Η τρομερή λαλιά του εντός μας

Οι συντάκτες της «Κ» ανθολογούν από τα τραγούδια του τους στίχους που τους έχουν «σφραγίσει»

η-τρομερή-λαλιά-του-εντός-μας-563894584

– Κι ό,τι ζήσαμε μες στη νύχτα αυτή σαν σπουργίτι το τζάμι μας ραγίζει/ «Πρωινό» (1979)

Ενας στίχος που μου αγγίζει την καρδιά. Οι πρωινές στιγμές οικειότητας και καλημερίσματος ενός ζευγαριού. «Βάλε για καφέ/ ξημερώνει, πού ’ναι τα κλειδιά μου/ τα λεφτά είναι στην ψωμιέρα». Η καθημερινή υπέροχη ρουτίνα μέσα από τον έρωτα, τη μοναξιά, την τρυφερότητα και τη σπαρακτική ομορφιά της προσωρινότητας. Το εύθραυστο όνειρο που πριν καλά καλά το νιώσουμε, περνάει και χάνεται.

Νότης Παπαδόπουλος

– Αλλάζουν όλα με ορμή/ «Είδα την Αννα κάποτε» (1969)

Ακριβώς αυτό· ακριβώς έτσι είναι. Από το 1969 που το έγραψε μέχρι σήμερα: «Θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί/ Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή/ Τι να καταλάβουμε οι φτωχοί». Ηταν τέλη ’70 αρχές του ’80 όταν το πρωτοάκουσα στο πανεπιστήμιο. Ποτέ δεν ήταν για μένα «τραγούδι του έρωτος, αλλά μετά τον χωρισμό», όπως για τον δημιουργό του. Είχαν κάτι φασματικό και απόκοσμο οι στίχοι και ο ρυθμός του. Κενό, ερημιά, ναυάγια στον βυθό. Είναι κι αυτό το φως του απομεσήμερου με το στόρι χαμηλό, που με ακολουθεί. Οπως και τα βήματα στη σκάλα στον φωταγωγό, που σβήνουν. Οπως και το βιολοντσέλο που κυριαρχεί, χαράζοντας τη διαδρομή. Μεγαλώνω μαζί με την «Αννα», βαραίνω στις σκάλες, κοντοστέκομαι να πάρω ανάσα, άλλοι προσπερνούν, με άλλους συνοδοιπορώ, κάποιοι χάνονται ενώ γύρω αλλάζουν όλα με ορμή. Τα μάτια θολώνουν κάθε –μα κάθε– φορά, ακόμη και τώρα που γράφω. Ενας άλλος εαυτός στροβιλίζεται διαρκώς στο βαλς του φινάλε. Καλωσόρισμα και αποχαιρετισμός, σε κάθε στροφή.

Μαρία Κατσουνάκη

– Είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα λύκεια/ «Το χειμώνα ετούτο» (1983)

Εβαλε τα κλάματα στην τάξη στα καλά καθούμενα. Το ’παν τα παιδιά στη δασκάλα κι εκείνη τη ρώτησε. «Πέθανε ο αγαπημένος μου “τραγουδιστής”», εξηγήθηκε, «και δεν πρόλαβα καν να τον δω σε συναυλία!». Το προηγούμενο βράδυ της είχα πει τα νέα: ο τραγουδοποιός που μας αρέσει να ακούμε μαζί, που έγραψε το «Ζεϊμπέκικο», τη «Συννεφούλα», το «Ας κρατήσουν οι χοροί» και «Το χειμώνα ετούτο», έφυγε από τη ζωή. Πάνε χρόνια που ξεκινήσαμε τη σαββοπουλιάδα μας, κυρίως στα σούρτα φέρτα με το αυτοκίνητο. Μια φορά, δεν ήθελε να κατέβουμε –είχα ήδη παρκάρει– μέχρι να τελειώσει το «Ζεϊμπέκικο». Με ρώτησε τότε τι είναι το βρώμικο ψωμί και γιατί τρώνε βρώμικο ψωμί. Παρότι ήμαστε σταματημένοι, κοιτούσε, το θυμάμαι έντονα, έξω από το παράθυρο, σαν να τρέχαμε στην εξοχή. Aλλη φορά, με ρώτησε ξερά ξερά: «Μπαμπά, όταν γίνω δεκάξι, θα τους γαμήσω τα λύκεια;», κάνοντάς με να ιδρώσω. Κάπως θέλω να πιστεύω πως ο Νιόνιος θα φτιάξει για εκείνη, όπως για τον μπαμπά της και πολλές γενιές Ελλήνων, κόσμους μεγάλους και μικρούς, και πεδία να τρέξει, να τεντωθεί, να ξελυθεί το μυαλό και η περιέργειά της. Η Μαρία είναι οκτώμισι χρονώ. Ακόμα δεν ξέρω πώς να της εξηγήσω τι είναι το βρώμικο ψωμί.

