«Αυτό που διαχωρίζει τη μυθοπλασία από την κοινή εμπειρία δεν είναι ένα έλλειμμα πραγματικότητας αλλά ένα πλεόνασμα ορθολογικότητας», γράφει ο Ζακ Ρανσιέρ.
Η γραφή του Λάσλο Κρασναχορκάι είναι βαθιά ελλειμματική σε ορθολογικότητα. Κατά Ρανσιέρ, επομένως, η μυθοπλασία του Μαγυάρου βρίθει πραγματικότητας. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι: η άλογη πρόζα του τέμνει την κοινή εμπειρία και την αναβαπτίζει ως παρωδία σωτηριολογίας.
Η βράβευση του Κρασναχορκάι από τη Σουηδική Ακαδημία κομίζει αιχμηρή ειρωνεία: κανένας από τους ήρωές του δεν θα τολμούσε να ψυχανεμιστεί δάφνες του είδους. Οσο κι αν το άτυπο λογοτεχνικό κονκλάβιο επιχαίρει για τη δικαιοσύνη που αποδόθηκε, η νίκη είναι πύρρειος. Τι δουλειά έχει, αλήθεια, ένας Βαλούσκα ή ένας Κορίν με την τύποις υψίστη διάκριση; Γράφει ο Τζέιμς Γουντ, στο σημείωμά του στο New Yorker (Laszlo Krasznahorkai and Contemporary Europe’s Perilous Reality, 8/10/25): «Για όσους από εμάς έχουμε ήδη εισέλθει στην παράξενη και θαυμαστή ζώνη της μυθοπλασίας του, η είδηση ότι κέρδισε το φετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη. Αντιθέτως, μοιάζει απολύτως δίκαιη – σαν το ποτό που σου αξίζει μετά μια μέρα σκληρής δουλειάς».
Μπορεί η αναφορά στο αλκοόλ να κλείνει το μάτι προς την κουίντα, στα μεταξωτά βρακιά, όμως, κάποιες σταγόνες ιδρώτα έχουν ήδη κακοφορμίσει.
Επιλογές ύφους και ήθους
Ενα λογοτεχνικό σύμπαν αξιώσεων είναι πάντα ο χωροχρόνος στον οποίο αναδιατάσσονται σημασίες, ανατρέπονται ταξινομίες και καθαιρούνται ιεραρχίες· ένα πεδίο στο οποίο, παρότι προτάσσονται ιδιοσυγκρασιακοί τρόποι προσέγγισης και πραγμάτευσης του γίγνεσθαι, προάγουν καθηλωτική αισθητική σύμπνοια. Και μπορεί η γενικότροπη αυτή περιγραφή να όζει κοινοτοπία, αλλά τα κομβικά έργα του Κρασναχορκάι –«Satantango», «Μελαγχολία της αντίστασης» και «Πόλεμος και πόλεμος»– είναι τοπογραφίες της νόησης στις οποίες ο συγγραφέας κωδικοποίησε συνειδητές (;) επιλογές ύφους και ήθους.
Η βράβευση του Κρασναχορκάι από τη Σουηδική Ακαδημία κομίζει αιχμηρή ειρωνεία: κανένας από τους ήρωές του δεν θα τολμούσε να ψυχανεμιστεί δάφνες του είδους.
Στο «Πόλεμος και πόλεμος», ο Κορίν, ένας ταπεινός υπάλληλος αρχείου σε μια μικρή ουγγρική πόλη, πιστεύει ότι ανακαλύπτει ένα μυστικό χειρόγραφο το οποίο αποτυπώνει την ουσία της ανθρώπινης ιστορίας: μια ατέρμονη πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό. Η απόφασή του να πάει στη Νέα Υόρκη για να ανεβάσει το χειρόγραφο στο Διαδίκτυο –μια πράξη που συνδυάζει μυστικισμό με γραφειοκρατική τεχνολογία– είναι γελοία και συνάμα ιερή. Ο άνθρωπος που αναζητά το απόλυτο νόημα το αναθέτει σε έναν server. Ο Κορίν ανάγεται σε προφήτη του Διαδικτύου, έναν μεσσία χωρίς θεό, που επιδιώκει να σώσει το ανθρώπινο πνεύμα μέσω ενός modem – βρισκόμαστε στην εκπνοή του προηγούμενου αιώνα.
Το ότι ο Κρασναχορκάι επιλέγει τόσο πρόδηλες πολυσημίες, θέτει την αντλία ύφους σε λειτουργία. Οποιος διαβάζει το μυθιστόρημα με τη σοβαροφάνεια της αριστοκρατίας του πνεύματος, θυμίζει, όπως μας δίδαξε ο Κούντερα, την «καφκική» αμβλύνοια του Μαξ Μπροντ, που προσπάθησε να μας πείσει ότι ο καρδιακός του φίλος υπήρξε αγέλαστος σαν τα μεταθανάτια πορτρέτα του.
