Μπάτης, Ντίλαν, Καραγκιόζης

Πώς πλάστηκαν τα «ηχοτοπία» μιας εποχής μεταβατικής, που επιχείρησε να ξεπεράσει τις προκαταλήψεις και τα διχαστικά δίπολα για να βιώσει «τον κόσμο σαν έργο τέχνης», διεκδικώντας νέους τολμηρούς τρόπους έκφρασης

6' 51" χρόνος ανάγνωσης

Ο νεαρός τροβαδούρος Διονύσης Σαββόπουλος, που κατέβηκε το 1963 από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα πάνω σ’ ένα φορτηγό, στη μοναχική πορεία του αποστασιοποιήθηκε συνειδητά τόσο από τις αναζητήσεις των Χατζιδάκι – Θεοδωράκη και των επιγόνων τους περί ελληνικότητας και «έντεχνου-λαϊκού», όσο και από τον λυρισμό του «Νέου Κύματος».

Βαθιά ελληνικός, με προσφυγικές ρίζες και αστική παιδεία, ανάπλασε στο έργο του κυτταρικές μνήμες από το δημοτικό και το ρεμπέτικο, από τις καντάδες, τα ελαφρά τραγούδια και τις φιλαρμονικές, από το θέατρο σκιών και τα πλανόδια μπουλούκια. Παράλληλα, όμως, ενσωμάτωσε και επεξεργάστηκε τις «οικουμενικές» επιρροές κι εκλεκτικές συγγένειες από τα τραγούδια διαμαρτυρίας του Ντίλαν, την ηλεκτρική δύναμη του ροκ, τη σουρεαλιστική τόλμη των μπίτνικς, τη γλυκόπικρη σάτιρα του Μπρασένς, τη γιορταστική μελαγχολία του Φελίνι.

Το κράμα

Ολα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία σε ένα μοναδικό «κράμα», με το έμφυτο ταλέντο του να «κλέβει» και να ανασυνθέτει δημιουργικά χωρίς να μιμείται, καθορίζουν τα τραγούδια του όχι μόνο στη μορφή αλλά κυρίως στη λειτουργία τους σε επίπεδο συμβολικό. Συγκροτούν τα «ηχοτοπία» μιας εποχής κρίσιμης και μεταβατικής, που επιχείρησε να ξεπεράσει τις προκαταλήψεις και τα διχαστικά δίπολα για να βιώσει «τον κόσμο σαν έργο τέχνης», διεκδικώντας νέους τολμηρούς τρόπους έκφρασης και επικοινωνίας.

Ο Σαββόπουλος παρομοίασε τη δεκαετία του ’60 με ένα ορμητικό, φουσκωμένο ποτάμι. Ακόμη κι αν τα νερά του σύντομα υποχώρησαν, παραμένει μέχρι τις μέρες μας χαραγμένο στις όχθες της ευαισθησίας μας το ύψος όπου έφτασε η στάθμη τους. Σημείο αναφοράς για τους «εκδρομείς του ’60» και πρόκληση για τις επόμενες γενιές.

Ο ίδιος ο Σαββόπουλος υπήρξε, πάνω απ’ όλα, ένας διονυσιακός πανηγυριστής, που βίωνε βαθιά τη γιορταστική-τελετουργική διάσταση του τραγουδιού, με την αρχαία πολυσημία και πολυ-λειτουργικότητα, ως «τράγου-ωδή». Γνήσιος κληρονόμος της προφορικής παράδοσης ως ζωντανής «επιτέλεσης», όπως και ο αρχαίος ποιητής, λειτουργούσε ταυτοχρόνως ως στιχουργός, συνθέτης, μουσικός, τραγουδιστής, ηθοποιός και χορευτής. Προτείνοντας το τραγούδι ως «μελισμένο λόγο», δραματοποιημένο «δι’ ελέου και φόβου», με δύναμη καθαρτήρια, σε μια σύναξη πανηγυρική αλλά όχι πανηγυριώτικη, λαϊκή και όχι λαϊκίστικη. Για να γίνει –επιτέλους– η ιστορία παραμύθι!

Μπάτης, Ντίλαν, Καραγκιόζης-1
Πρωταγωνιστής στο θέατρο σκιών, μια από τις κυτταρικές μνήμες της βαθιάς ελληνικότητας που ανάπλασε στο έργο του ο Σαββόπουλος από το ’63 που εμφανίστηκε στη δισκογραφία έως το τέλος. Φωτ. Αρχείο ΕΡΤ

Σαν μάγος

Με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού, ανέσυρε από το καπέλο του, σαν μάγος-ταχυδακτυλουργός, αφηγήσεις και στίχους, φωνές, μελωδίες, όργανα, χρώματα, ηχοχρώματα, κινήσεις. Με τις εμμονές των χάλκινων πνευστών (ισχυρό κατάλοιπο από παιδικές του μνήμες) να απογειώνουν την πανηγυρική ατμόσφαιρα. Με τις φλογέρες (σύμβολα παιδικής αθωότητας, αλλά και διονυσιασμού) ν’ ανακαλούν τα όνειρα. Με τα έγχορδα και τα κρουστά να τα δένουν όλα σε ένα στέρεο υφάδι.

