο κράμα Ανατολής και Δύσης, στο οποίο και εμβάθυνε ακόμη περισσότερο στους δύο επόμενους δίσκους του. Εδώ μέσα βρίσκονται οι πρώτες του «αμερικανιές», όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος (η «Θεία Μάρω» με τη σπουδαία, άναρχη ενορχήστρωση και το «Σαν ρεμπέτικο παλιό»), αλλά και τα πρώτα του ανοίγματα στην παράδοση (η εισαγωγή της «Ωδής στο Γεώργιο Καραϊσκάκη», η διασκευή στο «Ντιρλαντά», το ψυχεδελικό ηλεκτρικό μοιρολόι της «Θαλασσογραφίας»). Επίσης, το αριστουργηματικό «Είδα την Αννα κάποτε», το καλύτερο τραγούδι του μέχρι τώρα, συνδυάζει αριστοτεχνικά την περιγραφή καθημερινών εικόνων και εμπειριών με την ποιητική γλώσσα.

Το «Περιβόλι του Τρελλού» είναι ένας δίσκος τέλειας ισορροπίας και αντιθέσεων. Μοντέρνος αλλά και παραδοσιακός, ποιητικός και πεζός, βαθιά μελαγχολικός μέσα στην πολυχρωμία του.

1971, Μπάλλος

33 χρόνια κομμάτια-3

«Μια ηχητική και λεκτική περιπέτεια που άρδευε ντελιριακή έμπνευση από τόσο ακραίες περιοχές της επικράτειας –περιοχές του χάρτη και περιοχές της νόησης– ώστε να φτάνει να τις καταργεί, ανοίγοντας έτσι στην ελληνική μούσα παράθυρο διάπλατο στον παγκόσμιο ηχητικό πολιτισμό». Με αυτή την πρόταση περιέγραψε κάποτε στο περιοδικό «Δίφωνο» ο Αργύρης Ζήλος τον «Μπάλλο», το 16λεπτο τραγούδι-επίτευγμα που ανοίγει τον τρίτο ομώνυμο δίσκο του Σαββόπουλου, συνδυάζοντας τα πνευστά των Βαλκανίων με το προοδευτικό ροκ και την ψυχεδέλεια με την ελληνική παράδοση. Πρόκειται για ένα τραγούδι πρωτόγονης δύναμης, μια κορυφαία στιγμή για την εγχώρια μουσική.

Στη δεύτερη πλευρά συναντάμε τις πιο ροκ καταθέσεις της συνολικής πορείας του Σαββόπουλου («Κιλελέρ», «Ο παλιάτσος κι ο ληστής»), με την μπάντα του, τα Μπουρμπούλια, να έχει ξεφύγει από τον μιμητισμό των γκρουπ του εξωτερικού, προς ένα ροκ αυθεντικό όσο και ελληνικό. Εδώ συναντάμε επίσης το πρώτο του τραγούδι σε χορευτικό ρυθμό («Ερχεται βροχή, έρχεται μπόρα»). Στα τελευταία κομμάτια του δίσκου, η ροή χάνεται ελαφρώς, για να καταλήξουμε στη μελωδία του «Ολαρία ολαρά», κάπως μαγικά, λες και ο συνθέτης της γνώριζε ήδη τι θα ακολουθούσε στον επόμενο δίσκο.

Η μελαγχολία που χαρακτήριζε το «Περιβόλι του Τρελλού» δύο χρόνια πριν, στον «Μπάλλο» γίνεται δύναμη. Η άγρια πλευρά κυριαρχεί, τα τραγούδια δεν στοχεύουν στη συγκίνηση και ο Σαββόπουλος, με τεράστια αυτοπεποίθηση πια, δηλώνει «αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι», καταθέτοντας στα 26 του χρόνια ένα αριστούργημα βαλκανικού ροκ, που στέκει δίπλα στο «Hot Rats» του Φρανκ Ζάπα χωρίς να το μιμείται.

1972, Βρώμικο Ψωμί

33 χρόνια κομμάτια-4

Μετά μια σεζόν εμφανίσεων στο «Ροντέο» (’71-’72), ο Σαββόπουλος βίωσε για πρώτη φορά την επιτυχία. Στο εξώφυλλο του επόμενου δίσκου του, «Βρώμικο Ψωμί», μας κοιτάζει ίσια στα μάτια, επιβλητικός, σίγουρος, αλλά και κάπως τρομακτικός.

