«Κάνω τον καλύτερο εσπρέσο στην Αθήνα», περηφανεύτηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος μόλις με υποδέχθηκε στο γραφείο του, εκείνο το μεσημέρι του 2016. Καθώς περιμέναμε τον καφέ να στάξει στο φλιτζάνι, κοίταξα γύρω στο μικρό διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Με την ωραία λάμπα, το ολόφωτο, παλιό τζουκ μποξ, τα ζεστά χρώματα στους τοίχους, με όλ’ αυτά που το έκαναν προσωπικό. Οπως είναι τα τραγούδια του εξάλλου. Μεταμορφώνουν κάθε στοιχείο λόγιο, λαϊκό ή παραδοσιακό, ενώ αιφνιδιάζουν μ’ ένα βαλκανικό χορωδιακό, ένα μέλισμα μεσογειακό, ένα θρακιώτικο αδρό, ένα τίναγμα ηλεκτρικό. Κι ένα στιχουργικό κέντημα την ίδια στιγμή χθόνιο και ποιητικό, που όσο κι αν κάνει τα τραγούδια απρόοπτα, μοναδικά, τα χαρίζει ταυτόχρονα σε όλους μας. Τα μετατρέπει σε ακριβές στιγμές του προσωπικού και του κοινού μας βίου.
«Πρόσεξε κρέμα!», καμάρωσε ο Σαββόπουλος και ακούμπησε το φλιτζάνι πάνω στο ξύλινο γραφείο. Στο βάθος, το αρχοντικό εκκρεμές. «Σ’ αυτό μου έμαθε ο πατέρας μου την ώρα», είπε τρυφερά. «Το είχαμε στο σπίτι, στη Θεσσαλονίκη». Το καμπάνισμά του ανήκε στη γλυκιά ρουτίνα της οικογένειας. Μια ρουτίνα που ένα καλοκαιρινό μεσημέρι του 1949 είχε για πρώτη φορά υπονομευθεί με τρόπο μαγικό. Μόλις πεντάχρονος, ο Διονύσης είδε μαζί με τα άλλα παιδιά μια μπάντα να διασχίζει παιανίζοντας τη Βασιλίσσης Ολγας. Ηταν το μεσημέρι που –όπως μου είχε εξομολογηθεί το 1996 σε μία από πολλές συνεντεύξεις μας για την «Ελευθεροτυπία» και το Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ*– άρχισαν όλα.
Η μπάντα
«Ολα τα πιτσιρίκια έτρεξαν αμέσως προς τη λεωφόρο, αλλά μόνο ένα βούρκωσε. Εγώ. Ο ήχος ανακλάτο στα σπίτια απ’ τις δυο πλευρές του δρόμου, οι στολές ήταν μεγαλόπρεπες, τα όργανα άστραφταν στον ήλιο.
«Εφυγα αμέσως, γύρισα αμίλητος στο σπίτι, μπήκα στην κουζίνα xωρίς να χαιρετήσω τη μάνα μου, πήρα δυο καπάκια από κατσαρόλες και βγήκα, αμίλητος πάντα, πίσω, στην αυλή, όπου χτύπησα μαζί τα τεντζερέδια. Νόμιζα ότι, επαναλαμβάνοντας τη μεγαλοπρεπή κίνηση του μουσικού, θα ακουγόταν και ο ίδιος λαμπερός ήχος της μπάντας. Αλλ’ ακούστηκε ένας απαίσιος θόρυβος, αυτό που στη μουσική ονομάζουμε “ψόφο”. Τότε συνειδητοποίησα πόσο μακριά είμαι από το θαύμα. Η προσπάθεια να ανταποκριθώ σ’ αυτό που δεν μπορώ να φτάσω – αυτό είναι μέχρι σήμερα η μουσική μου».