Αγγελος Ρέντουλας

– Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα, βάλε στα ρούχα σου φωτιά, βάλε στα όργανα φωτιά, να τιναχθεί σαν μαύρο πνεύμα, η τρομερή μας η λαλιά/ «Ζεϊμπέκικο» (1972)

Γιατί όταν πέφτουμε από όσα συμβαίνουν γύρω μας, τραγουδάμε με καλούς φίλους αυτόν τον στίχο με ένα συλλογικό πάθος που ενώνει παρέες και μας δίνει δύναμη.

Αλέξης Παπαχελάς

– Η πλατεία ήτανε άδεια και τρελός απ’ τα σημάδια, σαν σκυλί, με συνθήματα σκισμένα, σ’ έναν έρωτα για σένα έχω χυθεί/ «Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ»/ (1975)

Δεν έχω γράψει ποτέ σε τοίχο, έχω γράψει όμως στην άσπρη βιβλιοθήκη που είχε το εφηβικό μου δωμάτιο. Στο κάτω ντουλάπι, στο ένα φύλλο είχε τους στίχους από τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» και στο άλλο τους στίχους της «Ωδής στο Γεώργιο Καραϊσκάκη». Αυτά τα δύο ποιήματα είχα επιλέξει από το θηριώδες ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο στην κιβωτό του δωματίου μου, αυτούς τους στίχους ως ταυτότητα, να συνοδεύουν τις αφιερώσεις από τις φίλες μου και τα σημειώματα που σπαρταρούσαν στα συρτάρια. Αυτά τα λόγια διάβαζα ξαπλωμένη στο κρεβάτι αναπολώντας πράγματα που δεν μου είχαν ακόμη συμβεί.

Ποιο τατουάζ κάνεις στα 15 και δεν το μετανιώνεις; Κανένα. Εκτός από αυτό. Με αυτούς τους στίχους έμαθα να φωτίζω τη στιγμή μέσα σε μια θύελλα, τον άνθρωπο μέσα στο πλήθος και να πιστεύω πως η αγάπη και η δικαιοσύνη είναι η ίδια υπόσχεση, με άλλα λόγια.

Λίνα Γιάνναρου

– Σου μιλώ και κοκκινίζεις/ «Σου μιλώ και κοκκινίζεις» (1999)

Το 1999, συμβατικό ορόσημο για την προ μιλένιουμ ανθρωπότητα, ήταν πραγματικό όριο για τον τραγουδιστή ποιητή Διονύση Σαββόπουλο· έναν είρωνα του λυρισμού που η καρδιά μας συνέχιζε να τον αγαπάει, ακόμη κι όταν το μυαλό μας δυσφορούσε από την πορεία των απόψεών του. Η συμφωνία δεν είναι προϋπόθεση της αγάπης.