Τα τραγούδια δικαιολογούν αυτή την αυτοπεποίθηση: Εχοντας μια σπουδαία μπάντα πίσω του (Βαγγέλης Γερμανός στην κιθάρα, Στέλλα Γαδέδη στο φλάουτο κ.ά.), ο τραγουδοποιός κατακτά εδώ έναν δικό του ήχο (χαρακτηριστικότερα στο «Τραγούδι» και στην αριστουργηματική «Μαύρη θάλασσα», που κινείται σε progressive μονοπάτια), εντάσσει χορωδιακά μέρη, προβάλλει μια νέα ευαισθησία και γράφει ένα από τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών, το εκπληκτικό «Ζεϊμπέκικο», που ξεκινά από τους ξενύχτηδες της πλατείας Ομονοίας και φτάνει έως τον Θεό. Στον δίσκο αυτόν ακούμε επίσης το εξαιρετικό «Δημοσθένους λέξις», γραμμένο στη φυλακή το 1967. Την εποχή της κυκλοφορίας του, ο δίσκος είχε μικρότερη επιτυχία από τον «Μπάλλο». Σύμφωνα με τον ίδιο τον Σαββόπουλο, αυτό συνέβη επειδή επρόκειτο για ένα άλμπουμ «πιο ρεαλιστικό», αλλά και επειδή «η χρήση στοιχείων ροκ ήταν περισσότερη απ’ όσο μπορούσε ίσως να αντέξει το κοινό» (περιοδικό «Ταχυδρόμος», 1975). Η τραγουδοποιία του ακολούθησε έκτοτε έναν πιο ευθύ δρόμο, πιο ασφαλή, τουλάχιστον από μουσικής άποψης. Το «Βρώμικο Ψωμί», πάντως, είναι η πρώτη κορύφωση της τέχνης του. Ενα μείζον, οριακό έργο επιβολής απέναντι στον θάνατο μέσα από την αποδοχή του, ένα ασυμβίβαστο αριστούργημα που το αισθάνεσαι δικό σου, έστω και αν σε ορισμένα σημεία το νιώθεις να σου ξεφεύγει.

1975, 10 Χρόνια Κομμάτια

33 χρόνια κομμάτια-5

Τα «10 Χρόνια Κομμάτια» είναι ένα προσωπικό ημερολόγιο δεκαετίας, στο φόντο του οποίου αντικατοπτρίζεται η ιστορία μιας εποχής. Επέτειος ουσιαστική, με τίτλο διττής σημασίας που περιλαμβάνει τόσο τη δημιουργία όσο και την ταλαιπωρία της. Λίγο μετά την πτώση της χούντας, ο Σαββόπουλος συγκεντρώνει κάποια κομμάτια του που είχαν κοπεί από τη λογοκρισία, ηχογραφημένα πρόχειρα στο ΑΚΑΙ κασετοφωνάκι του – και τα κυκλοφορεί μαζί με ορισμένα καινούργια. Την ατμόσφαιρα του δίσκου καθορίζουν οι αφηγήσεις του ίδιου, που περιγράφουν με λέξεις-κλειδιά και ποιητικές προεκτάσεις την ιστορία των τραγουδιών και το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκαν.

Αναρχο στη δομή του και φορτισμένο, το άλμπουμ έχει για όπλα του κάποιες σημαντικές κορυφώσεις: Το αριστουργηματικό «Ζεϊμπέκικο» βρίσκει την απόλυτη εκτέλεσή του με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου· το «Σαν τον Καραγκιόζη» είναι ίσως το καλύτερο πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης· η «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» συνδυάζει άψογα το πολιτικό στοιχείο με το ερωτικό· η «Παράγκα» είναι μια πικρή μικρογραφία της Ελλάδας. Ο Σαββόπουλος αφήνει εσκεμμένα τον ήχο του κουμπιού από το κασετόφωνο να ακούγεται, συμπεριλαμβάνει κάποια μη τραγούδια όπως η «Δοκιμή» και το «Σύρμα», άλλα τα κόβει στη μέση («Η Θεία Μάνου»), ενώ στα σχόλιά του υπάρχουν και δόσεις αυτοσαρκασμού. Γενικώς κάνει ό,τι θέλει, έχοντας κερδίσει πια το ελεύθερο από την εταιρεία του και την εμπιστοσύνη του κοινού του, το οποίο για την ώρα διευρύνεται γεωμετρικά.

