ο-εαυτός-πίσω-από-τη-ζοφερή-μάσκα-563894617
Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη

Ο εαυτός πίσω από τη ζοφερή μάσκα

O Στέλιος Ράμφος ψυχαναλύει τον καλλιτέχνη στο κεφάλι του οποίου «κάλπαζαν άλογα αφηνιασμένα»

Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη

Μέσα στα εξήντα δύο χρόνια της φιλίας τους μοιράστηκαν πολλές συζητήσεις για τη μουσική, τον εαυτό, τις εσωτερικές συγκρούσεις, την παράδοση, τον φόβο του αποκλεισμού, τι σημαίνει μέλλον και παρελθόν. Ο συγγραφέας Στέλιος Ράμφος, και στενός φίλος του Διονύση Σαββόπουλου, συμπληρώνει με τις σκέψεις του τα ερωτήματα της «Κ».

Ο εαυτός πίσω από τη ζοφερή μάσκα-1

Ο Σαββόπουλος ήταν…

Στην περίπτωση του Σαββόπουλου ισχύει ο λόγος του Μάνου Χατζιδάκι, ότι ο ατάλαντος μιμείται, ο ταλαντούχος οικειοποιείται. Ο Διονύσης ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Πήρε κάτι για παράδειγμα από τον Νικ Κέιβ και το έκανε δικό του. Αν αυτό που παίρνουμε δεν γίνει δικό μας, τότε αυτό πεθαίνει. Αυτός δεν άφησε ένα πεθαμένο έργο, αλλά κάτι που είναι πολύ ζωντανό και συγκινεί. «Κλειδί» για να καταλάβει κανείς βαθύτερα τον Σαββόπουλο είναι το ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη «Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος» γιατί εκεί αυτοπαρουσιάζεται ο Διονύσης. Κεντρικό θέμα είναι η προβολή ενός νέου εαυτού, αυτού που ήθελε να γίνει, ταυτοχρόνως με την αντίστιξη ενός άλλου εαυτού με τον οποίο συνυπάρχει και από τον οποίο απομακρύνεται. Αυτή η υποδόρια κατάσταση εκφράζεται από ζοφερές, από βίαιες μάσκες, τις οποίες έχει φτιάξει ο ζωγράφος Αλέξης Κυριτσόπουλος και κάθε φορά παρουσιάζονται ως αντίστιξη μέσα στα δρώμενα.

Ο Διονύσης έχει αυτό το διπλό στοιχείο. Eχει σύγκρουση και συνύπαρξη μέσα στην οποία γλυκαίνει το στοιχείο της σύγκρουσης. Εμφανίζεται ο Κυριτσόπουλος φορώντας τη μάσκα και κάποια στιγμή εμφανίζεται πάλι η μάσκα και τότε βλέπουμε τον Διονύση. Και καταλαβαίνουμε ότι αυτό είναι το ζητούμενο του ντοκιμαντέρ. Είναι δηλαδή ένα είδος εξόδου από την απειλή ενός άλλου εαυτού, ο οποίος, ας πούμε, παραμονεύει και συνυπάρχει ταυτοχρόνως σε κάθε στιγμή της ζωής του.

Η κάθοδός του στην Αθήνα σημαίνει…

Ο ερχομός του στην Αθήνα σημαίνει μια απόσταση από κάτι που κατά κάποιον τρόπο τον πιέζει, τον βαραίνει. Επομένως, έχουμε εδώ την ανάγκη ενός άλλου εαυτού, ο οποίος είναι στραμμένος προς τα έξω. Εχουμε ένα στοιχείο κλεισίματος, το οποίο αναζητεί άνοιξη και ζωτικότητα. Είναι δύο στοιχεία τα οποία, όπως είπαμε πριν, συγκρούονται και συνυπάρχουν και τελικά στη δουλειά του μετουσιώνονται και δημιουργούν την παρουσία του Διονύση που έχει στοιχεία εντάσεως: δυνατές εκφράσεις στα τραγούδια, δυνατή φωνή και ταυτοχρόνως τρυφερότητα. Επομένως, η πίεση την οποία ασκεί σε ένα αδιέξοδο, σε μια αντίφαση που τον βαραίνει, γίνεται με αυτόν τον τρόπο ποίηση. Και αυτή η ποίηση είναι η δική του πλέον αντίσταση σε μια συνενοχή, η οποία θα τον τσαλάκωνε πολύ άσχημα, δεν θα τον άφηνε ποτέ να προχωρήσει.