Τότε κυκλοφόρησε ο τελευταίος δίσκος του με νέα τραγούδια: «Ο χρονοποιός». Πολύ λίγα κομμάτια του έγιναν ευρύτερα γνωστά, όχι πάντως λαϊκά. Να ευθυνόταν η μεγάλη έκταση πολλών, που έδειχνε πως ο δημιουργός πολιορκούσε πάλι και πάλι ένα αίσθημα/βίωμα/νόημα που επέμενε να διαφεύγει; Δεν το παραπιστεύω. Το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» το τραγουδούσαμε πολλοί απταίστως. Ολόκληρο.

Το τραγούδι του «Χρονοποιού» που άντεξε και θ’ αντέξει είναι το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις». Γιορτινό, ανθηρά ερωτικό, ανορθόδοξα σκανταλιάρικο («Κι ο συρτός σιγά μάς πάει πίσω απ’ το ιερό/ κι αρχινάς να κοκκινίζεις πιο πολύ θαρρώ»), με διαύγεια δημοτικών τραγουδιών, φυλάει μέσα του έναν Διονύση που ξαναγίνεται Νιόνιος. «Νιόνιος». Αυτό μόνο είπε προ ετών ο Γιάννης Χαρούλης στον Λυκαβηττό, τελειώνοντας το τραγούδι του Σαββόπουλου. Και τα ’πε όλα.

Παντελής Μπουκάλας

– Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα κανείς, θα πλανηθούμε μοναχοί/ «Είδα την Αννα κάποτε» (1969)

Μέσα της δεκαετίας του ’80, σε μια γειτονιά του Πειραιά, ένα κορίτσι τρέχει κάθε Σάββατο πρωί να συναντήσει τους φίλους του. Ο Δημήτρης παίζει πλήκτρα, ο Βασίλης κιθάρα, ο Γιώργος μπάσο. Η Κατερίνα κάνει φωνητικά κι εκείνη είναι η τραγουδίστρια του γκρουπ. Παράξενο πώς, όνομα δεν του έχουν δώσει ακόμη.

Ετοιμάζονται για το πρώτο τους live, στο φεστιβάλ νεολαίας στο Παπαστράτειο, κι έχουν αγωνία. Προβάρουν τα τραγούδια ξανά και ξανά. Beatles, Τουρνά, Κουγιουμτζή – κι ένα του Σαββόπουλου, την «Αννα». Το κορίτσι αγαπά πολύ αυτό το τραγούδι, μα δυσκολεύεται να το πει. Κάθε φορά που ξεκινάει, ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό της, η φωνή της ραγίζει, δάκρυα θολώνουν τα μάτια της. Δεν καταλαβαίνει τι της συμβαίνει.

Χρόνια μετά, το κορίτσι εκείνο, ώριμη γυναίκα πια, ένα φθινοπωρινό βράδυ ακούει ξανά την «Αννα», έπειτα από καιρό, στο ραδιόφωνο. Ο δημιουργός της έχει γίνει Ιστορία. Βουρκώνει. «Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα κανείς/ Θα πλανηθούμε μοναχοί/ Θάλασσες, πόλεις, έρημοι σταθμοί…». Τότε συγκινούνταν χωρίς να ξέρει γιατί. Τώρα η ζωή τής το έχει μάθει…

Τασούλα Επτακοίλη

– Μικρό κλειδί και σ’ οδηγάει σ’ ένα παράσπιτο στο πλάι, σ’ ένα μικρό μικρό πλανήτη πλάι στο μεγάλο άδειο σπίτι/ «Πρωτοχρονιές του Ραδιοφώνου» (1999)