Η λογοτεχνία του Κρασναχορκάι αποκαλύπτει ότι κάθε μορφή νοήματος που αντέχει στη συντριβή, κάθε προσπάθεια οργάνωσης του χάους, συνιστά ήδη μια μορφή ειρωνείας. Μέσα σε αυτή την ειρωνεία, ο άνθρωπος εξακολουθεί να επιμένει να γράφει, να ελπίζει, να πιστεύει – γιατί η μόνη αληθινή σοβαρότητα, στο τέλος, είναι εκείνη που γνωρίζει τη ματαιότητά της.
Ευτυχώς που λίαν προσφάτως η άμεμπτη Σουηδική Ακαδημία σπιλώθηκε λίγο από το είδος της λάσπης που στοιχειοθετεί το «Satantango», και έτσι έχουμε επίγνωση ότι δεν πράττει το ορθό –όταν το πράττει– όλως τυχαίως.
Μίλησα όμως για παρωδία σωτηριολογίας: μια απόπειρα λύτρωσης που έχει εκκοσμικευθεί πλήρως. Η αποστολή του Κορίν, αλλά και του ίδιου του συγγραφέα, θυμίζει το σχήμα του ιστορικού άγγελου (Angelus Novus), του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που κοιτάζει προς τα ερείπια του παρελθόντος προσπαθώντας να διασώσει κάτι μέσα από τον κουρνιαχτό της προόδου. Η τέχνη του Κρασναχορκάι είναι μια πράξη πίστης χωρίς αντικείμενο, ένα ευαγγέλιο της αποτυχίας που, ακριβώς επειδή έχει επίγνωση της αποτυχίας του, αποκτά ηθική και αισθητική δύναμη. Η ίδια λογική διέπει και τη «Μελαγχολία της αντίστασης». Εκεί, η εμφάνιση της φάλαινας και του περιφερόμενου τσίρκου φέρει τα χαρακτηριστικά μιας αποκάλυψης· όμως πρόκειται για ένα θαύμα χωρίς λύτρωση. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης αντιδρούν με δέος και φόβο, αλλά τίποτα δεν αλλάζει ουσιαστικά – η δυνατότητα αλλαγής έχει ήδη εκλείψει. Οπως ο Κορίν, έτσι και ο Βαλούσκα βιώνει τη συντριβή της πίστης του μέσα στη γήινη πραγματικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, η ειρωνεία είναι εσωτερική: δεν παρωδείται ο άνθρωπος που ζητά σωτηρία· παρωδείται η ίδια η συνθήκη του κόσμου που την καθιστά αδύνατη.
Λειτουργία χωρίς Θεό
Η παρωδία σωτηριολογίας εκτείνεται και στη φόρμα του ίδιου του λόγου. Οι σχοινοτενείς προτάσεις του συγγραφέα, οι συσσωρεύσεις, οι αναδρομές και οι λεκτικές παρατεταμένες εκστάσεις λειτουργούν σαν μια λειτουργία χωρίς Θεό. Είναι μια γλωσσική λειτουργία, όπου ο ρυθμός αντικαθιστά τη χάρη, και η υπερβολή την πίστη: η ποιότητα καθυποτάσσεται στην, ομολογουμένως περίτεχνη, ποσότητα. Ο Κορίν προσεύχεται μέσα από την αφήγηση, αλλά η προσευχή του χάνει το αντικείμενό της. Επειδή απευθύνεται σε όλους, δεν απευθύνεται σε κανέναν. Αυτή η απεύθυνση χωρίς αποδέκτη είναι το ειρωνικό κατώφλι της νεωτερικής σωτηρίας: ο άνθρωπος συνεχίζει να πιστεύει, αν και γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο να πιστέψει. Και εδώ ακριβώς έγκειται η ειρωνεία που μοιράζεται ο συγγραφέας με τους ήρωές του. Ο Κρασναχορκάι γράφει όπως ενεργούν οι Κορίν και Βαλούσκα: με εμμονή, με υπερβολή, με απελπισμένη σοβαρότητα. Η σωτηριολογία του είναι επομένως παρωδία όχι από χλεύη, αλλά από αγάπη. Η βράβευσή του, η ενσωμάτωσή του στον (Δυτικό) Κανόνα, που ο ίδιος στηλίτευσε, συνιστά την τελική, σχεδόν μοιραία ειρωνεία. Η σωτηρία του λόγου του συντελείται μέσα στην ίδια του την αποδυνάμωση. Ομως, η λογοτεχνία υπάρχει όταν διακινδυνεύει τον εαυτό της. Ακριβώς στο σημείο όπου η σοβαρότητα και η ειρωνεία συμπίπτουν. Και λάμπει, όχι η δικαιοσύνη του βραβείου, αλλά εκείνη του ύφους.

