ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Δέκα εκατοστά
εκδ. Καστανιώτη, 2025, σελ. 224
Οταν ήταν παιδί ο Αλκιβιάδης παραξενευόταν με το όνομά του. Μετά κατάλαβε πως και ο ίδιος ήταν σπάνιος, καθότι απίστευτα όμορφος. Λίγο αργότερα συνειδητοποίησε με τρόπο τραγικό το εφήμερο της ομορφιάς. Μια νεαρή γυναίκα, θύμα trafficking, είχε ξεχάσει πώς ήταν ο ήλιος. Στο υπόγειο όπου την είχαν φυλακίσει, υπήρχε ένα παιδικό βιβλίο για τον ήλιο. Χάζευε τις ζωγραφιές για να θυμάται το κίτρινο χρώμα. Στο εναρκτήριο διήγημα, ένα ζευγάρι ανατρέχει ασθματικά στο χρονικό του έρωτά του. Ενα ταχύρρυθμο ρομάντζο. Εν αρχή ην ο ίμερος, ύστερα γέλια, χοροί, υποθαλάσσια σμιξίματα, έπειτα φωνές, σιωπές, υπαρξιακά αδιέξοδα, κλάματα στο μπάνιο, μέχρι που στα γεράματα βρίσκουν και οι δύο μια παιδιάστικη γαλήνη· «πέφτουμε στο κρεβάτι και κοιταζόμαστε σαν μωρά», «κλαίμε σαν μωρά», «γελάμε σαν παιδιά», «κλαίμε όλο το βράδυ, κλαίμε για μέρες».
Πέντε χρόνια μετά το μυθιστόρημα «Ενα πιάτο λιγότερο» (Καστανιώτης, 2020), η Μαριλένα Παπαϊωάννου επιλέγει τη μικρή φόρμα για να διεκτραγωδήσει τα πάθη των ηρωίδων της. Υπάρχουν βέβαια και άνδρες αφηγητές, αλλά η φωνή τους δεν ακούγεται ιδιαίτερα ανδρική. Ενας άνδρας, λόγου χάριν, που πάσχει από απώλεια της όσφρησης, ανακαλεί με αγαλλίαση τις αρρώστιες της παιδικής του ηλικίας, ποτισμένες από τη μυρωδιά τού «Βιξ», όταν η μητέρα του τού έκανε εντριβές.
Η θεματολογία του βιβλίου επικεντρώνεται σε οδυνηρές συνθήκες. Ωστόσο, οι συνθήκες δεν μεταβάλλουν, τουλάχιστον στον χώρο του διηγήματος, τους κεντρικούς χαρακτήρες, οι οποίοι υπομένουν αδρανείς, συχνά και με χαμόγελο, τη δυστυχία τους. Οπως η θεία Δόμνα, που μασκαρεύει το ακρωτηριασμένο πόδι της με το φωτεινό της χαμόγελο, ποζάροντας στον φακό σε διάφορα καρέ της ζωής της. «Χαμογελά σαν μωρό». Ομως, σε κάποια ενσταντανέ δεν καταφέρνει να κρύψει τα ίχνη από νυχτερινά κλάματα. Το εν λόγω διήγημα καταδεικνύει ότι στα πεζά η οδύνη παραμένει στατική, δίχως να επιδρά δραστικά στον ψυχισμό των ηρωίδων.
«Ενσυναίσθηση»
Η τραγική συνθήκη των πρωταγωνιστών συνυφαίνεται με την ηθικότητά τους. Είναι όλοι ενάρετοι και δίκαιοι. Φυσικά έχουν όλοι πολλή «ενσυναίσθηση» (η απαίσια λέξη επαναλαμβάνεται στις σελίδες), κήδονται φιλανθρωπικών σκοπών, συντρέχουν και συναισθάνονται. Οι ψυχές τους αναβλύζουν αγαθότητα και καλοσύνη. Ακόμα και ένας που σχεδιάζει μια φρικτή εκδίκηση εναντίον μιας γυναίκας που τον κατέστρεψε, αλλάζει γνώμη όταν μαθαίνει ότι ήταν από τη Συρία. Μολονότι το καλό στην κοινωνία είναι αδήριτο, αμφιβάλλω αν βοηθάει τη λογοτεχνία.
Οι παιδικές μνήμες, οι όλεθροι της ενηλικότητας, η ασθένεια και ο θάνατος, σε συνδυασμό με την ψυχική αγνότητα των ηρώων, συντείνουν σε έναν αφόρητο μελοδραματισμό. Για παράδειγμα, δεν πείθει στη μεταρσίωσή του ο νεαρός νάρκισσος, ο οποίος αντιμετώπιζε το σώμα του «ως ένα δυνητικό εργαλείο εκμετάλλευσης», «σαν προϊόν με εμπορική αξία», πρόσφορο για προσοδοφόρο σεξ, όταν συντρίβεται από το άγγιγμα μιας παιδικής παλάμης πάνω στο παραμορφωμένο πρόσωπό του.
Ραγίσματα
Παρόμοιο μοτίβο εμφανίζεται στο διήγημα «Κιντσούγκι», μια συντομευμένη εκδοχή της «Κυρίας Νταλογουέι». Η ηρωίδα, με το κεφάλι της «ηλεκτρικά φορτισμένο» εξαιτίας μιας οικογενειακής μάζωξης, στριφογυρίζει στο σαλόνι ρίχνοντας κλεφτές ματιές σε ένα ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ παρουσίαζε την ιαπωνική τέχνη «κιντσούγκι», χάρη στην οποία ραγισμένα κεραμικά εξωραΐζονται με την κάλυψη των ρωγμών από χρυσή μπογιά.
Η ραγισμένη ηρωίδα νιώθει επούλωση στις δικές της ρωγμές όταν φθάνει στο σπίτι ένα αγόρι από τη Σομαλία, που ο πόλεμος του είχε ρημάξει το πρόσωπο.
Πέρα από τον άκρατο μελοδραματισμό, το βιβλίο κυριαρχείται από κοφτές φράσεις, αυτή τη διαδεδομένη αυταπάτη περί ύφους. Συντομότατες προτάσεις εκδιπλώνουν παρατακτικά την ανιαρή καθημερινότητα, απαθανατίζοντας ανούσιες κινήσεις. Τρία δείγματα υποτιθέμενου ύφους: «Το γλυκό το ‘χω ετοιμάσει από χτες, μόνο το σιρόπι μού μένει. Τώρα βράζω την κολοκύθα για τη σούπα, μετά θα κάνω τη σαλάτα και τελευταίο το ριζότο». «Σηκώνομαι. Κάθομαι στην καρέκλα. Σηκώνομαι ξανά». «Εσκυψα πάνω απ’ το τραπέζι και ακούμπησα τη λάμπα. Απ’ τη σκόνη που σηκώθηκε φτερνίστηκα τρεις φορές απανωτά».
Η Παπαϊωάννου δεν είναι αδιάφορη συγγραφέας. Τα προηγούμενα βιβλία της φανέρωναν θερμό ενδιαφέρον για τη συγγραφή. Εχω, όμως, την εντύπωση πως δεν έχει ακόμα βρει τι πραγματικά θέλει να πει και με ποια εκφραστικά μέσα να το αρθρώσει. Μολονότι η διηγηματογραφική συλλογή της είναι πολυσυλλεκτική, διερευνώντας ανομοιογενείς θεματολογίες, καταπιέζεται από το βάρος του μελοδραματισμού. Και ίσως αυτό θα έπρεπε να δουλέψει η Παπαϊωάννου, την οπτική της γωνία πάνω στα πράγματα και τα πλάσματα, όχι τα αληθινά, τα μυθοπλαστικά.