Σε ποιον να απευθύνεται ο Διονύσης Σαββόπουλος σε αυτόν τον σχεδόν κρυμμένο θησαυρό από τον «Χρονοποιό», το τελευταίο του άλμπουμ σε στούντιο; Ενα τραγούδι που είχε ακουστεί για πρώτη φορά σε πρωτοχρονιάτικο σόου της ΕΡΤ εννέα χρόνια νωρίτερα, μια εποχή που τα δύο του αγόρια ετοιμάζονταν να διαβούν ο ένας μετά τον άλλον τον Ρουβίκωνα της ενηλικίωσης. Να είναι οι «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου» ένας αποχαιρετισμός του τραγουδοποιού στην παιδική ηλικία των γιων του; Ή μήπως ένα ανοιχτό γράμμα στο απονενοημένο διάβημα της δικής του μετεφηβείας, τον Μάιο του 1963, όταν μια νύχτα δραπέτευσε από την πατρογονική εστία της Θεσσαλονίκης για την Αθήνα; Η μελωδία σε παρασύρει και σε γλυκαίνει καθώς ο Σαββόπουλος μας ταξιδεύει στη μαγεία της παιδικής ηλικίας και στο απόγειό της, στις παιδικές Πρωτοχρονιές. Ωστόσο το δίλημμα είναι εκεί. Να ξεχάσεις το «θαύμα» τώρα, που τα κλειδιά της ζωής περνούν στα δικά σου χέρια, ή να επιστρέψεις σ’ αυτό αλλά με τους δικούς σου όρους; Χωρίς, δηλαδή, να ξεχάσεις αυτόν που υπήρξες τότε, χωρίς να αποχωριστείς ποτέ το θαύμα; Γιατί, όπως λέει και το τραγούδι, τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα.

Δημήτρης Ρηγόπουλος

Ραγίζει η αγάπη μας, κομμάτια κι αποσπάσματα, γυρεύει αίμα και ρίζες, μεροδούλι μεροφάι στιχουργική/«Πρωινό» (1979)

Διάλεξα ένα τραγούδι που δεν είναι πολιτικό, αν και θεωρώ ότι σχεδόν όλα τα τραγούδια του είναι (και) πολιτικά. Μιλάει για τις διεκπεραιωτικές σχέσεις ενός ζευγαριού. Ξυπνούν το πρωί, μοιράζουν τις δουλειές: «Κλείσε το νερό/ τα λεφτά είναι εκεί/ στις εννιάμισι θα πάω από το γιατρό/ τα παιδιά κοιμούνται ακόμη». Ο ίδιος βλέπει τη στιχουργική σαν να δουλεύει στην οικοδομή, δεν διεκδικεί δάφνες διανοουμένου. Με συγκινεί πάρα πολύ πώς περιγράφει τη φθορά της αγάπης. Παρ’ όλα αυτά αρνείται να την εγκαταλείψει, αναζητάει την έκπληξη, το ουράνιο τόξο την ώρα της κυκλοφοριακής αιχμής. Ημουν 8 χρόνων όταν κυκλοφόρησε η «Ρεζέρβα» κι η μαμά μου την άκουγε σε λούπα. Με θυμάμαι να μην καταλαβαίνω καν τους στίχους. Και να παλεύω να ερμηνεύσω τη μελαγχολία της όταν άκουγε ειδικά αυτό το τραγούδι.

Ξένια Κουναλάκη

– Το γράμμα σου δέκα σελίδες, πάλι η ίδια συμβουλή, μου λες στο σπίτι να γυρίσω, μου λες ν’ αλλάξω πια ζωή/ «Τα παιδιά που χάθηκαν» (1969)