Συνδύαζε τραγούδι και λόγο διότι…

Υπάρχει μέσα του ένας ανταγωνισμός εικόνων και σκέψεων στον οποίο δίνει μορφή με την παρουσίασή του στον κόσμο. Αυτή είναι η έξοδός του, αυτός είναι ο μύθος του. Μύθο τον οποίο τυλίγει και ξετυλίγει στην ιδιωτική και καλλιτεχνική του ζωή και εκφράζει πολλές φορές με τη φράση «άλογα καλπάζουν αφηνιασμένα στο κεφάλι μου». Δεν είναι μόνο τραγουδοποιός ο Σαββόπουλος, είναι και παρουσιαστής, είναι και ομιλητής. Και γι’ αυτό πάντοτε εναλλάσσονται τα τραγούδια με μικρά λογύδρια. Είναι στοιχείο της τέχνης του. Δεν μπορούσε να κάνει μια παράσταση χωρίς να εναλλάσσονται οι αφηγήσεις με τα τραγούδια του. Αυτό δείχνει, δηλαδή, ότι είχε ένα βαθύτερο βιόστρωμα το μουσικό του στοιχείο.

Η γοητεία που έχει ο λόγος του είναι ότι μεταγράφει με έναν τρόπο σουρεαλιστικό πράγματα που ένας άλλος θα ανέπτυσσε λογικά και κάνει πάρα πολύ γοητευτική και αναπαυτική την αφήγησή του.

Του έλεγες κάτι που τον ενδιέφερε; Το έκανε εικόνα και με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να περάσει κάτι στον άλλον σε ένα ψυχικό, σε ένα συναισθηματικό πεδίο που τον κέρδιζε. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η αφηρημένη σκέψη τον κούραζε. Δεν την πήγαινε, ας πούμε, και γι’ αυτό προσπαθούσε πάντοτε να μεταβάλλει τις ιδέες σε εικόνες. Με τους δίσκους ο Σαββόπουλος είναι μισός, ολόκληρος είναι με τα βίντεο γιατί δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον μουσικό από τον αφηγητή.

Υπάρχει ένα τέτοιο ήθος στην καλλιτεχνική του συμπεριφορά, που έχει σημασία γι’ αυτόν που θέλει να σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο υπήρξε ως καλλιτέχνης αλλά και ως άνθρωπος ο Σαββόπουλος.

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι μέσα στις μεταφορές των πραγμάτων που είτε είναι μπροστά του είτε τα έχει στο μυαλό του επειδή του συνέβησαν, μπλέκονται εσωτερικά οι πραγματικότητες των απόντων ή των παρόντων πραγμάτων και εκεί γίνεται η οικειοποίηση. Ενδεχομένως να ακούει Ντίλαν, αλλά να βγαίνει Σαββόπουλος.

Η παράδοσή του είναι…

Οι εικόνες του είναι η παράδοσή του, οι εικόνες του είναι το λαϊκό τραγούδι, οι εικόνες και τα βιώματά του είναι πια ο ίδιος. Δεν μπορεί να έχουμε οικειοποίηση χωρίς να περάσει από το διυλιστήριο των παραστάσεων ενός ανθρώπου.

Η βραχνάδα της φωνής του λειτουργεί διότι…

Μπορούμε να προσθέσουμε επίσης ότι ο Διονύσης είναι πάνω απ’ όλα μια Παρουσία με κεφαλαίο «Π», με τον εαυτό του και τον τρόπο του σε διαστολή ώστε να χωράει και άλλους. Μας λέει ιστορίες προσωπικής αλλά και μουσικής υποκίνησης για να πετύχει μια εσωτερική συγκατάβαση του ακροατή, σαν δώρο. Γι’ αυτό δημιουργεί κέφι και μαλακώνει τα ήθη. Σαν μια χάρη προς πάσα κατεύθυνση, μια χάρη που έχει μουσικό χαρακτήρα και που βρίσκει στη βραχνάδα του μια φωνή η οποία δεν είναι φωνή τραγουδιστή. Μάλιστα στις αρχές της καριέρας του έλεγε «τι να κάνω εγώ με αυτή τη φωνή;». «Οχι», του έλεγε ο Πατσιφάς, «τραγούδα», γιατί καταλάβαινε εκείνος τη σημασία που έχει μια φωνή που δεν είναι τραγουδιστή, αλλά που έχει ήθος τραγουδιστικό και που δεν αφήνει μια άλλη φωνή να τραγουδήσει αυτά τα τραγούδια χωρίς να τα φτωχύνει.

Συγγενεύουν, ας πούμε, τα πράγματα μέσα στο τραγούδισμα του Σαββόπουλου. Η βραχνάδα παίζει ιδιαίτερο ρόλο γιατί δίνει τον χρόνο, το τέμπο του τραγουδιού και είναι η γέφυρα για ένα κοινό αίσθημα με αυτόν που τον ακούει και που δεν είναι τραγουδιστής. Είναι ο κοινός άνθρωπος, που εισπράττει κι αυτός ένα κομμάτι από την προσωπική του ιστορία μέσα από τη βραχνάδα της φωνής.