Αμεση –και διόλου διεκπεραιωτική– υπήρξε και η σχέση του με τους μουσικούς, καθώς ήταν από τους λίγους συνθέτες που αναγνώριζαν σε κάθε ευκαιρία τη δημιουργική συμβολή των εξαιρετικών μουσικών με τους οποίους συνεργάστηκε: «Ενορχήστρωση Δ.Σ. και με τη βοήθεια των μουσικών».

Είναι προς τιμήν του ότι ουδέποτε επαναπαύτηκε σε σίγουρες-δοκιμασμένες συνταγές («του Θεού η χάρη μάς φυλάει απ’ τα σουξέ»), ανιχνεύοντας συνεχώς καινούργια συχνά πρωτόγνωρα για την εποχή τους εκφραστικά μέσα και συνδυασμούς. Και είναι γνωστό πόσο παίδευε το υλικό του πριν το καταθέσει στη δισκογραφία, αλλά και πόσο δοκίμαζε διαφορετικές παραλλαγές σε κάθε καινούργια «ζωντανή» επιτέλεση. Κι εδώ βρίσκεται η εγγενής λαϊκότητα του έργου του, που δεν παγιώνεται μέσα από τη δισκογραφική του αποτύπωση-αναπαραγωγή, αλλά απαιτεί έναν εξίσου δημιουργικό ακροατή, συμμέτοχο-συνένοχο στις ωδίνες μιας μακράς κυοφορίας και γέννας επίπονης ώστε να μοιραστούμε στη συνέχεια τη διονυσιακή χαρά και τις μεταμορφώσεις της ζωής-γιορτής. Γι’ αυτό και τα «κομμάτια» του, σαν μια ενιαία εκ βαθέων εξομολόγηση, δεν προσφέρονται για να τραγουδηθούν από τους διασκεδαστές και το «πλατύ κοινό», ούτε στριμώχνονται στον αχταρμά των τρίλεπτων σουξέ. Μάλλον θα προξενήσουν αμηχανία σε αυτούς που θα προσπαθήσουν να τα ταξινομήσουν με κριτήρια ύφους ή μουσικής δομής σε προκατασκευασμένα καλούπια.

Τραγουδοποιός; Οχι μόνο

Οχι, ο Σαββόπουλος δεν είναι (όπως πολλοί πριν και μετά αυτόν) ο απλός «τραγουδοποιός-τροβαδούρος». Αποτελεί μοναδικήανεπανάληπτη περίπτωση στην ελληνική μουσική. Είναι ο «ποιητής-χρονοποιός» που δίνει σχήμα στα χρόνια που φεύγουν χύμα, πλάθει τον λόγο και το μέλος «εις σάρκαν μίαν» και ανακεφαλαιώνει γεγονότα και συναισθήματα για να αναπαραστήσει θεατρικά τι είδε στον αιώνα του.

Επιστρατεύει έναν καταιγισμό από ηχητικές εικόνες συμβολικές, που έχουν τη δύναμη ν’ αποκτούν καινούργιες απρόσμενες διαστάσεις σε κάθε νέα ακρόαση-επιτέλεση. Και ανασυνθέτει τις προσδοκίες μας, ώστε να προφητέψει τα μελλούμενα, στην αφετηρία μιας νέας εποχής που – όπως κι αυτή που πέρασε– θα έχει πολλούς αναίσθητους, μα και πολλούς ονειροπόλους, που είθε να βγαίνουν πάντα πρώτοι!

Είναι σύνθετος αλλά ποτέ επιτηδευμένος, δύσκολος αλλά όχι δυσνόητος, σοβαρός μα ποτέ σοβαροφανής, εσωτερικός αλλά όχι ναρκισσιστικά απομονωμένος, δραματικός μα όχι μελό, φοβισμένος αλλά όχι φοβικός, μελαγχολικός αλλά διόλου καταθλιπτικός.

Διατηρούσε μιαν άμεση-μεταφυσική σχέση με τους δασκάλους του, μικρούς μα και μεγάλους, και προπαντός με όσους έχουν για πάντα κοιμηθεί. Σε σύγκριση με αυτούς ζήτησε να κριθεί η τέχνη του, αναγνωρίζοντας ως πνευματικό του πατέρα τον Μπάτη και το ζεϊμπέκικό του, που ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22.

Γιατί το ήξερε πως, όταν τελειώνει η γιορτή και αποσύρονται οι φίλοι και το κοινό κι εγώ μονάχος μένω στο κενό, εκείνο πού φέγγει στο σκοτάδι είναι οι μορφές των δασκάλων της καταγωγής του και της τέχνης του. Σε αυτούς ανέτρεξε για να οδηγήσει τ’ όνειρο πέρα από γραμμές πολιτικές. Μέσα απ’ αυτούς χαιρέτισε την «Ελληνίδα Ανατολή», μ’ ακριβές μουσικές του Κουκουζέλη και χρυσές του Πανσέληνου ζωγραφικές.

Και έψαλε, ως άλλος Ρήγας Βελεστινλής, για την Ομοσπονδία των Βαλκανίων απ’ το Ιάσιο μέχρι την Κερύνεια, συνταιριάζοντας την ηπειρώτικη πεντατονία με τον επτάσημο ρυθμό του καλαματιανού, τα θρακιώτικα ζωναράδικα, τα μαυροθαλασσίτικα ηχοχρώματα, τους άσκαυλους και τις βαλκανικές πολυφωνίες.

Σαν τον άγγελο

Μόνον ο Σαββόπουλος θα μπορούσε ν’ αναμείξει με τόση σοφία και ευαισθησία ένα ταγκό μ’ ένα ζεϊμπέκικο και τον Εθνικό Yμνο σε μια σφιχτοδεμένη σουίτα, όπως στο «Σιγά, η πατρίδα κοιμάται», στον «Οδυσσεβάχ». Για να διακηρύξει αυτό που ονόμαζε ως τον παιδικό του εθνικισμό, τον πιο παγκόσμιο, και προβάλλοντας ως σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα την Παιδεία.

Σε όλη την επίπονη διαχρονική του περιπέτεια (Νιόνιος – Διονύσης – Κύριος Σαββόπουλος) δεν δίστασε να κοινοποιήσει με ευθύνη και παρρησία τα συναισθήματα, τις απόψεις, ακόμη και τις εμμονές του, παρακολουθώντας τις κοσμογονικές αλλαγές και τις αντιφάσεις που βίωσε η γενιά του. Σαν τον άγγελο-εξάγγελο του τραγουδιού, εκδιώχτηκε από τα κουρεία, τα λουτρά και τις ταβέρνες, αφού δεν μας χάιδευε πλέον τ’ αυτιά κι επειδή αμέσως καταλάβαμε τι ήθελαν να πουν τα λόγια του: για τη νύχτα που εναλλάσσεται με νύχτα, για τους κωλοέλληνες, για τα ζαχαρωμένα τραγούδια και για τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες.

Και αυτός, με καρτερία ορθόδοξου μάρτυρα, δέχτηκε να παίξει τον αποδιοπομπαίο τράγο, για να ξορκίσουν στο πρόσωπό του οι εκδρομείς του ’60 τις ενοχές για τα μπλοκ επιταγών που απέκτησαν μαζί με τα «παράσημα» των αγώνων τους.

Ομως, δεν υποχώρησε, επανήλθε, τραγουδώντας για τους φίλους που χάθηκαν, ως εκπρόσωποι μιας ήττας που νικάει την εξουσία και που ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία! Κι επειδή ο Σαββόπουλος δεν καταδέχτηκε να είναι απ’ αυτούς που ποτίζουν με βιτριόλι τον νεκρό που δεν μπορούν να αναστήσουν, εξακολούθησε να ποθεί τον κόσμο σαν αχόρταγο παιδί. Διατηρώντας τις ευαισθησίες και τα βιώματα από κάθε περίοδο της ζωής του: από το έκπληκτο αχόρταγο παιδί που ανακαλύπτει με τις κεραίες του τον κόσμο, στον δεκαεξάρη που «γαμεί τα λύκεια», στον νεανικό τροβαδούρο του νέου κύματος, στον ηλεκτρικό άγγελο-εξάγγελο της γενιάς της δικτατορίας και της Μεταπολίτευσης, στον καρναβαλιστή των γηπέδων του ’80, στον μεσήλικα μπροστά στα αδιέξοδα και στο παράπονο του ’90 και, τέλος, στον Προφήτη που κηρύττει την πεισματική ανασύνταξη μπροστά σ’ έναν νέο τρομολαγνικό αιώνα, έτσι όπως τραγούδησε στον «Χρονοποιό», το τελευταίο μείζον έργο του που κατέθεσε συμβολικά στο γύρισμα της χιλιετίας.

Προφητεύοντας ότι η πνοή που θα μας μεταμορφώσει θα έρθει από τη γενιά των μικρών μονομάχων, των σημερινών αμήχανων έφηβων, που από την έξω ερημία θα βουτήξουν στα βάθη του εαυτού τους. Και η από μέσα τους ελεύθερη πτώση, της γενιάς τους το στίγμα θα δώσει. Αυτή θα είναι η γενιά των αυριανών ηρώων, που δεν θ’ ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους, αλλά τον χτύπο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους!

Υπήρξε, πάνω απ’ όλα, ένας διονυσιακός πανηγυριστής, που βίωνε βαθιά τη γιορταστική-τελετουργική διάσταση του τραγουδιού, με την αρχαία πολυσημία και πολυλειτουργικότητα, ως «τράγου-ωδή».

Ο κ. Λάμπρος Λιάβας είναι καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT