Επιτυχημένη διευθύντρια σε πολυεθνική εταιρεία καλλυντικών και βραβευμένη για τις διαφημίσεις των προϊόντων ομορφιάς, «χωρίς καν να έχει βγάλει το πανεπιστήμιο». Μητέρα δύο κοριτσιών και παντρεμένη με έναν «υπέροχο» σύζυγο. Eχει αγοράσει δικό της σπίτι, όλοι επαινούν τη μαγειρική της και ίσως το πιο σημαντικό επίτευγμα της Λίντα Γουάιλντ είναι ότι φοράει το ίδιο νούμερο ρούχων τα τελευταία 15 χρόνια. Αυτοδημιούργητη, εργατική, δυναμική και ταλαντούχα. Καταξιωμένη, φιλόδοξη και εγωπαθής. «Τα κατάφερα. …Ναι, η Λίντα Γουάιλντ τα κατάφερε. Eφτασε πλέον στην κορυφή!», η ίδια μονολογεί σε στιγμές προσωπικού θριάμβου.
Στην πραγματικότητα, όμως, η Λίντα Γουάιλντ δεν τα κατάφερε. Απέτυχε και ως επαγγελματίας αλλά και ως μητέρα, σύζυγος και ερωμένη. Αυτός ακριβώς είναι ο δραματικός πυρήνας του έργου της Βρετανίδας Πενέλοπε Σκίνερ (Linda, 2015): οι αλλεπάλληλες ήττες, τα πλήγματα στον ναρκισσισμό μιας γυναίκας που διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής της με την επίγνωση ότι έχει ηττηθεί. Από την άνοδο στην πτώση και από την ακμή στην παρακμή. Από τη νίκη στην ήττα και από τη ζωή στον θάνατο. Η Λίντα καταρρέει γιατί δεν μπορεί να διαχειριστεί τις διαδοχικές ματαιώσεις στην εργασία και στην οικογένεια, να τις επεξεργαστεί, να τις αφομοιώσει και να τις αποδεχθεί. Βλέπει αδιέξοδα σε όλους τους τομείς της ζωής της. Σταδιακά οδηγείται στην κατάθλιψη και εντέλει στην αυτοχειρία. Ο ναρκισσισμός της «άφθαστης» και «αξεπέραστης» Λίντα συνθλίβεται μαζί με τη δυναμική αλλά και τόσο εύθραυστη προσωπικότητά της.
Η ταλαντούχα Ελένη Σκότη παραδίδει για μία ακόμη φορά ένα ουσιαστικό μάθημα σκηνοθεσίας. Διεισδύει με τον σκηνοθετικό φακό της στο δραματικό πεδίο του κοινωνικού ρεαλισμού και δημιουργεί μια παράσταση με δραματική ένταση, εξαιρετικό ρυθμό, γρήγορες εναλλαγές και ουσιαστικές ερμηνείες.
Σκηνοθετεί ένα ψυχολογικό θρίλερ σε χρόνο σύγχρονο, όπου όλα συντελούνται στους εσωτερικούς χώρους ενός σπιτιού και εταιρικών γραφείων. Αναπτύσσει το κεντρικό θέμα των διαψευσμένων ονείρων και της ταπείνωσης που βιώνει η ηρωίδα, αποφεύγοντας κάθε ίχνος μελοδραματισμού και γραφικότητας των δραματικών ηρώων.
Εκπληκτική σκηνοθεσία από την ταλαντούχα Ελένη Σκότη στη «Linda» της Πενέλοπε Σκίνερ, που παρουσιάζεται στο Θέατρο επί Κολωνώ.
Οι σκηνογραφικές λύσεις που προτείνει ο Γιώργος Χατζηνικολάου, σε συνδυασμό με τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, εντυπωσιάζουν με την ευρηματικότητά τους. Τα εναλλασσόμενα σκηνικά συνδέουν τους εσωτερικούς χώρους, ακολουθούν με συνέπεια τη σκηνοθετική οδό της κινηματογραφικής συρραφής των πλάνων, υπηρετώντας ταυτόχρονα την οικονομία του χώρου. Η σύγχρονη μουσική του Αντώνη Παπακωνσταντίνου πλαισιώνει δυναμικά το σκηνογραφικό εγχείρημα.
Ερμηνείες
Η Μυρτώ Αλικάκη διαπρέπει στον ρόλο της ευάλωτης προσωπικότητας που κρύβεται κάτω από μια επίφαση προσωπικής επάρκειας και ισχυρής αυτοπεποίθησης. Συνθέτει τον ρόλο της Λίντα με σημειολογική μέθοδο, καθώς βασίζεται σε παιχνίδια της έκφρασης και κινήσεις του σώματος. Μπαίνει στον ρόλο της γυναίκας που βιώνει την προσωπική αποτυχία και την ατομική κατάρρευση. Δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό της να μεγαλώνει, να γερνάει και να μαραζώνει σαν «στυμμένη λεμονόκουπα». Η βλεμματική επαφή της Αλικάκη, οι κινήσεις του σώματος, των χεριών και των δαχτύλων μιας σχεδόν νευρωσικής υπερκινητικής ηρωίδας είναι προσεκτικά οριοθετημένες, οι μορφασμοί της πληθωρικοί αλλά όχι ασυγκράτητοι. Αντιθέτως, ο Μιχάλης Μαρκάτης στον ρόλο του Νιλ, του ροκ σταρ συζύγου, δεν αναδύεται με την εσωτερικότητα που θα εκτιμούσε ο θεατής σε αυτήν την παράσταση.
Ο Αλκης Κουρκουλος, αν και απών, ενσωματώνεται ως πραγματικός ρόλος μέσω της τεχνικής του video art πάνω στη σκηνή. Η Χριστίνα Μαριάνου στον δύσκολο ρόλο της μεγαλύτερης κόρης της Λίντα, μονίμως καταδιώκεται από τα φαντάσματα της ενδοσχολικής ψυχολογικής βίας που βίωσε ως έφηβη. Αδυνατεί να ανταποκριθεί στις μεγάλες προσδοκίες της μητέρας της, αλλά και στα στερεότυπα ενός συστήματος που συνθλίβει όχι μόνο την ιδιαιτερότητα, αλλά και όποιο ψήγμα ευαισθησίας και αξιοπρέπειας. Η Ηρώ Πεκτέση ως Εϊμι σχεδιάζει πειστικά την επιθετικά προκλητική συμπεριφορά μιας νεαρής ανερχόμενης διαφημίστριας που ονειρεύεται τη θέση της Λίντα στο τεράστιο γραφείο του τελευταίου ορόφου με την εντυπωσιακή θέα και τις υψηλές απολαβές.
Ο Γιώργος Σαββίδης και η Μαριέλα Δουμπού συμπληρώνουν με πιο υποτονικές ερμηνείες το δυναμικό μιας παράστασης που αποτελεί στο σύνολό της μια σκηνική πραγματεία με θέμα τους πολλαπλούς ρόλους της σύγχρονης γυναίκας, τη «φρίκη της γήρανσης», τον ηλικιακό ρατσισμό που βιώνει στον χώρο εργασίας.
Η παράσταση αποτελεί σκηνική πραγματεία για τους πολλαπλούς ρόλους της σύγχρονης γυναίκας και τον ηλικιακό ρατσισμό στον χώρο εργασίας.
Στο φινάλε, η Λίντα αυτοκτονεί. Πηδάει στο κενό από το παράθυρο του υπέροχου γραφείου της. Μόνο ένας διακοσμητικός κύκνος απομένει από την παλιά της δόξα, ως σύμβολο των προϊόντων αιώνιας ομορφιάς.
* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