Για να ξεκινήσει το ταξίδι της περιπέτειας και της ενηλικίωσης ο Σαββόπουλος αφήνει την πατρική εστία και κατεβαίνει με το φορτηγό στην Αθήνα. Απομακρύνεται από τους συμβολικούς του πατέρες στη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», όταν τα λαϊκά δεν τον «ζαχαρώνουν» πια και έχουν αδειάσει οι μποτίλιες του κυρ-αλέξανδρου (Παπαδιαμάντη) και ο Τσιτσάνης τον προγκάρει με ένα «γιάλα». Σε αυτή τη διαδρομή πολλοί χάνονται σε στοιχειωμένα δάση, στης στρίγγλας τη σπηλιά και στις λυπημένες πολιτείες, όπως μας αφηγείται τρυφερά στα «Παιδιά που χάθηκαν». Το ταξίδι της ενηλικίωσης δεν είναι εύκολο για κανέναν. Ο ίδιος όμως επιμένει και δεν ακούει τις συμβουλές να γυρίσει σπίτι. Εχει πάρει την απόφασή του. Οι στίχοι μού θυμίζουν την αγωνία του πατέρα μου, που μάλλον την εξέφραζε περισσότερο με τις σιωπές και τις παύσεις του από τη Θεσσαλονίκη, και με τρομάζουν για την αγωνία που πρόκειται να νιώσω και εγώ «και τρέμω σαν πουλί».

Σάκης Ιωαννίδης

Κι απ’ την έρημη την απόσταση παίρνει υπόσταση κάθε γιορτή μου/ «Τσάμικο» (1983)

Μπορεί η μοναξιά ενός επαρχιώτη στην Ομόνοια και ενός μετανάστη στη Μελβούρνη να τους γεννήσει ένα είδος ευφρόσυνης νοσταλγίας; Εκτιμώ πως ναι – ο Σαββόπουλος τουλάχιστον το έδειξε με έναν στίχο του. Καθώς όμως ήταν μεγάλος ποιητής, με τις ίδιες λέξεις σαν να συμπύκνωσε και ένα ευρύτερο συναίσθημα, γνώριμο μάλλον σε όσους έχουν πενθήσει έναν τόπο, έναν άνθρωπο, μια ηλικία: το να λυπάσαι για όσα χάθηκαν και ταυτόχρονα να τα τιμάς επειδή τα έζησες και σε διαμόρφωσαν. Καμιά φορά, λύπη είναι να μη σου λείπει τίποτα και κανείς, να λησμονείς, να μη βλέπεις ποια ακριβώς απόσταση σε χωρίζει από τη χαρά. Και όταν είναι δύσκολο να τη διανύσεις, ίσως η προσπάθεια από μόνη της να έχει κάτι το γιορτινό, που να καλύπτει λίγο το κενό. Λένε ότι το «Τσάμικο» ερευνά το ερώτημα της ελληνικότητας· το φαντάζομαι ακόμη και ως μέρος μιας διάλεξης για εκείνο το κομμάτι του έργου του Σαββόπουλου που, γιατί όχι, θα το χαρακτηρίζαμε ψυχαναλυτικό.

Νικόλας Ζώης

– Δώσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός/ «Πρωτομαγιά» (1983)

Εκτέθηκα παρά τη θέλησή μου στον Σαββόπουλο. Σχολείο, εκπομπές ΕΡΤ. Ενιωθα πως δεν ήταν μουσική για εμάς, αλλά κάτι που ακούει η φιλόλογος πριν έρθει να μας πρήξει στο «γλώσσα-γλώσσα» οκτώ η ώρα το πρωί. Ωσπου φοιτήτρια, πιάνω τυχαία στο ραδιόφωνο: «άθλια χωριουδάκια και ασυνάρτητη επαρχία, καθετί μισοχωμένο μες στη γη». Συγκινούμαι, το ψάχνω. Μπαίνω σ’ ένα κουκούλι όπου μπορώ να καθίσω μόνη με τη φράση «όλα είναι τόσο τρομαγμένα/ μα τ’ αγαπάω ο φτωχός/ Δως μου τις λέξεις επιτέλους να μην είμαι μοναχός». Η ιδέα πως μπορείς να βρεις τις λέξεις και να μην είσαι μοναχός! Το ενδεχόμενο να έρθει κάποια να σου τις δώσει, να φιλήσει τον βάτραχο με μια φράση, να κάνει την «παραλία σκουπιδοτόπων», νεραϊδότοπο. Στίχοι φτιαγμένοι από την καθημερινή εμπειρία και την υπέρβασή της. Λέξεις που μένουν ακόμη κι όταν φεύγει ο άνθρωπος που τις ανέθρεψε.

Βίβιαν Στεργίου

– Κι ο ήλιος θ’ αποκοιμηθεί μες στα ερείπια της Ολύνθου, θα μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί/ «Η Δημοσθένους λέξις» (1972)

Μέσα από το γενικώς αριστουργηματικό «Βρώμικο Ψωμί», η «Δημοσθένους λέξις», με την τελετουργική μουσική και την ευφυή στιχουργική της, καταφέρνει να μπλέξει το σύγχρονο (δικτατορίαφυλακή) με το αρχαίο δράμα. Στέλνει τον ήλιο να κοιμηθεί μέσα στα ερείπια της Ολύνθου, της πόλης της Χαλκιδικής που ο Φίλιππος ισοπέδωσε το 348 π.χ., τιμωρώντας την για τη γεμάτη θράσος συμμαχία της με την Αθήνα. Ο Δημοσθένης, με τους συνηθισμένους πύρινους λόγους του στην Αγορά, είχε προσπαθήσει να σώσει τη μαρτυρική πόλη, όμως δεν τα κατάφερε. Ετσι, σαν πράγματα αρχαίου μύθου, βλέπει ο στιχουργός φίλους και εχθρούς όταν βγαίνει από τη φυλακή, βαθιά σημαδεμένος από την εμπειρία του. Ως λάτρης της Ιστορίας, αλλά και της ποίησης, συγκινούμαι πάντα όταν ακούω το συγκεκριμένο δίστιχο, το οποίο ενώνει το παρελθόν με το παρόν σε έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο, αρχαίο και τραχύ όσο και οι πέτρες που πατάμε.

Αιμίλιος Χαρμπής

– Εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω, τις μέρες τις παλιές/ «Οι παλιοί μας φίλοι» (1966)

Ολες οι παλιές μέρες είναι ίδιες. Για τον τόσο νεαρό τότε Σαββόπουλο, 22 χρόνων, που τραγούδησε αυτήν την αιώνια μπαλάντα το οριακό ’66. Για τα πρώτα παιδιά της Μεταπολίτευσης κάποια χρόνια αργότερα, για μένα που άκουσα αυτούς τους στίχους πρώτη φορά κάποια στιγμή τη δεκαετία του ’90, για τους ανυποψίαστους σημερινούς νέους που κάπου ίσως θα το πάρει τ’ αυτί τους το τραγούδι στο ραδιόφωνο. Οι παλιές μέρες είναι ο κάθε κόσμος που κλείνει, η κάθε εποχή που σβήνει, η κάθε νεότητα που περνάει και ο Σαββόπουλος μας το υποσχέθηκε πως θα ’ναι εδώ για να μας το θυμίζει «όταν ο κόσμος μας θα καίγεται» και, ναι, καίγεται, και «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει / τη δική σου μελαγχολία». Γιατί οι μέρες πάντα περνούν και αλίμονο αν τις ξεχάσουμε.

Αθως Δημουλάς

– Κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή/ «Ζεϊμπέκικο» (1972)

Είναι από τα τραγούδια «εθνικοί ύμνοι»: χωράει μέσα του τη χώρα ως ιδέα και ως εμμονή, τη χώρα μέσα σε όλους της τους χρόνους και τους χώρους. Την ορατή και την αόρατη. Με την ιστορία της και τη μεταφυσική της. Με τον δωρικό του ρυθμό, τη σπαρτιάτικη ενορχήστρωση και δυο φωνές παράταιρες –φαινομενικά– μεταξύ τους, σε ξεγελά σαν μια ταπεινή, ελάχιστη παραφωνία. Δεν είναι. Στο ολιγαρκές αυτό έπος βαραίνει και ο στίχος του Σαββόπουλου. Πρόκειται βέβαια για ατόφια ποίηση: δείχνει περισσότερα απ’ όσα λέει. Εντός αυτής της κρυπτικής ποιητικής το δίστιχο «Κι οι πόθοι τους ακολουθούνε/ υπόγεια διαδρομή».