Με αυτόν τον DIY, σπιτικό δίσκο, ο Σαββόπουλος ολοκλήρωνε έναν πρώτο δημιουργικό κύκλο χωρίς τη θριαμβολογία και τον θόρυβο του μεταπολιτευτικού γλεντιού, συντηρώντας την προσωπική μυθολογία του.

1976, Ηappy Day

33 χρόνια κομμάτια-6

Γράφοντας μουσική για την ταινία «Happy Day» του Παντελή Βούλγαρη, ο Διονύσης Σαββόπουλος καταπιάστηκε με τους εξόριστους της Μακρονήσου και της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Συγκέντρωσε ετερόκλητες μουσικές, όπως ετερόκλητα ήταν και τα ακούσματα των ανθρώπων που κρατούνταν στο νησί.

Με το ροκ να απουσιάζει πλήρως, με ρυθμούς νησιωτικούς, περάσματα ελαφράς μουσικής, θορύβους, χορωδιακά μέρη και παραφωνίες, ο Σαββόπουλος χτίζει ένα αλλόκοτο μουσικό κολάζ χωρίς αυστηρή συνοχή. Δανείζεται στιχάκια από το περιοδικό της Μακρονήσου «Ο Σκαπανεύς», μελοποιεί ποίηση του Ορέστη Λιάσκου (στο απολαυστικό «Νινόν») και γράφει δικά του λόγια για τις δύο κορυφώσεις του δίσκου: τον «Λαϊκό τραγουδιστή» (με τη φωνή του Μιχάλη Μενιδιάτη) και το «Σχόλιο», που εμπεριέχει όλη την ουσία του εγχειρήματος και είναι ένα από τα καλά τραγούδια του Σαββόπουλου, το οποίο δεν ακούστηκε όσο θα του άξιζε.

Ως σύνολο, το σάουντρακ του «Happy Day» είναι άνισο και ολίγον τι ακαταλαβίστικο. Το χάος του, όμως, είναι το χάος της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που αντηχεί έως σήμερα.

1977, Αχαρνής, ο Αριστοφάνης που Γύρισε από τα Θυμαράκια

33 χρόνια κομμάτια-7

Το 1975 το Εθνικό Θέατρο προγραμματίζει να ανεβάσει την αρχαία κωμωδία «Αχαρνής» του Αριστοφάνη. Ο Σαββόπουλος καταπιάνεται με το έργο και του κάνει μια «μοντέρνα» μετάφραση, βάζοντας το δικό του στίγμα και εντάσσοντας διακριτικά μια σάτιρα στη ρητορική της Μεταπολίτευσης. Τελικά η παράσταση δεν ανεβαίνει ποτέ, αλλά ο ίδιος παρουσιάζει τη δουλειά του σε μπουάτ το ’76 και ένα χρόνο μετά την ηχογραφεί.

Επιστρατεύοντας ένα σύνολο πρωτοεμφανιζόμενων ακόμη τότε τραγουδιστών που στη συνέχεια έγιναν γνωστοί (Νίκος Παπάζογλου, Σάκης Μπουλάς, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας, Πάνος Κατσιμίχας, Μανώλης Ρασούλης), ο Σαββόπουλος ασχολείται με κάτι που είναι φανερό πως τον ενθουσιάζει. Ζωγραφίζει σε έναν πιο πλούσιο ενορχηστρωτικό καμβά σε σύγκριση με προηγούμενες δουλειές του (κοντραμπάσο, κρουστά, τσέμπαλο, ακορντεόν, γκάιντα), εκδηλώνει για πρώτη φορά μια έντονα ενωτική διάθεση, ενώ τα καταφέρνει επίσης πολύ καλά ως αφηγητής, πάντα με μιαν υπερβολή στην εκφραστικότητα. Τίποτα δεν μοιάζει αφημένο στην τύχη του και ταυτόχρονα υπάρχει μια «χύμα» αίσθηση, όπως και μια τόλμη στο αρχαίο κείμενο. Κορυφαίο σημείο του δίσκου η «Παράβαση», όπου γίνεται αισθητή η διαχρονικότητα του έργου.

Με βασικό όπλο το παραπάνω τραγούδι, τους καλούς συντελεστές και μια ένταση που ξεκινάει από τις ίδιες τις φωνές, το άλμπουμ αποκαλύπτει μια νέα πτυχή του ταλέντου του Σαββόπουλου, αυτή του θεατρικού αφηγητή. Και παρότι δεν μπορεί να κριθεί εύκολα ως μουσικό έργο αποσπασμένο από το δραματουργικό στοιχείο, κερδίζει όλα τα στοιχήματα που θέτει.