Η μουσική του είναι…

Η μουσική του μπορεί να πει κανείς ότι είναι ένα όνειρο ατομικό, με προεκτάσεις συλλογικού μύθου. Τα τραγούδια του είναι τραγούδια μέσα στα οποία μπαίνουμε συλλογικά. Δηλαδή δεν τα ακούμε μόνο, μπαίνουμε μέσα στα τραγούδια. Ειδικά σε τραγούδια όπως ο «Καραγκιόζης» και το «Ας κρατήσουν οι χοροί». Κατά καιρούς τα είχαμε συζητήσει αυτά και είχαμε κοινούς προβληματισμούς. Ας πούμε είχα γράψει ένα άρθρο το 1980 για τις ελληνικές κοινότητες και από εκεί πήρε τα θέματα των κοινοτήτων και τα έκανε δικά του.

Το «Κούρεμα» ήταν…

Είχαμε συζητήσει πάρα πολύ το «Κούρεμα» γιατί, ας πούμε, κινδύνεψε. Ξαφνικά όλη η Αριστερά τού έκλεισε πόρτες, παράθυρα, τα πάντα. Τελικά βγήκε κερδισμένος διότι το «Κούρεμα» είχε μέλλον, ενώ αυτοί που έκλειναν τις πόρτες ήταν παρελθόν. Ανοίχτηκε ακόμη περισσότερο έξω από την Αριστερά, τον αγκάλιασε περισσότερος κόσμος. Στην αρχή πανικοβλήθηκε γιατί φοβήθηκε ότι θα αποκλειστεί. Το γεγονός, όμως, είναι ότι απελευθερωνόταν από αυτά τα σχήματα και ζητούσε από τον ακροατή να σκεφτεί περισσότερο.

Η «πολιτική αξία» αυτών των τραγουδιών είναι ότι αντί να σε κάνουν να φωνάζεις στη διαδήλωση, σε κάνουν να σκέφτεσαι περισσότερο τον εαυτό σου. Δηλαδή έκανε μια «πολιτικοποίηση» εσωτερική.

Ηταν ο πιο σημαδιακός δίσκος του. Εκεί ήταν το σημείο όπου συναντήθηκαν οι πολλοί και ανοίχτηκε σε μια στάση που είχε προβάδισμα η ψυχική του ζωή. Εκεί συναντιέται ο πολύς κόσμος που τον ακούει. Μια, ας πούμε, συνάντηση, η οποία ισχύει και για το αποχαιρετιστήριο ξεπροβόδισμά του. Με μία όμως και μοναδική εξαίρεση σε αυτήν τη συνάντηση, την Πολιτεία. Το επιτελικό κράτος μετεβλήθη σε γραφείο κηδειών, φροντίζοντας με τρόπο που ξέρει καλά να αντικαταστήσει την περισυλλογή αυτού του αποχωρισμού με μια ανελέητη προβολή του εκλιπόντος. Θυμίζω και πάλι τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος με δική του θέληση κηδεύτηκε από μετρημένα στα δάχτυλα άτομα. Ηταν λιγότεροι από δέκα. Διότι προφανώς ήξερε ότι τα μάτια εκείνου που φεύγει κλείνουν όχι για να θολώνει το κεφάλι από προπαγανδιστικό θόρυβο, αλλά για να μείνουν τα δικά μας ανοικτά στο γνωστό-άγνωστο, το οποίο μοιραζόμαστε εν τέλει μαζί του.

Η φιλία σας…

Ξεκίνησε τον Μάιο του 1963 στο 4ο Σπουδαστικό Συνέδριο. Ο Διονύσης ήταν στην αντιπροσωπεία του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι εγώ διάβαζα την εισηγητική έκθεση του συνεδρίου και εκεί διασταυρώθηκαν οι ματιές μας. Από εκεί άρχισε μια φιλία, η οποία κράτησε μέχρι και τον θάνατό του και θα κρατάει όσο υπάρχω κι εγώ. Γιατί αυτές οι φιλίες πάνε μαζί.

Η αφηρημένη σκέψη τον κούραζε. Δεν την πήγαινε, ας πούμε, και γι’ αυτό προσπαθούσε πάντοτε να μεταβάλλει τις ιδέες σε εικόνες. Με τους δίσκους ο Σαββόπουλος είναι μισός, ολόκληρος είναι με τα βίντεο γιατί δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον μουσικό από τον αφηγητή.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT