Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε από τους σημαντικότερους Ελληνες καλλιτέχνες και, δίχως υπερβολή, ο πιο επιδραστικός τροβαδούρος/τραγουδοποιός των τελευταίων 60 χρόνων. Ηταν όμως και κάτι ακόμη: ένας υπερευαίσθητος παλμογράφος της κοινωνίας, που κατέγραφε ρωγμές και μετατοπίσεις μέσα στην κοινωνία πριν αυτές γίνουν κοινός τόπος. Ο Σαββόπουλος ήταν πάντοτε πολιτικός· απλώς δεν υπήρξε ποτέ «της γραμμής». Η ματιά του ήταν λοξή, οι «πίσω σελίδες» του αμφίσημες, η γλώσσα του παιγνιώδης και σατιρική. Γι’ αυτό και δεν χώρεσε άνετα στις οριοθετήσεις της επίσημης Αριστεράς – ούτε στις βεβαιότητες οποιασδήποτε κομματικής ή άλλης ορθοδοξίας.
Τα πρώτα του βήματα στο Νέο Κύμα –με το πέρασμά του από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα– συμπίπτουν με τον «απόλυτο» δίσκο των προδικτατορικών ελληνικών ’60ς: το «Φορτηγό». Λυρικότητα και κοινωνική ευαισθησία συμπλέκονται με την πολιτική αφύπνιση, με αποκορύφωμα το περίφημο «Βιετνάμ γιε-γιε» που παντρεύει την αντικουλτούρα με την αντιπολεμική κραυγή της εποχής του. Οι απόκληροι, οι εργάτες, οι πόρνες, οι συνοικίες δεν είναι φόντο· είναι ο ηθικός ορίζοντας των τραγουδιών. Νιώθει κανείς τις δονήσεις ενός νέου φαντασιακού που μεταδίδει ο Σαββόπουλος ως εξεγερμένος νέος της εποχής: «114», Λαμπράκηδες, η αξίωση για έναν μετεμφυλιακό δημόσιο χώρο πιο ανοιχτό, πιο δίκαιο.
«Ηλεκτρισμός» στη χούντα
Με την έλευση της δικτατορίας, η πολιτική διάσταση του έργου του ριζοσπαστικοποιείται και ο ήχος του γίνεται ηλεκτρικός. Η Ασφάλεια, η ταράτσα της Μπουμπουλίνας, τα βασανιστήρια – όλα θα μεταβολιστούν σε τέχνη. «Ολόκληρο long play σκαρώσαμε η Ασφάλεια κι εγώ», θα πει αργότερα με μαύρο χιούμορ για τραγούδια όπως η «Θεία Μάρω» και η «Δημοσθένους λέξις». Το πέρασμά του από το Παρίσι του Μάη του ’68 αφήνει και αυτό τα ίχνη του: ψήγματα σουρεαλισμού και ψυχεδέλειας, αναρχίζουσα ελευθεριότητα, πειραματισμός, ένα μόνιμο κλείσιμο του ματιού στα «παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα». Στο «Περιβόλι του Τρελλού» συγχρονίζει εν μέρει μια χώρα καθηλωμένη στον γύψο με την παγκόσμια νεολαιίστικη και ροκ επανάσταση. Και αυτό κόντρα στην αισθητική του Νέου Κύματος που τον ανέδειξε ως τον μοναχικό τροβαδούρο με τις μπαλάντες.
Στις αρχές των ’70s, στο κλαμπ «Κύτταρο» η σύζευξη δημοτικού, ρεμπέτικου και ροκ, η συμπόρευση με ρεμπέτες, τη Δόμνα Σαμίου, αλλά και το θέατρο σκιών του Σπαθάρη συγκροτούσαν ένα θέαμα απείθαρχο σε ταξινομήσεις· «μοντέρνοι, χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας», ήταν η εμμονή του Σαββόπουλου. Από εκεί ξεκινάει η συνειδητή επιστροφή του στην παράδοση ως ομοιοπαθητικό αντίδοτο στο δηλητήριο του επαρχιωτισμού και της πατριδοκαπηλίας των συνταγματαρχών. Αυτό από μόνο του είναι μάθημα πολιτισμικής πολιτικής, καταδεικνύοντας πώς η κατά τα άλλα «αθώα» παράδοση μπορεί να λειτουργήσει ανατρεπτικά όταν παίζεται στα όρια.
Ο Τσε ως Καραϊσκάκης
Η υπαινικτική ποιητική του Σαββόπουλου γίνεται σήμα κατατεθέν, άλλοτε για να ξεγελάσει τους λογοκριτές, άλλοτε επειδή το ίδιο το θέμα, όπως ο νεκρός Τσε Γκεβάρα – Καραϊσκάκης, δεν προσφέρεται για ευθείες αναφορές («Πού πας παλικάρι, ωραίος σαν μύθος;»). Είναι εντυπωσιακό το δέος που ένιωσε ο Μίκης Θεοδωράκης όταν, επιστρέφοντας από το Παρίσι το ’74, ήρθε σε επαφή με το σκοτεινό σύμπαν του Σαββόπουλου («Δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό»), παραδεχόμενος πως ο ίδιος είχε χάσει την επαφή του με αυτά τα υπόγεια, νεανικά ρεύματα.