1979, Η Ρεζέρβα

33 χρόνια κομμάτια-8

Στα τέλη των ’70s ο Σαββόπουλος είναι ένας από τους βασικούς εκφραστές της αριστερής συνείδησης. Με το όγδοο LP του, αφήνει στην άκρη κάθε ηρωισμό, καταθέτει μια σειρά από αντιπολιτικά τραγούδια («Πολιτευτής», «Για τα παιδιά που ’ναι στο κόμμα») και στρέφεται στη «ρεζέρβα» του, που είναι το προσωπικό βίωμα, η καταγωγή, η οικογένεια. Μαζί με το «Πρωινό», που αποτελεί μία από τις κορυφώσεις της ποιητικής του, εδώ υπάρχουν και «Οι εκλογές μαντινάδα», όπου ο ίδιος μετατρέπεται σε spokesperson-σχολιαστή της επικαιρότητας, ρόλο τον οποίο θα παίξει πολλές φορές έκτοτε. Δίπλα στα αριστουργηματικά «Τι έπαιξα στο Λαύριο» και «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» (από τα πιο θαρραλέα ελληνικά τραγούδια διαμαρτυρίας), εδώ υπάρχουν και κομμάτια που δεν πάλιωσαν τόσο καλά, όπως π.χ. το «Για τον σοσιαλισμό» ή η «Μικρή Ελλάδα».

Μουσικά, ο Σαββόπουλος απομακρύνεται αισθητά από το ροκ. Παραμένει το ίδιο πρόθυμος για παντρέματα της ελληνικής μουσικής με τη δυτική, χωρίς όμως διάθεση για πρωτοπορία. Ο δίσκος περιέχει πλούσια εφέ ηλεκτρικής κιθάρας, ωραίο μπουζούκι από τον Θανάση Πολυκανδριώτη και υψηλού επιπέδου ντραμς. Γενικώς, ο Σαββόπουλος βασίζεται περισσότερο από ποτέ στους μουσικούς του, τα ονόματα των οποίων μάλιστα αναφέρονται στο τραγούδι «Αουντουαντάρια» – δείγμα του πόσο σημαντική υπήρξε η συνεισφορά τους.

Αλμπουμ μεγάλης διάρκειας, με πλούσια θεματολογία, η «Ρεζέρβα» είναι σπουδαία ακριβώς επειδή δεν θέλει να καταταχθεί, ούτε μουσικά ούτε και πολιτικά. Είναι ο λαϊκός δίσκος ενός μοντέρνου ανθρώπου που έχει ακούσει το «Desire» του Μπομπ Ντίλαν, η πολιτική παρέμβαση ενός ανένταχτου, η μετακίνηση από τα πολυπληθή γήπεδα της Μεταπολίτευσης προς «το μπαρ που ξενυχτάει».

1983, Τραπεζάκια Εξω

33 χρόνια κομμάτια-9

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, στο peak της δημοφιλίας του, ο Σαββόπουλος απέχει από τις ζωντανές εμφανίσεις και δεν έχει κέφι να γράψει. Μέχρι που βγάζει τα «Τραπεζάκια Εξω»· έναν δίσκο απόλυτα ελληνικό, ώριμο και φωτεινό, χωρίς ροκ στοιχεία, με βιολιά, φλάουτα, μπουζούκια και γυναικεία φωνητικά, που όλα μαζί δίνουν την αίσθηση ενός πολύχρωμου φυσικού τοπίου. Εχοντας ήδη κινηθεί προς μια ανάλογη κατεύθυνση στη «Ρεζέρβα», ο Σαββόπουλος δεν θέλει να ανήκει πια στο περιθώριο ή σε κάποια ελίτ. Συμφιλιώνεται με τους συμπολίτες του («Νέο Κύμα»), τους συνοδοιπόρους του («Canto») και βέβαια την παρέα του, που αναφέρει ονομαστικά ως μικρογραφία της Ελλάδας («Ας κρατήσουν οι χοροί», «Τσάμικο»). Στην καρδιά του δίσκου, υπάρχει και ένας πιο σκοτεινός κόσμος: οι «Χουλιγκάνοι», το «Μυστικό τοπίο» και το «Δεν είναι ρυθμός», βαλμένα επίτηδες στη σειρά, καταπιάνονται με το θέμα του χουλιγκανισμού και της ζωώδους διασκέδασης ανθρώπων του περιθωρίου, σε μια προσπάθεια κατανόησης του ψυχισμού τους. Πέραν της υψηλού επιπέδου τραγουδοποιίας του, ο Σαββόπουλος παρουσιάζεται εδώ και ως καλύτερος τραγουδιστής, με λαϊκά γυρίσματα, μια μπάσα χροιά που για πρώτη φορά χρησιμοποιεί, αλλά και την πρώτη απόπειρα ραπ εκφοράς στίχων στο ελληνικό τραγούδι («Μας βαράνε ντέφια»). Αν το «Βρώμικο Ψωμί» είναι η πρώτη κορύφωση στο έργο του Θεσσαλονικιού δημιουργού, το «Τραπεζάκια Εξω» είναι σίγουρα η δεύτερη. Τα τραγούδια του σπάνε τον τοίχο μεταξύ των απλών ανθρώπων και των διανοουμένων, όπως επιχείρησε κάποτε η μελοποιημένη ποίηση, αλλά με μια γλώσσα σύγχρονη και μια μουσική λαϊκή όσο και μοντέρνα.