Ανάγκη απόδρασης
Το 1962 πέρασε εύκολα στη Νομική – χωρίς φροντιστήριο. Αλλά δεν του ήταν αρκετό. «Στη δεκαετία του ’60, ήταν πολύ ισχυρή η συλλογικότης. Και ταυτοχρόνως, υπήρχε πολύ ισχυρή ανάγκη να ξεφύγεις απ’ όλ’ αυτά. Γιατί, από ένα σημείο και μετά, πρέπει να προχωρήσεις μόνος σου, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή όχι το περιβάλλον σου. Για μένα, δηλαδή, στα χρόνια του ’60 αποκαλύπτεται μέσα στον Ελληνα αυτή η ανάγκη: θέλω να γίνω μοντέρνος, χωρίς να χάσω την ψυχή μου».
Ο Σαββόπουλος έγινε κάτι σημαντικότερο – έγινε αυθεντικός. Και ακόμη, απαράμιλλα δημιουργικός και επιδραστικός. Το ελληνικό τραγούδι μετά το ’60 θα ήταν πολύ διαφορετικό δίχως αυτόν. Η τραγουδοποιία θα είχε στερηθεί το πιο ισχυρό της πρότυπο.
Τα θέματα των πρώτων τραγουδιών του; Ο έρωτας. Η αδικία. Η προσδοκία. Αλλά και οι αδύναμοι, οι απόκληροι: η πόρνη η Ζωζώ, το μπουλούκι, οι τσιρκολάνοι. Πώς γεννήθηκε αυτή η ευαισθησία σ’ ένα παιδί της μεσοαστικής τάξης της Θεσσαλονίκης, τον είχα ρωτήσει το 2016. «Μα, δεν τους έβλεπα σαν αδύναμους και απόκληρους, αλλά σαν μαγικά πλάσματα, σαν να έρχονταν από έναν άλλο κόσμο, σαν να μετέφεραν ένα μήνυμα».
Ο Χατζιδάκις και τα φαναράκια
Κατεβαίνοντας στην Αθήνα, άρχισε να εκπέμπει το μήνυμα αυτό «με λέξεις με τραχιά αφή, με άηθες ήθος», όπως θα έγραφε με θαυμασμό, μα και αμηχανία, το 1965 η περίφημη «Επιθεώρηση Τέχνης».
«Ο Σαββόπουλος έχει μεγάλη αξία», μου είχε πει ο Χατζιδάκις το 1988, λίγο πριν τον καλοδεχτεί στον Σείριο. «Και την είδα πολύ πριν τον ακούσει ο κόσμος, όταν ακόμα τραγουδούσε στη μαρίνα των Σπετσών. Τον είχα μάλιστα ηχογραφήσει για δική μου απόλαυση».
Σύντομα ενέταξε τα τραγούδια του σε μια προσωπική σκηνοθεσία δίχως προηγούμενο στο ελληνικό τραγούδι: «Θα βρείτε συχνά στους στίχους, αλλά και στις παραστάσεις μου φαναράκια, φακούς, λάμπες θυέλλης, κεράκια γενεθλίων κ.λπ. Μικρός ξύπνησα απότομα μια νύχτα. Είχα ξεχάσει ανοιχτό το παλιό ραδιόφωνο. Το δωμάτιο έπλεε σ’ εκείνο το φως απ’ το καντράν. Κάποιος τραγουδούσε. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, είχα την παραίσθηση ότι το φως έβγαινε από τη φωνή και ότι η φωνή έβγαινε από το φως».
Στους στίχους του σε συνεπαίρνει η ποίηση με την οποία αποκαλύπτει τον πιο βαθύ μας εαυτό, ενώ σε συνεγείρει η έξαρση με την οποία επισημαίνει το ανθρώπινο μοίρασμα, μα και την ένταξή μας στην κοινότητα, την κοινωνία. «Αριστερός με ελευθερία». Είναι το δικαίωμα που διεκδικούσε. Οχι μόνο όταν τραγούδησε για το Βιετνάμ, το Κιλελέρ και τον «ήλιο κόκκινο ζεστό», αλλά και όταν διεκτραγώδησε το δράμα του Νίκου Κοεμτζή, όταν στήριξε τους ραδιοπειρατές, όταν σάρκασε τον «Πολιτευτή» και «Τα παιδιά που είναι στο κόμμα».