Πόθοι για τι ακριβώς; Για κάτι που δεν βιώθηκε ποτέ; Για κάτι που έμοιαζε με έκσταση μα χάθηκε; Το μόνο στέρεο εδώ είναι η «υπόγεια διαδρομή».

Ηλίας Μαγκλίνης

– Μελαμψές φυλές. Κοντοπόδαρες. Σειληνοί του κράτους που ξερνάει και να τους, τσιφτετέλληνες, με γονείς ληστές, των συντρόφων τους θύτες, για αμνηστία αλήτες, τώρα διοικητές/ «Κωλοέλληνες» (1989)

Ο συνδυασμός χιούμορ, οξύνοιας και ποιητικότητας σχεδόν σε κάνει να ξεχνάς το διαολεμένο θάρρος που χρειάζεται για να θέσεις σε κίνηση τα παραπάνω και να τα κατευθύνεις άφοβα προς το κοινό, σαν καθρέφτη και σαν μαχαίρι ταυτόχρονα. Αναρωτιέμαι πώς το έκανε· πού βρήκε το ταλέντο, τη βούληση και την αντοχή. Στους «Κωλοέλληνες», ο Διονύσης Σαββόπουλος γενεαλογεί και ακτινογραφεί τους ακροατές του με μια μεταφορικότητα τόσο έξοχη, που την παίρνεις για κυριολεξία. Ισως επειδή η ακριβέστερη αλήθεια εκφράζεται μερικές φορές μέσα από σχήματα ανακριβή κι αναληθή· μέσα από τη φαντασία του παντεπόπτη δημιουργού. Είμαστε πράγματι «σειληνοί του κράτους», «τσιφτετέλληνες» και «των συντρόφων μας θύτες»; Είμαστε. Είμαστε κι άλλα καλύτερα ασφαλώς, αλλά πώς θα τα γνωρίσουμε αν δεν παραδεχτούμε πρώτα τα χειρότερα; Σαν πρόδρομη τρολιά υψηλής πνοής, αυτό το τραγούδι θα μου θυμίζει πάντα ότι η μεγαλύτερη ευεργεσία που μπορούν να σου προσφέρουν ο καλλιτέχνης και το έργο του είναι να σου ανοίξουν τα μάτια, όσο κι αν τσούζουν.

Αρης Αλεξανδρής

– Στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι, με τη φέτα το καρπούζι στο ’να χέρι, με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι/ «Καλοκαίρι» (1989)

Ηταν κι αυτό ανάμεσα στα οκτώ τραγούδια του, στο θυμωμένο «Κούρεμα» του 1989, τότε που νιώσαμε προσβεβλημένοι γιατί ο Διονύσης Σαββόπουλος μας είπε την αλήθεια. Για τη διαφθορά της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, την αποτυχία της Αριστεράς, τους «τσιφτετέλληνες»… Και εκεί, μέσα στον έρεβο της εποχής, κάτι διαφορετικό: τελευταίο τραγούδι του δίσκου, το «Καλοκαίρι».

Δεν επρόκειτο απλώς για ένα λυρικό «Καλοκαίρι», με υπέροχες περιγραφές. Η αρχική ανεμελιά δίνει τη θέση της στη χαρμολύπη, σε κάτι που χάνεται. Είναι ο θάνατος, «εκείνος με το άσπρο κράνος που μας ξέρει»… Οπως είχε πει ο ίδιος ο Σαββόπουλος, «δεν βλέπεις το πρόσωπό του. Σκύβει και σου λέει κάτι. Μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι», περιγράφει. Και, ίσως, μια ελπίδα στο τέλος: «Τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει/ μια πλημμύρα των καρπών/ στάρι και μέλι στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι/ καλοκαίρι, μες στα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει».