1989, Το Κούρεμα

33 χρόνια κομμάτια-10

Σε ένα καθεστώς παρακμής για το ελληνικό κράτος (αποτυχία της ελπίδας που κουβαλούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου για Αλλαγή, σκάνδαλο Κοσκωτά, άνοδος του lifestyle και της φούσκας που θα έσκαγε 20 χρόνια μετά), ο Σαββόπουλος κυκλοφορεί έναν δίσκο που θα κάνει μεγάλο μέρος του κοινού του να διαφωνήσει μαζί του.

Ο τίτλος του άλμπουμ αναφέρεται σε ένα κούρεμα κανονικό (το βλέπουμε στο εξώφυλλο) αλλά και συμβολικό, σηματοδοτώντας τη στροφή του δημιουργού του προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η μουσική αγκαλιάζει τυφλά τον νέο ήχο των συνθεσάιζερ, με μιαν ελαφρώς κιτς προσέγγιση. Ολο αυτό αναγκάζει τον ακροατή να επικεντρωθεί στους στίχους, οι οποίοι αν μη τι άλλο δεν είναι βαρετοί, έχοντας προβοκατόρικους τίτλους που θυμίζουν τίτλους εφημερίδων. Τρία κομμάτια είναι αληθινά σπουδαία: Το αυτοβιογραφικό «Εμείς του ’60», το σκληρό-αλλά-αληθινό «Κωλοέλληνες» και το αριστουργηματικό «Καλοκαίρι», που κλείνει έναν δίσκο δύστροπο με τον πιο ευχάριστο τρόπο. Το «Μην περιμένετε αστειάκια» έχει επίσης κάτι. Τα υπόλοιπα τέσσερα τραγούδια όμως φλερτάρουν με τη μετριότητα, με το «Ο γιος μου πάει στον στρατό» να αποτελεί μάλλον το ναδίρ της τραγουδοποιίας του Σαββόπουλου. Ανεξάρτητα από το ξάφνιασμα που δικαιολογημένα προκάλεσε και τις αρκετές αστοχίες του, το «Κούρεμα» είναι ένα αξιέπαινο ξεγύμνωμα, τόσο του ίδιου του Σαββόπουλου όσο και της γενιάς του. Η γενναία κατάθεση ενός ανθρώπου που πήγε κόντρα στην πλειονότητα του κοινού του για να πει αυτό που αισθανόταν, γνωρίζοντας ότι θα υποστεί τις συνέπειες.

1994, Μη Πετάξεις Τίποτα!

33 χρόνια κομμάτια-11

Γνωρίζοντας κάποιου είδους άφεση αμαρτιών πέντε χρόνια μετά το «Κούρεμα», ο Σαββόπουλος έχει περιγράψει εύστοχα αυτό που του συνέβη το ’94 ως εξής: «Ενιωθα τον κόσμο να μου λέει “μπορεί να μη συμφωνούμε πια και σε όλα, αλλά δεν έχουμε και πολλούς σαν εσένα”». Εκεί ακριβώς πατάει το «Μη πετάξεις τίποτα!», με το οποίο ο ίδιος ξανακερδίζει «ακολούθους», τόσο καλλιτεχνικά όσο και ως δημόσιο πρόσωπο.