Ηγεσίες και ξεσάλωμα
Πολύ αργότερα, το 1997, η προβληματική του ήταν ευρύτερη. «Σε γενικές γραμμές, οι ηγεσίες στην Ελλάδα –πολιτικές, εκκλησιαστικές, στρατιωτικές– είναι ακαλλιέργητες», μου είχε πει. Και επισήμανε ότι, «αν δεν μπορείς να έρθεις σε επαφή με το καλλιτεχνικό φαινόμενο, δεν μπορείς να δώσεις μορφή σε τίποτα. Είναι η κόλαση της αμορφίας στην οποία βρισκόμαστε τώρα».
Σε άλλη μας συνάντηση θα πρόσθετε: «Τη δεκαετία του ’90, η λαϊκή διασκέδαση μικροαστικοποιήθηκε, ξεσάλωσε. Επεκράτησαν κάτι κοκορίκοι της Συγγρού, κάτι λαμέ». Και σε επόμενη συνέντευξη, το 2000: «Σήμερα, σα να μην έχουμε συνείδηση. Συνείδηση θα πει να βάζεις σε τάξη τα γεγονότα. Θέλει αρχές. Και κάποιον χρόνο. Τώρα δίνουμε τόση σημασία στα γεγονότα, όσο χρόνο έδωσε η τηλεόραση σ’ αυτά. Που, επιπλέον, δεν έχει αρχές».
Σε μια εποχή που η συλλογική αμνησία υπονομεύει τον κοινωνικό ιστό, κορυφαίοι καλλιτέχνες σαν τον Σαββόπουλο εγγυώνται τη συλλογική μας μνήμη. Υπήρξε πάντα θαρραλέος με την τέχνη και τον δημόσιο λόγο του. Ηταν μοιραίο, στο πέρασμα των δεκαετιών, πολλοί να τον κατηγορήσουν. Είτε τραγούδησε «δεν είμαι Πασόκα ούτε ΚΚΕ», είτε γιατί με αδυσώπητο θάρρος μάς αποκάλυψε ως «κωλοέλληνες». Πώς τόλμησε ο «Νιόνιος», που είχαν αβασάνιστα τυποποιήσει; «Τον βολεμένο τον καταλαβαίνω. Δεν είμαι καλύτερός του», είχε απαντήσει το 2000. «Αλλά τα τσογλάνια που έχουν και ιδεολογικό άλλοθι είναι το χειρότερό μου. Ανθρωποι των καταστάσεων και της ατσιδοσύνης. Η νοσταλγία τούς μάρανε».
Η επιφοίτηση
Ανάμεσα στ’ άλλα άκουσε και τη μομφή ότι «ανακάλυψε» την Εκκλησία. «Συνάντησα τον Χριστιανισμό όχι ως θρησκεία, αλλά ως βίωμα. Μεγάλη Τρίτη του 1971, πέρασα έξω από τη Μονή Πετράκη. Είδα κόσμο, φώτα και βρέθηκα να παρακολουθώ τη λειτουργία. Μ’ άρεσε. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στο σπίτι, λέω στην Ασπα: “Πότε θα βάψουμε τ’ αυγά;” Ενιωσα, δηλαδή, την ανάγκη να κάνω την ίδια κίνηση με τον πατέρα μου. Μεγάλωνα, ομόρφαινα κι άρχισα να τα χρειάζομαι αυτά τα πράγματα».
Γιόρτασε τα 60 του το 2004 χορεύοντας με τη σύντροφο της ζωής του ένα ωραίο βαλς στο κατάμεστο Ηρώδειο. «Θεωρούσα πάντα τη γυναίκα κάτι ανώτερο. Ανεξήγητο», μας είχε πει το 2018 στο ραδιόφωνο. «Θυμάμαι, όταν ήμουν πάρα πολύ μικρός, ξαπλωμένος, κάποτε, δίπλα στη μαμά μου, έσκυψα με περιέργεια στον κόρφο της να δω. Τραβήχτηκε αμέσως και σκεπάστηκε με το νυχτικό, όμως πρόλαβα να δω αυτό το λευκό φως που έβγαινε από κει, το οποίο δεν μπορούσα να εξηγήσω. Θεωρούσα ένα αίνιγμα τη μαμά μου, κάτι που μου προκαλούσε δέος. Και, κατά έναν τρόπο, όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια μού φαίνονται σαν δικά της κομμάτια μερικές φορές. Εχω πολύ μεγάλη ανάγκη στη ζωή μου να θαυμάζω».