Γιώτα Συκκά

– Σαν στάχυα έλυσες πάνω στους ώμους μου χρυσά μαλλιά, σαν στάχυ χόρεψες σαν στάχυα αμέτρητα ήταν τα φιλιά/ «Μη μιλάς άλλο για αγάπη» (1964)

Το παιδικό μου δωμάτιο έχει θέα σε μία πολύ όμορφη πλευρά του κάμπου της Βοιωτίας. Την πρώτη φορά που άκουσα το «Μη μιλάς άλλο για αγάπη», δηλαδή την πρώτη φορά που θυμάμαι να άκουσα τη φωνή του Διονύση Σαββόπουλου, ήμουν στο δημοτικό και στεκόμουν πίσω από αυτό το μεγάλο παράθυρο. Μπήκε στο ραδιόφωνο και η μητέρα μου το δυνάμωσε περισσότερο. Ηταν Ιούνιος και, συγκεκριμένα, η περίοδος του θέρους. Καθώς παρακολουθούσα τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές να κατασπαράζουν τα πλούσια στάχυα –εικόνα γνώριμη για ένα παιδί που μεγάλωσε στην ελληνική επαρχία– από πίσω έπαιζε: «Σαν στάχυα έλυσες πάνω στους ώμους μου χρυσά μαλλιά/ σαν στάχυ χόρεψες σαν στάχυα αμέτρητα ήταν τα φιλιά». «Θα θυμώσει ο κύριος;», ρώτησα τη μητέρα μου. «Ποιος κύριος;». «Αυτός που λέει ότι η αγάπη ήταν σαν στάχυ». Από εκείνη τη μέρα και κάθε φορά που βλέπω ανθισμένα τα στάχυα έξω από το ίδιο παράθυρο, λέω από μέσα μου το τραγούδι.

Ελένη Σαμπάνη

– Αν τον ρωτήσετε πού βρήκε δεκανίκι, πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή, θ’ αποκριθεί – γεννήθηκα στη Σαλονίκη και ξέρω απ’ έξω τη διαδρομή/ «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» (1979)

Ο Διονύσης Σαββόπουλος επέλεξε να παρουσιάσει το καταγωγικό του τραγούδι 13 χρόνια μετά το δισκογραφικό του ντεμπούτο, στη «Ρεζέρβα» του 1979. Στο εξώφυλλο ποζάρει καθιστός στο εμβληματικό μπαρ «Decadance» στους πρόποδες του λόφου του Στρέφη, και στο τέταρτο κομμάτι μιλάει για τον «σκληρό» Δεκέμβρη του ’44, που η μαμή τον έφερε στον κόσμο ανασηκώνοντας το μανίκι. Ετσι γεννήθηκε στη Σαλονίκη. «Χαρίζει» τους πιο αιθέριους στίχους στην κρυστάλλινη φωνή της Πρωτοψάλτη και ντύνει τις υπόλοιπες στροφές με το δικό του γρέζι. «Kρυμμένος σαν παιδί και σαν δραπέτης», εξομολογείται πως πρόλαβε να ταξιδέψει στο υπόγειο νησί των ποιητών της πόλης. Ακόμα και όμορφες αναμνήσεις θολώνουν στη μεταπολεμική ομίχλη της Θεσσαλονίκης, με την «κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία», σε μια Ελλάδα «γλώσσα τυφλή στη Γεωγραφία». Στο επιστέγασμα αυτού του μελαγχολικού εμβατηρίου, μπλέκει για πρώτη φορά τη δική του φωνή με της Πρωτοψάλτη, δίνοντας στη βεβαιότητα του διστίχου μια τσακισμένη αμφιβολία που μένει να αιωρείται.

Κωνσταντίνος Μπούγας

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT