Eνα σπίτι σε έναν δρόμο του σύγχρονου Βύρωνα στέκει μονάχο σαν αποκύημα της φαντασίας. Είναι όμως γερό και από κάθε άποψη ενδιαφέρον, ωραίο μέσα στη σιωπή του, με έναν αέρα μιας άλλης εποχής. Βρίσκεται στην οδό Εισοδίων Παναγίας 14, έναν από τους δρόμους στον πυκνό ιστό της ιστορικής συνοικίας που μετράει ήδη 100 και πλέον χρόνια ζωής.
Η αναγνωριστική περιήγηση στα στενά του Βύρωνα φέρνει στον νου παλιές διηγήσεις από τον Μεσοπόλεμο και τη δεκαετία του ’40 και έρχεται από μακριά η αφήγηση της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ να περιγράφει εκείνα τα χρόνια σε αυτήν τη γειτονιά της Αθήνας. Τα λίγα προσφυγικά της πρώτης γενιάς του ’20 και του ’30 είναι διάσπαρτα, εντοπίζονται από μακριά, είναι σπίτια τα περισσότερα κενά ή σε απόσυρση, αλλά κάποια έχουν ανακαινιστεί και δείχνουν πόσο όμορφα μπορούν να ενταχθούν στη σύγχρονη ζωή.
Στη γωνία Κολοκοτρώνη και Ναζλίου στέκει ακόμη ένα από αυτά τα παλιά προσφυγικά. Είναι διώροφο, με στέγη και πλίνθους, με παντζούρια στον όροφο, σκέτους ξύλινους ταμπλάδες με μεντεσέδες, με το πουρί της σόμπας να τρυπάει τον τοίχο και να εξέχει σαν κοντάρι. Στο ισόγειο τα παντζούρια είναι γαλλικά και ίσως ο όροφος να ήταν μεταγενέστερη προσθήκη.
Σε κάθε περίπτωση, με αιχμαλώτισε η θέα αυτού του σπιτιού γνωρίζοντας ότι είναι θέμα χρόνου να περάσει στη λήθη και αυτό το προσφυγικό διώροφο του παλιού Βύρωνα. Ωστόσο, αν περπατήσει κανείς σήμερα στους μεγάλους και τους μικρούς δρόμους του Βύρωνα θα δει μια γειτονιά σε μεσοαστική τροχιά. Περιποιημένες πολλές κατοικίες, πράσινο σε μπαλκόνια, μια αίσθηση ευημερίας. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα της μεταπολεμικής εποχής ήταν ο εξαστισμός, με όρους κοινωνιολογίας, των παλαιών προσφυγικών συνοικισμών. Και ο Βύρωνας κοντά στο Παγκράτι και στα Ιλίσια, μεταβλήθηκε σταδιακά σε συνοικία με προσφυγικές μνήμες αλλά αστικό παρόν.
Το σπίτι που συνάντησα στην οδό Εισοδίων Παναγίας 14 ήταν ένα θαυμάσιο δείγμα μιας μονώροφης αστικής κατοικίας του Μεσοπολέμου σε μια προσφυγική γειτονιά. Αν το εξετάσει κανείς αποσπασμένο από το προσφυγικό παρελθόν του Βύρωνα, θα μπορούσε με ευκολία και χωρίς δεύτερη σκέψη να το εντάξει σε μία από τις μικροαστικές και μεσοαστικές συνοικίες της Αθήνας, με μια ευρεία αλλά δικαιολογημένη κοινωνική και γεωγραφική τροχιά, από την Ανω Κυψέλη ώς τα Σεπόλια.
Βρισκόμουν όμως στον Βύρωνα, σε έναν όμορφο δρόμο, με αρκετά επίσης δείγματα πολυκατοικιών της τελευταίας πενταετίας. Το σπίτι που παρατηρούσα είχε μια γιρλάντα από ακροκέραμα, και η όλη οργάνωση της πρόσοψης παρέπεμπε με αυτοπεποίθηση σε μια αστική συνθήκη ενός καλού μέσου όρου. Η εξώθυρα είχε δέσμη ανθέων σμιλεμένων στην ξύλινη βάση και ανάμεσα στα κάγκελα ξεχείλιζαν οι ανεπίδοτοι λογαριασμοί. Πόσο καιρό θα είχε να ανοίξει αυτή η πόρτα;
Υπάρχει μια επισημότητα στον τρόπο με τον οποίον είναι διαρθρωμένη η πρόσοψη. Βάση, κορμός, στέψη. Θριγκός, ψευδόλιθοι, διακοσμητικά λοφία, τονισμένη είσοδος με διάθεση μύησης στο εσωτερικό του σπιτιού. Ολο το σπίτι έμοιαζε βουτηγμένο σε ένα χρώμα καστανό και λαδί, από την πολυκαιρία ή από την πατίνα του χρόνου, χρώμα που έβγαινε με μεγαλύτερη θέρμη χάρη στην ξυλόγλυπτη πόρτα εισόδου, σε ένα φωτεινό καστανό, το κόκκινο του πηλού στα ακροκέραμα και το πράσινο φύλλωμα στη νεραντζιά του δρόμου. Ενα σύνολο πλήρες, μόνο που έλειπε η ζωή να αερίζει το σπίτι.
Αναρωτιόμουν ποια όψη θα έχουν οι δρόμοι του Βύρωνα σε λίγα χρόνια. Πώς θα βιώνεται ο ιστορικός χρόνος, πώς θα εξασφαλίζεται η ορμή για ζωή;