Με συγκίνηση μου είχε εξομολογηθεί το 2002, όταν είχε χάσει τη μητέρα του, ότι εκείνη είχε προλάβει να του δώσει «μια παλιά, χρυσή τούρκικη λίρα, να τη δώσω στον Ρωμανό για τον γάμο του. Και την εγκυκλοπαίδεια του παππού του».
Ο πρωτότοκος γιος του, Κορνήλιος, έγινε πιλότος. Το 2001, μάλιστα, που ταξίδεψα με το ζεύγος Σαββόπουλου στο Λονδίνο με την ευκαιρία της πρώτης συναυλίας που θα έδινε εκεί ο τραγουδοποιός, συγκυβερνήτης του αεροπλάνου είχε κανονίσει να είναι εκείνος. «Από μικρός ήθελε να γίνει αεροπόρος. Νομίζαμε ότι θα το ξεχάσει, αλλά του ’μεινε», είχε πει με καμάρι ο πατέρας του, λίγο μετά την απογείωση. Και κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο: «Λαμπίκο φαίνεται η Ελλάδα! Μέχρι και πορτοκαλιές στην Αρτα βλέπεις από ψηλά. Και το Αιγαίο: νησάκια, καραβάκια – χαίρεσαι να το χαζεύεις. Ενώ στο εξωτερικό, άμα πετύχεις κάμπο, βλέπεις δεκαπέντε ώρες καλαμπόκια».
Μετάνιωσε ποτέ για τη δημόσια έκθεση του βίου του; «Οχι. Οταν ακούς τον καλλιτέχνη να λέει ονόματα της οικογένειας ή των φίλων του, συγκινείσαι γιατί είναι σα ν’ ακούς τα ονόματα των δικών σου φίλων. Δεν το κάνω για να σας πληροφορήσω πόσα παιδιά έχω, αλλά για να φέρω στην επιφάνεια τους δεσμούς μας».

Σαθρή αυτοπεποίθηση
Τα τελευταία δύο χρόνια ένιωθε ότι ο χρόνος λιγοστεύει. Το 2023, πιο προσωπικός από ποτέ, με ξάφνιασε με μια εξομολόγηση: «Για λόγους αμύνης ανέπτυξα πολλές φορές και αλαζονεία. Ηταν περίοδοι που είχα πολύ μεγάλη επιτυχία στη δουλειά μου και ανέπτυξα μια αυτοπεποίθηση που, όμως, δεν στηριζόταν πουθενά. Εχω στενοχωρήσει ανθρώπους που αγάπησα και που αγαπώ. Μακάρι, λέω, να είχα την ευκαιρία να δω τον άλλον και να του εξηγηθώ, να πέσουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, δακρυσμένοι και γελώντας».
Εδώ και χρόνια δεν έγραφε καινούργια τραγούδια. «Ο,τι έγραψα, το έγραψα με λύσσα. Που δεν την έχω πια. Και δεν θέλω να την προδώσω ακολουθώντας έναν άλλο τρόπο, πιο συγκροτημένο, πιο ακαδημαϊκό. Δοκίμασα, αλλά ήταν σαν να μιμούμαι αυτό που ξέρω. Ενώ, ό,τι έγραψα, το έγραψα με αυτό που δεν ξέρω».
Πάντα, όμως, απολάμβανε την επαφή με το κοινό. Στην τελευταία του συναυλία στο Μέγαρο η φωνή του ήταν πλέον κουρασμένη, μα οι ερμηνείες του πιο εγκάρδιες από ποτέ. «Ισως γιατί είχα πολύ καιρό να ανταμώσω με τον κόσμο. Συγκινήθηκα στην ιδέα ότι ανταμώσαμε, ότι με ακούτε τόσα χρόνια… Δεν ξέρω, συγκινήθηκα πάντως».

Τα αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις του Διονύση Σαββόπουλου έχουν θησαυριστεί στο «Γίνεται παρεξήγηση και δίνουν την εξήγηση» (εκδ. Αγκυρα).