Στη Μεταπολίτευση ο Σαββόπουλος στρέφει τα βέλη της ειρωνείας του ενάντια στην ίδια την υπερπολιτικοποίηση της εποχής. Στη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» από τα «Δέκα Χρόνια Κομμάτια» ο έρωτας παρεισφρέει μέσα στα συνθήματα, για να θυμίσει ότι πολιτική στράτευση χωρίς συναίσθημα, συγκίνηση και, τελικά, έρωτα είναι κενό γράμμα. Αυτή η παλινδρόμηση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, το «εμείς» και το «εγώ», είναι που τον ορίζει ως πολιτικό καλλιτέχνη – ακόμη κι όταν μοιάζει να αποσύρεται από την επικαιρότητα, ακόμη και όταν μοιάζει να καταφεύγει στο προσωπικό και το οικείο, ενσαρκώνοντας ένα από τα γνωστότερα σλόγκαν της εποχής («το προσωπικό είναι πολιτικό»). Στη «Ρεζέρβα» και στους «Αχαρνής» κοροϊδεύει, άλλοτε τρυφερά και άλλοτε αμείλικτα, τις κομματικές ορθοδοξίες, τον πονηρό πολιτευτή, το Κόμμα που τον «τραβάει απ’ το μανίκι».
Η αποκαθήλωση
Τη δεκαετία του ’80, με τα «Τραπεζάκια έξω», τις βαλκανικές εμμονές, την έλξη προς την Ελληνορθοδοξία και των «Ελλήνων τις κοινότητες», θα συγκρουστεί ξανά με τις προσδοκίες των κριτικών και του κοινού του. Τον ήθελαν άλλοτε τροβαδούρο με κιθάρα κι άλλοτε ροκ περφόρμερ· εκείνος πήγε κόντρα και στα δύο. Αντί να γίνει αιχμάλωτος του κοινού του, ο Σαββόπουλος προτίμησε τον ρόλο του διερμηνέα/ψυχαναλυτή του, ακόμη κι όταν στην τελική δυσαρεστούσε τους ίδιους τους αποδέκτες των μηνυμάτων του. Και αν το ΟΑΚΑ του ’83 υπήρξε κορύφωση μιας «γιορτής» συλλογικότητας, το «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» τον έφερε σε επαφή ως πολιτισμικό παραγωγό με ένα πολύ ευρύτερο κοινό μέσω της τηλεόρασης. Ομως το προκλητικό «Κούρεμα» το ’89, και η συνεπακόλουθη αποκαθήλωσή του στην Πλάκα, κατέδειξε πόσο εύθραυστη ήταν τελικά η σχέση κοινού – δημιουργού.
Γνώρισε και άλλες «κηδείες» –τα μεταγενέστερα «cancel»– όταν διεκδίκησε το δικαίωμα στον σχολιασμό της επικαιρότητας τα τελευταία χρόνια, συχνά αρθρώνοντας αντιδημοφιλείς απόψεις. Κόντρα σε όσους τον ήθελαν καθοδηγητή με φωτοστέφανο, ήταν και ο ίδιος άνθρωπος, με πάθη, αντιφάσεις και λάθη, όπως φαίνεται και στην αυτοβιογραφία του. Πίσω όμως από κάθε κρίση η διαμάχη ήταν τελικά η ίδια: τι πάει να πει «πολιτικός» καλλιτέχνης σε μια χώρα που απαιτεί άλλοτε πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης κι άλλοτε πιστοποιητικά επαναστατικότητας;
Οπως ο αγαπημένος του Ντίλαν, τον οποίο και μιμήθηκε, ο Σαββόπουλος δεν πρόσφερε άνετες βεβαιότητες· πρόσφερε αμφισημίες. Ακόμη κι όταν στα ’90ς και στο «Μην Πετάξεις Τίποτα» υπερασπίστηκε τη βυζαντινή ορθοδοξία και την εθνική υπερβολή, δεν εγκατέλειψε την πολιτική ματιά· απλώς μετέθεσε το ερώτημα: κοινότητα, ταυτότητα, ανήκειν («του Φεραίου οι τόποι/ στην Ευρώπη»).
Αίσθηση και μνήμη
Η πολιτική, για τον Σαββόπουλο, δεν ήταν σύνθημα και πρόγραμμα· ήταν αίσθηση και μνήμη. Αυτά τα περάσματα από τη ριζοσπαστική νεότητα στον συντηρητικότερο αναστοχασμό και πίσω, τον διατήρησαν επίκαιρο, αλλά και αμφιλεγόμενο.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος με τον θάνατό του συγκινεί και διχάζει διότι υπήρξε πολιτικός με τον δικό του, ανυπότακτο τρόπο. Πέρα από την τεράστια μουσική του παρακαταθήκη, μας κληροδοτεί αυτή την εμμονική άρνηση της ευκολίας και μας προτρέπει να παρατηρήσουμε τις αντιφάσεις, να αφουγκραστούμε τις αποχρώσεις, να αντέξουμε τις αμφισημίες και να αποδεχθούμε τις μετατοπίσεις. Είναι αυτή η «ελευθερία ζόρικια» που διεκδίκησε έως το τέλος.

*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