Πρόκειται για τον πιο «οικογενειακό» δίσκο του: Πολιτικές απόψεις, συζυγικές κόντρες, αγάπη για την Ελλάδα, ιστορίες από τα παλιά, συμβουλές στους νέους και ελπίδες για το αύριο. Υπάρχει μια μουσική πολυσυλλεκτικότητα, με βουλγαρικές χορωδίες, έθνικ πινελιές, φιλική συμμετοχή από τη Γλυκερία, μέχρι και λαϊκά καψουροτράγουδα διπλής ανάγνωσης («Πώς με κατάντησε η αγάπη»). Αριστούργημα, βέβαια, δεν υπάρχει. Ούτε και σαφές μουσικό στίγμα. Επιπλέον, ο Σαββόπουλος έχει χάσει πια την επαφή του με τους νεότερους ακροατές. Ακόμη και στον «Μικρό Μονομάχο», ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να τους μιλήσει είναι ο τρόπος των μεγάλων (ένα χρόνο νωρίτερα, ο συμπατριώτης του Γιάννης Αγγελάκας είχε πετύχει πολύ περισσότερα με το λακωνικό «Δε χωράς πουθενά»).

Για τον εαυτό του, βέβαια, ο Σαββόπουλος μιλάει πιο εύστοχα από τον καθένα – και στο ομώνυμο τραγούδι κάνει μια συνοπτική περίληψη της μέχρι τώρα πορείας του, που συγκινεί. Ο «θάνατος στη μέση της ζωής», στον οποίο αναφέρεται, δεν είναι άλλος από τον θάνατο της δημιουργικότητάς του, που παραμονεύει. Με το συγκεκριμένο άλμπουμ, πάντως, όχι μόνο καθυστερεί τον θάνατο αυτό, αλλά πετυχαίνει και κάτι παραπάνω: να γίνει ξανά αγαπητός.

1999, Ο Χρονοποιός

33 χρόνια κομμάτια-12

Περίπου όπως είχε συμβεί και στο «Κούρεμα» για άλλους λόγους, ο «Χρονοποιός» είναι ένας δίσκος που αδικήθηκε λόγω του επικαιρικού του χαρακτήρα. Λειτουργώντας σαν χρονογράφος, ο Σαββόπουλος καταθέτει μεταξύ άλλων ένα τραγούδι για το Μιλένιουμ (που γίνεται αμέσως επιτυχία και ξεχνιέται το ίδιο γρήγορα), ένα για τον Οτσαλάν, ένα για τους σεισμόπληκτους, ένα για τον πλανητάρχη και ένα τους ολυμπιονίκες μας. Ολα αυτά αποσπούν κάπως τον ακροατή από τα πραγματικά καλά κομμάτια του δίσκου, όπως το «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου», το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις» και, βέβαια, το «Φως στις 10 π.μ.», που είναι το τελευταίο αριστούργημα του τραγουδοποιού.

Μεγάλο ατού του «Χρονοποιού» είναι ο ήχος του. Βασισμένος αποκλειστικά σε ακουστικά όργανα, αποτελεί υπόδειγμα παραγωγής και ενορχήστρωσης, που ανεβάζει τα κομμάτια σε άλλο επίπεδο. Οχι ότι οι συνθέσεις δεν είναι δυνατές από μόνες τους: Aν η στιχουργική δεινότητα του Σαββόπουλου σε κάποια σημεία δείχνει να έχει χάσει το μαγικό της ραβδάκι και να γερνάει («Τα χρυσά παιδιά του Γκάλη», «Η μοναξιά της Αμερικής», «Ποιος φτιάχνει τ’ ανέκδοτα;»), οι μουσικές του παραμένουν σε γνώριμα ύψη. Το άλμπουμ έχει επίσης ένα ενδιαφέρον concept: Καθώς προχωρούν τα κομμάτια, ένα ολόκληρο έτος κάνει τον κύκλο του.

Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του, ο αρκετά διαφημισμένος «Χρονοποιός» έμοιαζε με τεύχος περιοδικού που έχει παλιώσει. Κάθε επιστροφή σε αυτόν, πάντως, αναδεικνύει αρετές, θυμίζοντας πως ο Σαββόπουλος σταμάτησε να γράφει τραγούδια προτού τον εγκαταλείψει εντελώς η μούσα του.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT